Το χρυσάφι της Κρήτης
Ο Πλάστης ο τρανός θεός ο ρυθμιστής τση φύσης
καθόρισε στον άθρωπο πόσο και πώς θα ζήσει.
Αυτός μας έβαλ’ επαδά σ’ ευτή τη γη να ζούμε
ούλα του κόσμου τ’ αγαθά εμείς να εκτιμούμε.
Αυτός είναι που τ’ άμπεψε κλίμα και προϊόντα
και να τα κρίνει κάθα νιους έδωκε τα προσόντα.
Σιγά σιγά ο κάθα εις ένιωσε την αξία
που έχει κάθε προϊόν που μπαίνει σ’ εκκλησία.
Δέντρα που τρέφονται στη γη κάνουν καρπούς σπουδαίους
χαρίζουνε και ομορφιά στσί τόπους μας τσωραίους.
Κάνουνε πάντοτε καρπούς απούχουνε αξία
σαν και τσί πολυέλαιους μέσα στην εκκλησία.
Εκείνουσάς στον τόπο μας ούλοι τσ’ αναμαζώνουν
γιατί καλά γνωρίζουνε πως τ’ άγρια μερώνουν.
Μερώνουνε κάθε κακό που τη ζωή προσβάλλει
κι ούλος ο κόσμος το ζητά το ξακουσμένο «λάδι».
Όντε ανακαλύφτηκε του δέντρου η αξία
ο άθρωπος εφρόντισε και έκαμε φυτεία.
Με κόπο εδά καλλιεργούν, ποτίζουν γη ψεκάζουν
εμάθανε απ’ την ελιά καλό χρυσάφι βγάζουν.
Στην κατοχή οσοίζησαν πείνα δυστυχισμένα
εγλύτωσε πολύς λαός τση φτώχειας τα γραμμένα.
Καιρός που οι παραγωγοί ετάζανε το λάδι
τσι κόρες να παντρέψουνε μη μείνουνε στο ράφι.
Είπαμε πως στσί εκκλησιές ανάβουνε καντήλια
με λάδι φαρμακοποιοί φάρμακα κάνουν χίλια.
Ετσά τιμάται σήμερο τση γης μας το χρυσάφι
το τρώνε ούλοι οι λαοί βάνουμ’ εμείς στο ράφι.
Αποπαέ επήρανε δέντρα για άλλους τόπους
να τρώνε ούλοι οι λαοί που τρέφουνε αθρώπους.
Έρχονται, βιομήχανοι ξένοι και αγοράζουν
και ποιος κατέει σήμερο πόσους παράδες βγάζουν.
Ειν’ ώρα να ξυπνήσουμε τώρα απού πουλούμε
να καθορίζουμε τιμή σωστή σ’ οτι ζητούμε.
Μαδαρίτης
Ελλήνων κατορθώματα
Ότι συνέβη στα βουνά τσ’ Ηπείρου το Σαράντα
με τους φασίστες Ιταλούς θα με “ψηλώνει πάντα.
Το μάθημα που δώσαμε τότε στον Μουσολίνι
αιώνες κι αν περάσουνε αξέχαστο θα μείνει.
Γίγαντες αποδείχτηκαν οι Έλληνες φαντάροι
απέναντι στους Ιταλούς που είχανε φουλάρει.
Με αναμμένες μηχανές την Πίνδο επατήσαν
στα σύνορά μας φτάσανε να τα διαβούν ζητήσαν.
Μα πήρανε απάντηση από τα φανταράκια
κι έκαναν πίσ’ ολοταχώς λέρωσαν τα βρακάκια.
Στη θάλασσα τους ρίξανε τσ’ Ελλάδας τα κοπέλια
και η Ευρώπ’ ολόκληρη ξεράθηκε στα γέλια.
Εννιαχωριανός
Ε, κακομοίρη άνθρωπε…
Ε, κακομοίρη άνθρωπε που τζάμπα υποφέρεις
γιατ’ έχεις μέσα σου Θεό και όμως δεν το ξέρεις
– μα κι αν το ξέρεις το ξεχνάς και μόνο το θυμάσαι
την ώρα που απ’ το θάνατο μία ανάσα θα ’σαι.
Ε, κακομοίρη άνθρωπε, που άνθρωπο δεν λυπάσαι
γιατί τον Πολυέσπλαχνο Θεό δεν το φοβάσαι.
Ε, κακομοίρη άνθρωπε, που διώκεις το Θεό σου
γιατί τον μεγαλύτερο τον θεωρείς εχθρό σου.
Ε, κακομοίρη άνθρωπε, που το χρυσό λατρεύεις
και εις τον κόσμο τούτον ’δω δεν ξέρεις τι γυρεύεις.
Ε, κακομοίρη άνθρωπε: Φάουστ που ορεξάτα
στο διάολο πουλήθηκες για μιας πεντάρας νειάτα.
Αδάμ που απ’ του παράδεισου ξέκλινες την πορεία.
Νώε που οι απογόνοι σου γινήκανε θηρία,
και Σταυρωτή που σταύρωσες Χριστό και Σωτηρία,
τί περιμένεις, άπιστε, τέταρτη ευκαιρία;
Παύλος Πολυχρονάκης
Κάποτε… τώρα
Κάποτε οι Οθωμανοί σκλάβωσαν την Ελλάδα
και σβήσανε τη φωτεινή της λευτεριάς λαμπάδα.
Μα στων Ελλήνων την καρδιά πάντα η ελπίδα ζούσε
και στης σκλαβιάς τη σκοτεινιά, ψυχές σφυριλατούνε!
Αιώνες τέσσερις εκεί, στιγμή δεν είχε πάψει
να περιμένει του ραγιά το στόμα να φωνάξει:
Ελευθερία ή θάνατος! Σκλάβοι, ξεσηκωθείτε!
Τ’ όνομα κάστρα της σκλαβιάς, συθέμελα γκρεμίστε!
Εικοσιπέντε του Μαρτιού, το σάλπισμα γρικήθη
χρόνος οχτώ πολέμησαν, κι ο τύραννος νικήθη!…
Διακόσια χρόνια στρογγυλά, πίσω γυρίζει η μνήμη
κι ενώ εμείς γιορτάζουμε λαμπρά τη μέρα εκείνη,
Κάποιος απ’ τ’ ανατολικά, “φίλος” και γείτονας μας,
δημιουργεί προβλήματα πολλά στη γειτονιά μας…
Οι Έλληνες ειρηνικά επιθυμούν να ζούνε
αλλά και για το δίκιο τους, ξέρουν να πολεμούνε!
Ελισσάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη
Πάλλεται
Μέταλλο που δεν σκουριάζει.
Χαρτί που δεν κιτρινίζει.
Ξύλο που δεν καταστρέφεται.
Γυαλί που δεν θραύεται.
Καράβι που δεν φοβάται άπνοια ή θαλασσοταραχή.
Φυτό που δεν τρέμει έγκαυμα ή πλημμύρα.
Κερί που δεν σβύνει στο αεράκι.
Στο πέρασμα των χρόνων.
Η καρδιά του ανθρώπου.
Οσάκις πάλλεται από αγάπη και έρωτα…
Γ. Η. Ορφανός
Μαντινάδες
Τέσσερα ζάλα στο χορό που αρχινάς να κάνεις
Άγγελος νάν’ ο άνθρωπος θα τονε κουζουλάνεις
Επιασε πάλι στο χορό ο Μπεσαλής ο Γιάννης
Απού τόνε παινούσανε όλοι μικροί μεγάλοι
Νοικοκερά μουνε κι εγώ κι έφαινα το κιλήμι
Μα δα δε βρίστω το γαμπρό κι έρημο θα πομείνει.
Ο Ριζίτης Μ.Τ.
Για τον Μαυροθοδωρή τον Μπροσνερίτη
Ακόμα δεν ευρέθηκε στην Κρήτη παλικάρι
ωσάν τον Μαυροθοδωρή στη δύναμη και χάρη.
Είχε μαζί του κι έπαιρνε πεντέξε παλικάρια
πούσαν από το Μπρόσνερο αμέρωτα λιοντάρια.
Τον ξάδελφο του Θοδωρή, τον Κώστα τον Ξενάκη,
τον Γιάνναρη, τον Μάστορα, Στρατή τον Χαλκιαδάκη.
(Ούτος δια την μελαχρινήν όψιν του εκαλείτο και Μαύρος, εξ ου και Μαυροθοδωρής).
Μιχάλης Ξενάκης
Ολα είναι υπέροχα Αχ ρε Κρήτη σ αναζητάμε