Τώρα που η γης μοσχοβολάει
Φύσα αεράκι δροσερό κι ανάλαφρο τ’ Απρίλη
και της αγάπης σκόρπισε την τρυφερή πνοή.
Τώρα που η γης μοσχοβολάει κι ανθεί το χαμομήλι
να βρει η χαρά ζεστή φωλιά, το γέλιο της η ζωή.
Να σεργιανίσει ο έρωτας του πλάστη ο χαϊδεμένος
να νιώσουν την ανάσα του τα πλάσματα της γης,
να ερωτευτούν, ω, και να δουν πόσο είναι μαγεμένος
κι αυτοί που δεν τον γνώρισαν στο διάβα της ζωής.
Να φέρει γλυκοσκίρτημα σ’ όποια καρδιά πονάει
τρυπώντας την με τις γλυκιές χρυσές του σαϊτιές,
να μας κεράσει το κρασί που όποιος το πιει μεθάει,
ν’ ανάψει μες στα στήθια μας του πόθου πυρκαγιές.
Οι πεταλούδες, τα πουλιά εκείνον καρτερούνε
και το σκουλήκι μες στη γη και στ’ ακρογιάλι οι γλάροι,
η πλάση όλη μυστικό θαρρείς κρατάει δοξάρι,
κι όλα τη γλύκα του έρωτα και τις χαρές του υμνούνε.
Κι όσες ψυχούλες έχασαν το τρυφερό του χάδι
μια πικραυγή κι απόμειναν βορά της μοναξιάς
ας τις αγκάλιαζε απαλά πλάστη μου κάποιο βράδυ
ν’ ανθίσει πάλι η μυγδαλιά στο κήπο της καρδιάς.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων
Ω, Λεύτερη Πατρίδα!
Ω, λεύτερη πατρίδα και ψυχή μας
σαν όνειρο απ’ τα ύψη έως κάτω,
που σκέπασε το πήλινο κορμί μας
που πάτησε το θάνατο θανάτω.
Ο Χριστός η Ζωή, στην αφορμή μας
και έδωσε την “μη καιόμενη βάτο”,
σημάδι απ’ τα πλήσια στην ζωή μας
και στις ζωές αιώνων που επλανάτο!
Ούτε και νυν θα το μπορέσουν πάλι
τον κόσμο να τυλίξουν ως τον πάτο,
το νέφος, η ομίχλη κι η αιθάλη
αν ο καθείς μας το φωνάξει: Δεν συμπράττω!
Χριστέ σε προσκυνώ με αυτό το ποίημα
και δέηση ως ανάξια σού πέμπω,
να δίνει κι ο ουρανός Σου τούτος σήμα
μες στην πατρίδα αυτή που σου αναπέμπω!
Και για όσα δίδεις Συ πάνω στη Γη μας
ευχαριστία, και τον καιρό μας τέμνω
για ν’ αρχινά καινούρια η ροή μας
με ευγνωμοσύνη που εμπρός σου φέρνω!
Λένα Αλυγιζάκη
(Αφιερωμένο στα παιδιά μου: Στέλιο, Έφη – Λευτέρη
και εγγόνια μου: Γιάννη, Ανδρέα, Ειρηλένα)
Η συνάντηση
Σε συνάντησα στου μυαλού τα δύσβατα
περάσματα κι ήπια το νέκταρ από τα
χείλη σου. Συνοφρυωμένος ο καιρός, ντύνεται
φαντεζί, με μπλε στολές και διάφανες μάσκες.
Η στροφή του δρόμου με πέταξε στον λαιμό
σου, κι όλη τη νύχτα φιλούσα το ξανθό σου
στέρνο. Διαφορίσιμοι περίπατοι, νυχτικιές
πουλιών, άγρια ζώα που συμπεριφέρονται
με νου ανθρώπινο. Τριγυρνώ στις πλατείες,
ονειρεύομαι με πυκνά σύννεφα καπνού,
πληρώνω φόρους για τα μακριά μαλλιά μου.
Στο παρά πέντε της νύχτας, γυρεύω ένα μάτσο
τριαντάφυλλα να τα καταθέσω στο μνήμα
του χρόνου, που κουρασμένος ερωτοτροπεί
με τις στιγμές μου. Κυνηγημένος μποέμ των
ουρανίων τόξων, καταναλώνω φαιά ουσία
στη σπουδή των χρωμάτων και του έρωτα.
Σαν κύκνος τραγουδάω το τέλος μου, ντύνομαι
γιρλάντες και πούλιες. Τη νύχτα που η κούραση
μεθάει από αγάπη, οι γρύλοι και τα πουλιά
συνθέτουν άριες χαράς, απομεινάρια συνάξεων
μουσικών, μαξιλάρια της άνοιξης. Στο λίκνο
των πνευμάτων, το φως ιριδίζει κι η γυμνή
παραπαίουσα κουστωδία,αποδιοργανώνεται
για να χάσει τα πάντα και να μείνει εσαεί
εγκλωβισμένη στον ανελκυστήρα των ματιών μου.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Ουδείς αλάνθαστος
Κανείς δεν είναι αλάνθαστος και πρώτος απατός μου
μονάχα ένας ο Θεός, ο πλαστουργός του κόσμου.
Για κείνους που δεν δέχονται ότι ο νους τους σφάλει
ευθύνετ’ ο εγωισμός και του μυαλού η αιθάλη.
Κουσούρι είναι σοβαρό κι ελάττωμα μεγάλο
τον εαυτό σου να θωρείς ανώτερ’ απ’ τον άλλο.
Να καμαρώνεις πάντοτε σαν γύφτικο σκεπάρνι
και να ‘χει την εντύπωση πως έπιασες… ταβάνι.
Ενώ οι φίλοι κι οι γνωστοί σε περιπαίζουν όλοι
πίσω από την πλάτη σου καθημερνή και σκόλη.
Αφού εις την παρέα σου, αμέσως ξεχωρίζεις
πάντα προτάσσεις το εγώ και δεν πισωγυρίζεις.
Αλλά και στην περίπτωση που η υπεροχή σου
φαίνεται από μονάχη της, κοίταξε συγκρατήσου.
Μη θέλεις την επίδειξη, μην κάνεις το μεγάλο
κι όσο μπορείς απόφυγε τ’ εγωισμού το ζάλο.
Όλοι θα εκτιμήσουνε την ταπεινότητά σου
και θα ‘χουνε να κάνουνε με τη σεμνότητά σου.
Όποιος υψώνει εαυτόν, κάποια στιγμή θα πέσει
μα όποιος ταπεινώνεται σ’ όλο το κόσμ’ αρέσει.
Εννιαχωριανός
Μέλος λογοτεχνικής παρέας Χανίων
Εμπειρία ζωής
Η εποχή που φτάξαμε εις τη ζωή ετούτη
ήταν του πόλεμου αρχή, μυρίσαμε μπαρούτι.
Θεός απού μας έμπεψε που γνώριζε τα πάντα
ήθελε να γνωρίσουμε πόλεμο του Σαράντα.
Μέσα σε νέα εποχή που γιόρταζε η φύση
εμάθαμε πως θάνατος τον κόσμο θα μαυρίσει.
Ακούγαμε πως πόλεμος Ευρώπη κυριεύει
δεν περιμέναμε ποτές την Κρήτη μας να εύρη.
Μα ο εχθρός απλώθηκε απού τη Γερμανία
αμέσως στόχο έβαλε τση Κρήτης ησυχία.
Εβάλθηκε πολλές φορές να καταλάβει Κρήτη
ο στόλος την προστάτεψε απ’ των εχθρών τα πλήθη.
Στο τέλος δεν γλιτώσαμε πλήθος αεροπλάνα
κατάφεραν οι Γερμανοί κατάλαβαν τη μάνα.
Η Κρήτη αντιστάθηκε με ντόπιους και με ξένους
ελείπανε οι νέοι μας σε δύσκολους πολέμους.
Τι κι αν την καταλάβανε οι Γερμανοί την Κρήτη
επολεμήσαμε σκληρά και φέραμε τη νίκη.
Περάσαμε διχόνοιες, εμφύλιους πολέμους
που πνεύμα μόνο άλλαξε σε νέους και σε γέρους.
Ούλοι εδά γενήκαμε σώφρονες και μεγάλοι
τσι Κρήτης τα ψηλά βουνά δε διαφεντεύουν άλλοι.
Αγάπη και ομόνοια υπάρχει στα χωριά μας
άλλο δεν είναι να τιμά την τωρινή γενιά μας.
Μόνο ετσιδά θα γενεί μια ξακουστή Ελλάδα
που θα ‘χει ήλιο, θάλασσα και όμορφη λιακάδα.
Είμαστε και θα μείνουμε τέκνα Θεού Υψίστου
τιμή και δόξα σ’ άρχοντα στο τέλος τσι ζωής του.
Μαδαρίτης
Το ηλιόφως
» Στη Ναταλία μας
Της αγάπης οδηγός,
της υγείας δύναμη,
της σωφροσύνης πυξίδα
θαρρείς πως μοιάζει
τούτο το θεόσταλτο ηλιόφως
που
την ύπαρξή σου λάμπει
και οι αχτίδες του με τα μάτια σου
παίζουν…
Γ. Η. Ορφανός – Απρίλης 2021