Άνοιξη
Άνοιξη ώρια εποχή στου κύκλου εσύ του χρόνου,
ολάνθιστα είναι τα πλουμιά του εδικού σου θρόνου.
Ο ερχομός σου είναι λαμπρός, πράσινο το χαλί σου,
το πέπλο σου ολοκέντητο και φωτεινή η μορφή σου.
Νυφούλα ροδοστόλιστη, των λουλουδιών μητέρα
που των φυτών τον λήθαργο πάντα τον κάνεις πέρα
Με σε θεριεύει η βλάστηση, κοπάζουν οι ανέμοι,
βγαίνει ο ήλιος ο γλυκός και τις καρδιές ζεσταίνει.
Τα χελιδόνια έρχονται, οι λεμονιές ανθούνε,
οι μέλισσες ανθό – ανθό τα μέλια σου ρουφούνε,
Μας φέρνεις την Ανάσταση, μοσχοβολούν οι κάμποι,
λιώνουν τα χιόνια στα βουνά κι ο κόσμος όλος λάμπει.
Γλυκολαλούνε τα πουλιά και χτίζουν τις φωλιές τους
κι οι έφηβοι ανοίγουνε φιλιές και αγκαλιές τους.
Γιατί είν’ στης νιότης τον ανθό και πρέπει να σε πιούνε
για να αρχίσουν τις χαρές της ζήσης τους να ζούνε.
Θεέ που φέρνεις πάντοτε μιαν άνοιξη πανώρια
για να ανθούνε τα φυτά και κοπελιές κι αγόρια
Εισάκουσε κάποια στιγμή τις δίκαιες προσευχές μας
και κάνε μία άνοιξη όλες τις εποχές μας!
Παύλος Πολυχρονάκης
Πάτερ άφες αυτοίς ου γάρ οίδασι τι ποιούσι !
Για την αγάπη ο Χριστός στο Γολγοθά εβγήκε
του μαρτυρίου τον Σταυρό πολύ βαρύ τον βρήκε…
Όμως ήτανε δάσκαλος και έπρεπε να διδάξει
ότι έλεγε και δίδασκε, πρέπει να γίνει πράξη !
Ο όχλος τον εχλεύαζε γιατί τους ενοχλούσε
η λέξη «αγάπη»εμπόδιζε τον ύπνο τους χαλούσε…
ΑΡΟΝ-ΑΡΟΝ σταύρωσον αυτόν τον παραβάτη
γιατί ΅ο Φαρισαϊσμός τον έβαλε στο μάτι!΅
Ο μαθητής τον πρόδωσε, αντί τριάντα αργυρίων
τον δάσκαλο του έδωσε στον όχλο των μυρίων…
Οι Φαρισαίοι κάνανε συναγωγή μεγάλη,
ΣΤΑΥΡΟ αποφασίσανε: «λύση δεν είναι άλλη»
Είπε: «νίπτω τας χείρας μου» ο πόντιος πιλάτος
και της απανθρωπιάς εφάνηκε ο πάτος…
Ο Χριστός σταυρώθηκε, του έτρεξε το αίμα
και στον πατέρα του Θεό εγύρισε το βλέμμα!
«Πάτερ άφες αυτοίς ού γαρ οίδασι τι ποιούσι!»
Και εξεψύχησεν ο Χριστός εις τον σταυρό επάνω
ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ -ανεφώνησε
και άνοιξαν οι ουρανοί, κατακλεισμός Μεγάλος!
———
Ο ΦΑΡΙΣΑΪΣΜΟΣ δεν πέθανε, ΖΕΙ και ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ
ξανασταυρώνει το ΧΡΙΣΤΟ, έτσι τονέ βολεύει…
Το στοίχημα με τη ΖΩΗ ποτέ δεν θα κερδίσεις,
αν τον ΦΑΡΙΣΑΪΣΜΟ τυχόν ακολουθήσεις…
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ του ΓΟΛΓΟΘΑ, κήρυξε την αγάπη
τον άνθρωπο εκοίταξε να βγάλει απ´την λάσπη!!
————
ΑΝΑΣΤΑΣΗ ακολούθησε, με μήνυμα ΕΛΠΙΔΑΣ
και ο ΧΡΙΣΤΟΣ είναι ΠΑΡΩΝ εν μέσω καταιγίδας!!
ΑΝΑΣΤΑΣΗ=ΦΩΣ=ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ=ΕΛΠΙΔΑ=ΖΩΗ
Καλή ΑΝΑΣΤΑΣΗ και ΥΓΕΙΑ σε όλο τον κόσμο
————
Μιχάλης Παπαδερός
«..Λαμπρειθώμεν λαοί»
Κάποια ρόδα μαραίνονται
Στο στερνό τους ξεψύχισμα, δειλινού μυρωμένου,
Κάποια ρόδα μαραίνονται, κάποια ρόδα πεθαίνουν.
Κάποια ρόδα π’ άνθισανε σ’άλλη γη, σ’ άλλα μέρη,
όλα τοϋτα μαράθηκαν στής αυγής, τ άγριοκαίρι.
Ώραία λούλουδα π’ άνθισαν μια αύγούλα τ’ Απρίλη,
Ξεφυλλίζουν και σβήνονται στο μαγιάτικο δείλι.
Ένα ρόδο τινάζοντας τ’ ανοιχτά πέταλα του,
ένα φύλλο πού του ‘μεινε γιά στερνό στόλισμα του.
Με φτερούγισμα ανάλαφρο τό τινάζει μπροστά του
φυλαχτό της αγάπης μας, του δειλινού τοϋ δροσάτου.
Γ. Βερίτης
Συμπλήρωμα και σύνθεση- ποιήματος
από τον Καθηγητά Ηλία Μετοχιανάκη
Όμως θα ‘ρθει ή άνοιξη και θά λιώσουν τα χιόνια,
θα σημάνει Ανάσταση, έρχονται όμορφα χρόνια.
Μέ λουλούδια αμάραντα όλη ή γη στολισμένη,
Φεύγει ό πόνος, τό δάκρυ μας, ή ζωη ομορφαίνει.
“Ω Πανάχραντε Δέσποινα, ώ γλυκεία Παναγία,
χάριξέ μας ομόνοια, παντοτεινή ευτυχία.
Σύνθημα πανανθρώπινο ή χαρά, ή ειρήνη,
τοΰ Χρίστου θειος έρωτας ή αγάπη θα γίνει.
“Ω φιλάνθρωπε Κύριε, Φως, Αγάπη, Ελπίδα,
όλον τον κόσμο Σου λύτρωσε, τη γλυκεία μας πατρίδα.
Αφιερωμένο στον μεγάλο μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό
Υπέρλαμπρα φωτίστηκε, η Γη κάποιον Απρίλη,
Άγγελοι έψαλαν γλυκά, απ’ τ’ Ουρανού την πύλη.
Έπαιζαν Θεία μουσική, με άρπες και με ούτι,
και συμμετείχαν όλοι τους, εις την χαρά ετούτη.
Ήρθε αστέρι λαμπερό, και άστραψε η πλάση,
γιατί το φώς τ’ απλόχερα, ήθελε να μοιράσει.
Η Άνοιξη στολίστηκε, ευθύς τα γιορτινά της,
κι’ Ζάκυνθος χαμογελά, γιατί στα χώματά της,
Γεννήθηκε, κι’ ανδρώθηκε, τ’ ολόλαμπρο αστέρι,
όπου στην χώρα του χαρές, μονάχα έχει φέρει.
Διονύσιο βαφτίσανε, το χρυσοπλουμισμένο,
που απ’ τη μοίρα ήτανε, περίσσια προικισμένο.
Την ποίησ’ υπηρέτησε, π’ ήταν γι΄ αυτόν θρησκεία,
κι’ έκανε υπερήφανη, την διαλεκτή κυρία.
Γι’ αξίες πάντα μίλαγε, γι’ αγάπη και συμπόνια,
που πρέπει να υπάρχουνε, όσα κι’ αν φύγουν χρόνια.
Τον Ύμνο μας τον Εθνικό, με πάθος έχει γράψει,
κι’ όταν αυτός ακούγεται, κάθ’ Έλληνας θα κλάψει.
Και ρίγος τον διαπερνά, για την γλυκιά πατρίδα,
κι’ ευθύς αναπτερώνετε, νέα ξανά ελπίδα.
Γι’ αυτό με ταπεινότητα, θερμά ευχαριστούμε,
το μεγαλείο του έργου του, θα υπερασπιστούμε.
Κι’ αν έρθουν δύσκολες στιγμές, σε μπόρες κι αν βρεθούμε,
πάντα θα ναι στην σκέψη μας, πιστά θα τον τιμούμε!
Ελευθερία Κατσιφαράκη
Η ισχύς του συνεχούς
Καράβι η χαρά, ταξιδεύει στο γαλάζιο ωκεανό της
ψυχής μου. Οι σφαίρες του κόσμου μου, συγκρούονται
με την πραγματικότητα. Οι σκοτεινές θάλασσες
του νου με νανουρίζουν, κοιμίζουν τα ελαττώματά
μου. Πώς μπορείς από το ύψος της θεώσεως να
πέσεις στα βάραθρα του Άδη. Τίτλοι κυκλικοί,
νοσταλγούν παγωμένες στιγμές, να τις εξιλεώσουν.
Κίτρινα υποζύγια τρεφόμενα με τον άνεμο, ορέγονται
χορτάρι και κόκαλα νεκρών σκελετωμένων
ανθρώπων. Τα χάδια απάνω στα γυναικεία
κορμιά, μεταμορφώνονται σε λόγια προστριβής,
συγκρούσεως, αλυσιδωτών αντιδράσεων.
Χαμόγελα και κρυφές συνομιλίες, κρύβουν
έρωτες αγνούς, έλξεις τρυφερές ανθρώπινων
ψυχών. Τα χρόνια περνούν, τα μαλλιά -καστανόξανθα-
αραιώνουν, η καρδιά όμως ωριμάζει και σκεπάζει
με στοργή το λίκνο του εσωτερικού ανθρώπου.
Στις βόλτες, στα στενά δρομάκια των συνοικιών
ανδρώνονται τ’ αγόρια και τα κορίτσια διακριτικά
παρακολουθούν, κρύβοντας την αμηχανία τους
σε γέλια και κουβέντες φιλικές. Κι ο εαυτός μας
στέκεται και παρακολουθεί και μετράει
πρόσωπα και πράγματα. Μπερδεύεται, φωτίζεται,
σκοτίζεται. Κι ο Θεός κοιτάζει, συμμετέχει στο
παιχνίδι της ζωής μας, μάς εξετάζει, μάς νουθετεί,
μάς συμβουλεύει και τανάπαλιν. Μόνο ο χρόνος
χάνεται μα κάποτε κι αυτός θα πεθάνει γιατί
η αιωνιότητα θα ‘ναι η νέα κατάσταση που όλοι
θα κληθούν να βιώσουν, με το νου, την καρδιά και το σώμα.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Κυριακή των Βαΐων
Ευλογημένος ναν’ ο ερχομός Σου
πλήθος με βάγια και κλαδιά φωνάζει
λουλούδια πέφτουν απαλό χαλάζι
μύρα και τάπητες κυλούν εμπρός Σου.
Το πλήθος σήμερα σκιρτά δικό Σου
πίστη και αφοσίωση Σου τάζει
ποιός να’ ξερε πως γρήγορα αλλάζει
μονάχα Συ στο θεϊκό μυαλό Σου.
Εσύ τα “Ωσαννά” δε λογαριάζεις
την Άγια Πόλη τη θωρείς με λύπη
το “άρον άρον σταύρωσον” λογιάζεις
και της καρδιάς οι ιεροί οι χτύποι,
παράξενη τ’ ανθρώπου η εικόνα
άστατη σαν τις ώρες του χειμώνα.
Του αείμνηστου Αθαν. Π. Δεικτάκη
Από τη συλλογή ΣΟΝΕΤΑ Νο 2,
Καστέλι Κισάμου, 2000
Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών
Είκοσι μιά τ’ Απρίλη σήμερα, σημαδιακή ημέρα,
που τη δημοκρατία μας, την επετάξαν πέρα.
Μιά χούφτα ανεγκέφαλοι, φανήκανε φουριόζοι,
που σίγουρα εμοιάζανε, με θίασο καραγκιόζη.
Με “υψηλόν” το φρόνημα είπαν θα κυβερνήσουν,
το Έθνος το ταλαίπωρο, να το υψηπετίσουν.
Μ’ αντί να διορθώσουνε τα μαύρα τους τα χάλια,
μαζί τα κάμαν σίγουρα, ούλα χουμά κουτάλια.
Και το νερό που πίστευαν να βάλουνε στ’ αυλάκι,
εκείνο που κατάφεραν, ήταν ο λαός να πεί:
«Ετσούρισε το τέντζερι και βρήκε το καπάκι».