Αφιέρωση: Σε κείνους που δουλεύουν στα έγκατα της γης
Πριν κατεβεί στα έγκατα της γης για να δουλέψει
για μια στιγμούλα σταματά, του ήλιου το φως τηράει,
προσεύχεται στην Παναγιά και την παρακαλάει
να δει τον ήλιο, αρτιμελής, πως πάει να βασιλέψει.
Και πλέκει… πλέκει όνειρα, μέσα στης γης τα βάθη,
πως θα δουλέψει κάποτε κάτω απ’ του ήλιου το φως
κι απ’ της ζωής ζεστό ψωμί θα πάρει το καλάθι
για να χορτάσει η φαμελιά… αυτό ποθεί ο φτωχός!
Η φαμελιά τον καρτερεί στο σπίτι να γυρίσει
να μην τον κρύψει αιώνια στα σπλάχνα της η γη
και στο Θεό προσεύχεται έρμη μην την αφήσει
μην της ανοίξει ο αγλύκαντος πληγή να αιμορραγεί.
Να μην αφήσει ορφανά σκιάζεται τα παιδιά του
οι καταιγίδες της ζωής έρμα να μην τα βρουν
και τρέμει… τρέμει ολημερίς και σπαρταρά η καδιά του,
γνωρίζει οι λύκοι πως στ’ αρνιά τ’ αδύναμα ορμούν.
Σ’ αυτούς που η μοίρα πρόσταξε να βρίσκουν το ψωμί τους
στις γης τα βύθια, σκάβοντας ολημερίς στοές,
Πλάστη μου, δωσ’ τους δύναμη ν’ αντέξει το κορμί τους
να μην λυγίζει κι ορφανές μείνουν οι φαμελιές!
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
Οι Άγιοι 99 Πατέρες
Μια ομάδ’ από πατέρες απ’ την Αίγυπτο κινούν
και στην Κύπρο καταπλέουν, πιο πολλοί για να γενούν.
Στην Αττάλεια Τουρκίας, ύστερα θα ευρεθούν
ενενήκοντα εννέα, φεύγοντας θα μετρηθούν.
Εις τη Γαύδο προσεγγίζουν μοναχά για μια βραδιά
οι πατέρες τσ’ Εκκλησίας όλοι του Θεού παιδιά.
Από κει αναχωρούνε για Σελίνου μιαν ακτή
κι ένα θαύμα αντικρίζουν που εκεί έχει γραφτεί.
Φεύγοντας είχαν ξεχάσει, τον καλύτερ’ εξ’ αυτών
που ‘κανε σε μια γωνία προσευχή γονυπετών.
Μα της θάλασσας το κύμα τον πλευρίζει ομαλά
δίπλα εις τους αδερφούς του και γι’ αγάπη τους μιλά.
Έκανε ο Άη Γιάννης το μπαστούνι του κουπί
και το ράσο του βαρκούλα, η παράδοση θα πει.
Στον Αζωγυρέ κατόπιν θα βρεθούν όλοι μαζί
και ψηλά σ’ ένα σπηλιάρι, ανεβαίνουνε πεζοί.
Άη Γιάννης τους συντρόφους του τακτοποιεί μια στάλα
κι ύστερα φεύγει κι έρχεται στη Μαραθοκεφάλα.
Εκάθισε λίγο καιρό και φεύγει στ’ Ακρωτήρι
κι εγκαταστάθηκε κοντά σ’ ένα παλιό γιοφύρι.
Ευρήκε καταφύγιο σε μιας σπηλιάς το βάθος
που έγινε αργότερα ο σκοτεινός του τάφος.
Έβγαινε μόνο απ’ εκεί κάτι να βρει να φάει
ακρίδες, μέλι άγριον, ίσα για να περνάει.
Κάποτε ένας κυνηγός τον πέρασε γι’ αγρίμι
και τον σαΐτεψε βαθιά αιωνία του η μνήμη.
Μα πρώτα στέλνει μήνυμα προς τους συντρόφους όλους
κι αναχωρήσανε μαζί για τ’ Ουρανού τσι θόλους.
Ενενήκοντα εννέα ενδημήσανε ομού
Μάρτυρες σε ένα σπήλιο του Χανιώτικου Νομού.
Μοναχά ο Ερημίτης απεβίωσε αλλού
στου Ακρωτηριού τα μέρη, τα βιβλία ομιλούν.
Εννιαχωριανός
Το ριζίτικο
Μοναδικό φαινόμενο σε τουτονέ τον κόσμο
ξεθώριασμα κι αντίσταση φθοράς που φέρνει ο χρόνος.
Γενήκαν τα δημοτικά π’ ούλος ο κόσμος λέει
απού πλαταίνουν τη ζωή και τσι προγόνους φέρνει.
Στα κάστρα που υπάρχουνε εις τα Λευκά μας Όρη
λαλούνε πλήθος πέρδικες, δεν κράζουνε κοκόροι.
Εκείνοινά που βόσκουνε, γη ζούνε στσι Μαδάρες
γλέντια, σκοπούς ταιριάζουνε στων αλλονώ τσι χάρες.
Λένε ριζίτικα πολλά με ντόπια μελωδία
ετσά βαστά δε χάνεται η Κρητική ιστορία.
Και σ’ άλλους τόπους τραγουδούν δημοτικά τραγούδια
απου μιλούν για έρωτα γη εξοχής λουλούδια.
Επά ‘ναι τα ριζίτικα για άλλα δε μιλούμε
μονάχα για τα έθιμα τσι Κρήτης που βαστούνε.
Βαστούνε και θαυμάζουνται δικούς και επισκέπτες
που ‘ρχουνται και ξανάρχουνται είναι τσι Κρήτης ρέχτες.
Σε κάθε γάμο τω Χανιώ στο δρόμο στην πορεία
όσοι κατένε λένε το είναι σκέτη μαγεία.
Σ’ άλλους νομούς χαθήκανε στο Ρέθεμνο λιγάκι
“Μαδάρες” κάμανε εκειά ομάδες με μεράκι.
Ετσά διατηρήθηκε ριζίτικο τραγούδι
που ‘ναι τραγούδι σπάνιο και το ζηλεύουν ούλοι.
Μαδαρίτης
Είναι η πατρίδα μας…
Είναι η πατρίδα μας η Ελλάδα
σ’ όλο τον κόσμο ξακουσμένη
τι απ’ τις χώρες, πρώτη εκείνη
έδωσε φως στην οικουμένη.
Του πνεύματος οι πρωτοπόροι
ήτανε τέκνα όλα δικά της
κι οι δώδεκα θεοί τ’ Ολύμπου
πνευματικά κι αυτοί παιδιά της.
Μα κι η ωριά Δημοκρατία
κι αυτή ‘ναι γέννημα δικό της.
Κείνη την έδωσε στον κόσμο
μ’ όλη την αίγλη και το φως της!
Μέσα στο διάβα των αιώνων
μιας πολυκύμαντης πορείας,
μ’ αγώνες κι αίμα έχει γράψει
λαμπρές σελίδες ιστορίας…
Αν και πολλοί την αδικήσαν
δεν παύει να ‘ναι τιμημένη
και μ’ όλο το μικρό της χώρο,
ως πάντα, πρωτοπόρα μένει!
Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη
Αγελάδες και βόδια
Στο μεγάλο λιβάδι.
Με στοργή και θυσίες.
Οι αγελάδες τα παιδιά τους αναθρέφουν.
Ποτέ δεν φαντάζονται πως τα βλαστάρια τους
σε κουζίνες ανθρώπων
οικτρό θα βρούνε τέλος…
Εντούτοις κάποια βόδια από μικρά,
αν και θαρρούν
πως απ’ το ανθρώπινο χέρι και στομάχι θα γλιτώσουν,
αν και της βόειας ευτυχίας τα σκαλιά
νομίζουν πως θα πλησιάσουν,
πάντα βόδια είναι και μένουν,
προσηλωμένα στα “ενταύθα και νυν”…
Γ. Η. Ορφανός
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ ΔΑΣΚΑΛΟ ΜΑΣ
(Αφιερωμένο στον πολυσέβαστο Δάσκαλό μας Βασίλη Ιγγλεζάκη, για τα γενέθλιά του)
Δάσκαλε είναι μια κορφή τα εκατό σου χρόνια
κι εσύ είσαι πάνω στην κορφή με τα ωραία χιόνια
κάτω από ουρανό λαμπρό και μεταξένια νέφη
θωρείς τον ήλιο που με φως έρχεται και σε στέφει.
Ολόγυρα όπου κι αν στραφείς στου ορίζοντα τα πλάτη
βλέπεις του κόσμου τσ’ ομορφιές, τση Πλάσης το Παλάτι
σε κάμπους, όρη, θάλασσες, μακριά κι όλο πιο πέρα
πλανιέται η σκέψη σου γοργά με τα φτερά του αγέρα.
Μακρύς ο δρόμος ήτανε εις την κορφή να φτάσεις
μα κουβαλάς στους ώμους σου μνήμες που δεν θα χάσεις
χαράματα ειρηνικά με της αυγής τα κάλλη
κι άλλοτε μέρες δύσκολες, μ’ απεγνωσμένη πάλη.
Άθλος μεγάλος η ζωή, Δάσκαλε τω Δασκάλω
που μνημονεύεις πάντοτε τη λάλη και το λάλο.
Γονιοί, αδέρφια και παιδιά, εγγόνια αγαπημένα
μεσ’ στην καρδιά σου βρίσκονται, σε θρόνο καθισμένα.
Συχνά στο δρόμο του σχολειού θαρρώ πως βγαίνει σκόνη
και βλέπω το μαθητικό το σμάρι να ζυγώνει
-όλοι τους αλησμόνητοι και στέκονται σιμά σου
ν’ αφουκραστούν τα λόγια σου και τα διδάγματά σου!