Η Ελπίδα
Μόλις με τη δροσιά τα κρίνα
κι ένα μπουμπούρι γύρη τρύγησε,
μόλις που ανοίγει ρόδο
κόσμου λαού το πλήθος
στοιχείων της φύσης μίλησε.
Με τούτα και με κείνα
η Άνοιξη θύμισε
σε αυτόν τον μήνα
την άφεση, ελπίδα
κι άγνοια, μα πλούσιο φως!
Κι ο Κύριος Αληθώς!
Ρόδινοι θάμνοι, πέλαγος διαυγές,
“Νεφέλη”, Πρόνοια, λιμάνι επίγειο
καθημερνά εμπρός στον ήλιο
που μας κυκλώνουν στις αυγές.
Αυτόν τον μήνα
σοκάκια διάβαινε
και τ’ ουρανού καμάρες θολωτές,
τη μία μέσα στην άλλη τις στιγμές
το σήμερα, το αύριο και το χτες.
Λένα Αλυγιζάκη
Κλάψε…
Τέσσερα χρόνια σε βάραινε του Γολιάθ το πόδι
μα οι δυο αδερφές σου, η Λευτεριά με τη Δόξα,
σε προσμένουν υπόμονα στων βασάνων το τέρμα
να σε στέψουν βασίλισσα, όπως ήσουν και πρώτα.
Τώρα λάμπει περήφανα τ’ ακριβό σου το στέμμα
μ’ όλα κείνα τα βάσανα στην καρδιά σου θαμμένα,
μα σε τούτες τις θύμησες ένα δάκρυ κυλάει
γιατί άφθονο χύθηκε των παιδιών σου το αίμα…
Κλάψε Κρήτη πατρίδα μας, στων παιδιών σου τους τάφους!
Χάρισέ τους της θύμησης το κρυστάλλινο δάκρυ.
Με χαρά το προσμένουνε, να κυλήσει και φέτος
ακριβό τους να τύχουνε από Σε θυμητάρι!
Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη
Μαντινάδες για τη “μάνα γη”
Ήρθε η σκέψη εις το νου, η γης πως είναι μάνα,
τα δυο εμεσολάβησαν, τη γνώση μου την κάναν.
Μάνα, αναγνωρίζουμε τη γης πως είναι πρώτη,
σα με το χώμα ο Θεός κάνει την ανθρωπότης.
Μάνα την έχουμε τη γης με τη δική μου γνώμη,
όλα τα δέντρα, τα φυτά κι όλα τα ζώα ακόμη.
Ο άνθρωπος τη Παναγιά έχει γλυκιά Μανούλα,
απού του διώχνει τα κακά από κοντά του ούλα.
Όπως η μάνα το παιδί απού το αναθρέφει,
η γης της δίνει τα καλά να τρώνε, να τα θρέφει.
Πως πάνω της βαδίζομε, δε μας παραπονιέται,
πιστεύω πως το χαίρεται και πως ευχαριστιέται.
Είναι εκατομμύρια απού ΄χει τα παιδιά της,
που τα φυλάει με στοργή μέσα στην αγκαλιά της.
Τη γης απού την έχουμε όλοι δική μας μάνα,
κανένας δε την είπενε, όμως κακώς το κάναν.
Ένα σποράκι από δεντρό χάμω στη γης που πέσει,
φυτρώνει, δέντρο γίνεται σ’ ενός παλιού τη θέση.
Ακόμα όλα τα φυτάτη γης την έχουν μάνα,
απάνω της μεγάλωσαν, φύλλα, βλαστούς εκάναν.