Ο έρωτας κι ο θάνατος
Ο Έρωτας κι ο Θάνατος
παλιοί συνοδοιπόροι,
καθ’ ένας με τον τρόπο του
γίνονται “καρποφόροι”.
Ο έρωτας δίνει ζωή
τον θάνατο να τρέφει
κι ο θάνατος στον έρωτα
ύλη καινούρια δίνει,
να ξαναπλάθει νιες ζωές
στο πέρασμα του χρόνου.
Ο θάνατος ο χαλαστής
κι ο έρωτας ο χτίστης,
στην απαλάμη του Θεού
τέλεια σοζυγιούνται
και γνοιαστικά δουλεύουνε
το “μεροκάματό” τους,
στο κρύφιο νόημα της ζωής
μυριάδες χρόνια τώρα,
κι έτσι θα συνεχίσουνε
όσο υπάρχει ο κόσμος!
Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη
Κοντομαρί
Κάποτε στο Κοντομαρί σε χρόνους περασμένους
οι Γερμανοί χτυπήσανε, μετά περίσσιου μένους.
Από τα γύρω τα χωριά, τους συγκεντρώσαν όλους
όσους αντισταθήκανε στους Γερμανοδιαβόλους.
Απέναντι στ’ απόσπασμα και με δεμένα μάτια
εστήσανε και κάμανε τους ήρωες κομμάτια.
Αντίπαλοι βρεθήκανε εις τη μεγάλη μάχη
τση Κρήτης και σταθήκανε στη θέση τους σαν βράχοι.
Τρανή επροξενήσανε ζημιά οι πατριώτες
εις τον καλύτερο στρατό, π’ υπήρξε μέχρι τότες.
Κανένας δεν περίμενε ότι θα σταματούσε
ο ανεκπαίδευτος λαός δύναμη που.. πετούσε.
Στο Μάλεμε σαν φτάσανε στούκας κι αεροπλάνα
γεμάτ’ Αλεξιπτωτιστές εβάρεσε καμπάνα.
Γυναίκες μαζευτήκανε, νέοι και γεροντάκια
και Γερμανούς χτυπήσανε με λιανοντουφεκάκια.
Στα χέρια τους κρατούσανε ακόμα και κασμάδες
στο όβγορο εβγήκανε κι οι παλιωμένοι γκράδες.
Δυο μέρες εκρατήσανε έτσα ‘ταν πεπρωμένο
απέναντι σε τακτικό στρατό εκπαιδευμένο.
Χιλιάδες ήταν οι νεκροί π’ αφήσανε στη μάχη
οι Γερμανοί του Μάλεμε και στίγμα τους υπάρχει.
Νεκροταφείο στο χωριό δεν είχανε στα πλάνα
όμως ολόκληρο στρατό, έκλαψ’ η δόλια μάνα.
Για τούτο και τ’ αντίποινα, ήτανε λυσσαλέα
κι έκλεισε για τους ήρωες, του βίου η αυλαία.
Μα όσους στο Κοντομαρί οι Έλληνες τιμούνε
Αθάνατοι θα μένουνε στο Πάνθεον χωρούνε.
Εννιαχωριανός
Η ζωή του καθενούς
Ο κάθα εις σα γεννηθεί σε τουτηνέ την πλάση
έχει πολλά ν’ ασχοληθεί θέματα για να μάθει.
Μάνα που τον εγέννησε έμπαινε σ’ εκκλησία
έδωσε μια υπόσχεση για την ορθοδοξία.
Μιας και προπάππου, η Ελλάς είναι σωστά ταγμένη
θρησκεία που ζηλεύγουνε σ’ ούλη την οικουμένη.
Σύντομα ήρθ’ η βάφτιση, μπαίνουν στην εκκλησία
που σέβεται και εχτιμά ουλ’ η ορθοδοξία.
Εκειά παρουσιάζεται ευθύνη των γονέων
ανατροφή, μεγάλωμα των νιογεννήτων νέων.
Εδά μαθαίνει ο μιτσός που βρίσκεται και που ‘ναι
για να κατέει πια καλά πια βλαβερό και ποιο ‘ναι.
Σα μεγαλώσει κάθα εις πρέπει να το κατέει
παλιοί θυσιαστήκανε και ήτονε γενναίοι.
Πρόγονοι θυσιάστηκαν κι αφήκαν για καλό μας
χώρα παγκόσμια γνωστή για τα συνήθεια μας.
Ελπίζανε οι πρόγονοι πως δε θα διχαστούμε
να χάσουμε ότι βρήκαμε δε θα το ξαναβρούμε.
Τα χρόνια τσι μορφώσεως πολά νωρίς αρχίζουν
απ’ το δημοτικό σκολειό που κάμποσοι ελπίζουν.
Για την επιστημονική μόρφωση και πορεία
είν’ τα πανεπιστήμια και μπόλικα βιβλία.
Θαρρώ με ούλα τουτανά αυξάνει η ηλικία
και η ανάγκη για δουλειά μέσα στην κοινωνία.
Εδά πρέπει να ψάξουμε πράμα καλό να βρούμε·
ανε θέλουμε καλή δουλειά στη ζήση μας να δούμε.
Δουλειά που να ‘χει έσοδα για ούλη τη ζωή μας
και ναναι σταθερή καλή μέχρι τη σύνταξη μας.
Ο χρόνος που μας κυνηγά ποτές δεν περιμένει
ο Ύψιστος που κυβερνά ξέρει πόσος μας μένει.
Περνούμε ήσυχη ζωή μ’ αγάπη των παιδιών μας
που κάνουνε ότι μπορούν πάντα για το καλό μας.
Ετσά τελειώνει η ζωή απού περνούμε ούλοι
θαρρούμε όντε είμαστε νιοι πως ζούμε σε περβόλι.
“Μαδαρίτης”
Η Κατερίνα
Κοιτούσα το πρόσωπό σου προφίλ·
γλύκα στο νου και στην καρδιά.
Τρυφερότητα που ενέπνεε
την ψυχή μου, για το σώμα
το παρθενικό και τα μακριά
μαλλιά σου.
Προβληματισμένη άκουγες
τους ομιλητές και ‘γω
σε έβλεπα στα κλεφτά
μήπως και μ’ αντιληφθείς.
Εκείνο το κρύο απόγευμα·
απέναντι απ’ τους οφθαλμούς μου,
μέσα στο σώμα και
στο αίμα μου.
Δε σου μίλησα· δε σου έδωσα
σημασία, μα τα σκιρτήματα
του μυαλού, έγιναν πίδακας
ηφαιστειακής λάβας.
Τώρα, στέρηση κι υπομονή.
Κατερίνα· μέλι, ζάχαρη και
βάλσαμο καθώς η στιγμή
βάφτηκε κόκκινη κι έδιωξε
έστω και για λίγο
τη μαυρίλα απ’ τη ζωή μου.