Γλυκιά μου Ελλάδα σ’ αγαπώ
Κορμί μαρμάρινο λευκό μ’ όλα τα χρώματα της γης είσαι χρωματισμένο,
με ευωδιές κι αρώματα είσ’ αρωματισμένο
και μ’ ένα χέρι θεϊκό, μοναδικό, τέλεια ζωγραφισμένο.
Βράχος αγέρωχος, στητός, στολίδι στη Μεσόγειο με μια σμίλη μαγική
στο σχήμα είσαι σμιλευτός κι ομορφοσκαλισμένος.
Τριγύρω σου στη θάλασσα σπαρμένα χιλιάδες είναι τα νησιά και οι βραχονησίδες,
διαμάντια ανεκτίμητα, φυλάττουν «Θερμοπύλες»,
πανέμορφα, υπέροχα, καθημερνά, υπέρλαμπρα
καθώς τα αγκαλιάζουν τρυφερά και τα γεμίζουν με φιλιά του ήλιου
οι ολόθερμες κι ολόχρυσες ακτίδες.
Τούτο το πέτρινο κορμί γέννησε σοφούς, ήρωες, πολιτικούς,αρχιτέκτονες,
μηχανικούς μεγάλους καλλιτέχνες, μα και πάρα πολύ σπουδαίους λογοτέχνες.
Συγγραφείς, φιλοσόφους, ρήτορες, ποιητές
κι άψογους κι αψεγάδιαστους εργάτες και τεχνίτες.
Όλοι μαζί αυτοί εκείνα τα χρόνια τα παλιά εργαστήκαν με θέληση, υπομονή, επιμονή
έκαναν τη δύναμη τρανή δημιουργία και δημιούργησαν μια χώρα ζηλευτή, μια χώρα παινεμένη.
Έχτισαν εσένα Ελλάδα μου τη γη του Παρθενώνα, τη χώρα του πολιτισμού,
της δόξας, της ανδρείας, των Ολυμπιακών και της δημοκρατίας.
Συνέχιζαν να εργάζονται μ’ αγάπη με λατρεία και με φιλοπατρία.
Έφτιαχναν έργα ειρηνικά, ναούς, ηρώα, μνημεία, καλλιτεχνήματα,
κτήρια απαράμιλλα κι έγινες Ελλάδα μου μια ολόχρυση αυτοκρατορία
και άναψες τα φώτα σου και φώτισες όλη την Οικουμένη.
Κι έρχονταν φιλειρηνικοί λαοί για να σ’ επισκεφθούνε
ιδέες και διδάγματα πολιτισμού να πάρουνε και να σε μιμηθούνε.
Μα έρχονταν και βάρβαροι φιλοπόλεμοι με μίσος και κακία να
καταστρέψουν ήθελαν τα αριστουργήματα σου
να αρπάξουν και να οικειοποιηθούν τα έργα τα δικά σου
να κατακτήσουν τα ιερά τα άγια χώματα σου.
Πολλές φορές σε λύγισαν, γονάτιζες, όμως τα παλικάρια σου σε σήκωναν
πάντα όρθια κι εσύ ξαναγεννιόσουν μέσα από τις στάχτες σου,
τα ερείπια και τα χαλάσματα σου.
Κι άλλες φορές σε σκλάβωναν κι ήταν χειρότερη, η αδυσώπητη, η καταστροφική σκλαβιά
τότε που για τετρακόσια χρόνια ολόκληρα έζησες σκλαβωμένη,
μα μια φλογίτσα τόση δα έμενε αναμμένη πολύ βαθιά μες στην καρδιά ήταν καλά κρυμμένη.
Σιγά σιγά δυνάμωνε, μεγάλωνε έγινε τεράστια γεμάτη λάμψη
και φωτιά κι εσύ γίγαντας σωστός άστραψες και βρόντηξες,
πολέμησες γενναία λιονταρίσια και απελευθερώθηκες κι άρχισες
πάλι απ’ την αρχή κι άναψες φώτα ξανά.
Έγινε κράτος αυτόνομο, ανεξάρτητο, δυνατό και αναγνωρισμένο.
Όμως ποτέ δεν έλειπαν οι έριδες και οι αντιδικίες τα πάθη
των κατακτητών και οι φιλονικίες.
Η ιστορία σου γραμμένη είναι με αίμα, σελίδες έχει ολόλαμπρες
με δόξες και με νίκες κι άλλες σελίδες σκοτεινές που έχουν μόνον ήττες.
Σήμερα είσαι μια χώρα σύγχρονη μικρή μα η δόξα σου μεγάλη.
Η φυσική σου ομορφιά και τα χαρίσματα σου
μόνο σε σένα δόθηκαν κι είναι μοναδικά σου
και αγωνίζεσαι μ’ αξιοπρέπεια και σεβασμό να ζεις με στόχο
κι επιδίωξη πάντοτε την ειρήνη.
Κι έρχονται ακόμα οι λαοί οι φιλειρηνικοί και οι πολιτισμένοι
να δουν και να θαυμάσουν το μεγαλείο σου
κι ό,τι η φροντίδα και ο χρόνος
άφησαν από τ’ αριστουργήματα σου. Και ζεις!
Θέλημα του Θεού ποτέ να μην πεθάνεις γιατ’
είσαι η Ελλάδα, η χώρα που κράτησε και που κρατά
και θα κρατά πάντα ψηλά «της Λευτεριάς τη Δάδα».
Ευαγγελία Μπιλμέζη Παντελάκη
Η μάχη της Κρήτης
Αθάνατη του Κρητικού ψυχή, που δεν ελύγισες μ’ όσα κι αν σε βρήκαν,
σαν ήρθε η ώρα του Μαγιού κι αντάριασε ο ουρανός από τα στούκας.
Πέφτουν κοράκια απ’ τον ουρανό, πουλιά αρπαχτικά, μα δεν φοβάσαι.
Για βόλι έχεις περηφάνια, λεβεντιά, όπλα σου γίνονται οι πέτρες κι εκδικάσαι.
Τουφέκια εσύ δεν είχες ισχυρά σου φτάνουν τα δρεπάνια και τα ξύλα
και τα κοράκια ρίχνεις κατά γης πριν να προλάβουν να μολύνουν την πατρίδα.
Ιφιγένεια Μπομπολάκη Βουρδουμπά
Σκλαβωμένα πουλιά
Στα σκοτεινά δουλεύουνε με μαστοριά διαβόλου
δίχως σημάδια τσ’ Ανθρωπιάς, δίχως ντροπή καθόλου
και “κλείνουνε στα σίδερα” άπονα τη ζωή σου
μικρό, αδύναμο “πουλί”, που σ’ ηύραν του χεριού τους…
… και πότε στέκεσαι βουβό, περίσσα πονεμένο
πότε γυρού τα σίδερα βαρίσκεις μανιασμένα
μες στη βαθιά σου απόγνωση, ψυχή τρικυμισμένη
και ψέγουνε τον τύραννο τα κελαηδήματά σου
π’ ώρες κατάρες μοιάζουνε, φορές με βαρυγκώμια
φορές μοιρολογήματα, μα πάντοτε με πείσμα
γυρεύεις τα σου πήρανε, αρνείσαι τα σου δώσαν!…
Να ‘χα περίσσια δύναμη, τα πράγματα ν’ αλλάξω
και ν’ αναγκάσω τσ’ άκαρδους -του κόσμου τα Γεράκια-
να πάψουν πια τα δολερά, τα μυστικά “παιχνίδια”
που παίζουν ασταμάτητα λαούς ν’ “αλυσοδένουν”
και κάνουν κόλαση τη Γη, για τ’ άνομα συμφέρα!
Ν’ αλλάξει ο Κόσμος πρόσωπο…
Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη
Προτροπή
Μες στου τοπίου τη σιωπή
να υψώνεται η σκέψη
ως αγαθή μας προτροπή
κι επιτυχίας στέψη!
Στην απραγία, στη σιγή,
των αματιών μας τέρψη
καθώς χαράζει η αυγή
καθείς που θα πιστέψει!
Τώρα που οι τοίχοι μας κενοί
λευκό χαρτί κι η πλάση
που περιμένει να φανεί
η ελπίδα να χαράξει!
Να ζωγραφίσει ζωντανή
εικόνα να τη φτιάξει,
νάναι η ζωή μας η καινή,
καινή κτίση κι η πλάση!
Και όσα Εκείνος έχει πει
τα πραγματώνει πάλι,
ο Ζώντας Λόγος στη σιωπή
όπου ποτέ δε σφάλει!
Κι αν μελετήσαμε κενά,
κι αν αγαπούμε το ψεύδος,
στεκόμαστε όμως ξανά
στης Πίστης μας το κέρδος!
Κι απλώνεται αληθινά
των αγαθών το εύρος,
που άφθαρτα όλα και καινά
δίπλα μας, παραπλεύρως!
Σε τράπεζα με αγαθά,
κοινή η χαρά στις όψεις,
Φως στις γωνιές, στα χαμηλά,
και ήλιος στις προσόψεις!