Δίσεκτος χρόνος 2020 μ.Χ.
Ο Νέος Χρόνος φάνηκε στσ’ Ανατολής τη βίγλα,
κρατάει στη φαρέτρα του μια μέρα παραπάνω
και λέει με παράπονο σ’ανθρώπους και σε Φύση:
« Μη με φοβάστε άνθρωποι, δέντρα, πουλιά κι αγρίμια
σαν έχω στη φαρέτρα μου μια μέρα παραπάνω,
που’ ναι αιτία Δίσεκτο με τρόμο να με λέτε,
και “φτύνετε στον κόρφο σας” όλοι σας, και το βλέπω
πως με θωρείτε γρουσουζιάς, κακοτυχιάς αιτία.
`Εχω μονάχα να σας πω, πως είστε λαθεμένοι,
για δεν υπάρχουν Δίσεχτοι καιροί, χρόνοι και ώρες.
Δίσεχτοι είν’ οι άνθρωποι που φτιάχνουν τους κανόνες,
και στο καλό και στο κακό κείνοι αφέντες είναι,
και διαφεντεύουνε ψυχές, όρη, βουνά κι αγρίμια,
τη θάλασσα, τον ουρανό, κ’ αυτή την ύπαρξή τους
με τις διαβολομηχανές που φτιάζουν νύχτα – μέρα…
Μα ο χρόνος είν’ ένας τροχός, αιώνια που γυρίζει
κάθε στροφή και “παρελθόν”, κάθ’ ερχομός και “μέλλον”,
το μεταξύ διάστημα ορίζεται “παρόν” σας.
Ρίχτε λιθάρι λησμονιάς στ’ αρμί του “παρελθόντος”,
αγάπης σπόρο σπείρετε στα μέρη του “παρόντος”
να’ χετ’ ελπίδας προσμονή αύριο, εις το “μέλλον”,
κ’ αφήστε τις αθιβολές για Δίσεχτους σας χρόνους
σαν είν’ ο χρόνος είς τροχός, τίποτα παραπάνω!…»
Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας
Μέλος της «Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων»
Eυχές από τη σάτιρα
για γέλιο – χαρά και ευτυχία
Χρόνια πολλά “απ’ τη Σάτιρα” φίλοι αγαπημένοι
και την καινούρια τη χρονιά να ζούμε ευτυχισμένοι.
Να’ χουμε όλα τα αγαθά, χαρά υγειά και ομόνοια
και να τη θάψουμε βαθειά τη δολερή διχόνοια.
Μα επειδή με τις ευχές μονάχα δεν μπορούμε
όσα’ χαμε και χάσαμε και πάλι να τα βρούμε
τις αντοχές του Έλληνα αρκεί να θυμηθούμε
και να γελούμε πάντοτε με τα παθήματά μας
ασχέτως πως δεν γίνονται ποτέ μαθήματά μας.
Παύλος Πολυχρονάκης
«Άρχοντας χαροποιός της Εκκλησίας μας»
(για να κάνω χρήση των γαλονίων μου που λένε και στο Στρατό!)
Πέρα στην Κρύα Βρύση
Στην λαγκαδιά ξεκίνησα να πάω, στην κρύα βρύση,
όπως και τότε που ήμουνα ξυπόλυτο παιδί,
να πιώ το κρύο της νερό τη δίψα μου να σβήσει
κι ανέβαινα στης μυγδαλιάς το πιο ψηλό κλαδί.
Μα βρήκα το στρατί κλειστό με βάτα, χερσωμένο,
και μι’ αγριάδα ένιωσα γύρω μου παγερή.
Το ρέμα το ‘βρήκα ξερό με μούσκλια σκεπασμένο
και την ιτιά τη γέρικη χωρίς φύλλα ξερή.
Μα βρήκα όμως τα πουλιά – παλιές γλυκές μου αγάπες-
κι ήταν σαν να μου έλεγαν «γιατί άργησες να ‘ρθεις;
Τα εκκλησάκια ρήμαξαν δεν πάνε πια διαβάτες,
μην πας, μπρος σε χαλάσματα του χρόνου θα βρεθείς.»
Την πέτρινη βρυσούλα σου την σκέπασαν αγριοδέντρα,
μήτε την κούπα της θα βρεις την έκρυψαν οι βάτοι,
μήτε τη χλόη τη δροσερή που έκανες για κρεβάτι…
‘Κει βασιλεύει η σιγαλιά κι η ερημιά είναι αφέντρα.
Τώρα αν θα πας, θ’ αφουγκραστείς το γάργαρο νερό της,
σαν μοιρολόι να σου λέει «λείπεις πολύ καιρό…»
Τα φύλλα της αμυγδαλιάς που στέκει στο πλευρό της
θα σου το πουν «μας ξέχασες…» με θρόισμα ελαφρό.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
Ελληνικός πολιτισμός
Απού την αρχαιότητα ως τσοι δικές μας μέρες
πέρασε ο Ελληνισμός κινδύνους και φοβέρες.
Τα χρόνια τσ’ αρχαιότητας δημιουργίες είχαν
έργα τρανά και θαυμαστά κληρονομιά τ’ αφήκαν.
Οι νιες γενιές τα βρήκαμε στον κόσμο σκορπισμένα
και προσπαθούμε σήμερο να ‘ρθουνε τα κλεμμένα.
Τα κράτη που τα έχουνε και τα ‘χουν σε μουσεία
θέλουν να τα βαστήξουνε γιατ’ έχουνε αξία.
Εκείνοι που τα φτιάξανε και τα δουλέψαν χρόνια
πίστευαν πως θα μένουνε στη χώρα μας αιώνια.
Για να τσοι μακαρίζουμε ούλοι δικοί και ξένοι
κι η χώρα μας νάναι καλά κι αυτοί ευχαριστημένοι.
Του κόσμου ούλου οι λαοί που ‘ρχουνται καμαρώνουν
θαυμάζουνε πολιτισμό ποτές τους δε τελειώνουν.
Μόνο εμείς ξανοίγουμε κι αλλού θαρρώ θωρούμε
έχουμε ετσά πολιτισμό και δεν το εκτιμούμε;
Ο τουρισμός που έχουμε κι έρχουνται κάθε χρόνο
θαρρούμε ότι έρχουνται να δουν τη χώρα μόνο;
Αυτή ‘ναι μια εκτίμηση απου πολλοί την κάνουν
την ιστορία ξέρουνε τ’ αρχαία μας θαυμάζουν.
Θέλουν να δούνε τα παλιά να τα φωτογραφίσουν
που δε θα ξαναγίνουν πια όσα χρόνια κι αν ζήσουν.
Μαδαρίτης
Ριζίτικο – Ρίμα
Να φάω θέλω και να πιω και θα χαροκοπήσω
κι απου τ’ αρέσω αρέσω του, πάλι ας μου πει να φύγω.
Να πάω σ’ άλλη γειτονιά να πάω σ’ άλλη ρούγα
να δω κοπέλες έμορφες, γέρους αγωνιστάδες.
Να δω ομορφοπαλίκαρα με τσόχινα ντυμένοι
νάναι καλά ντυμένοι, να πιάσουνε εις το χορό
να ‘ναι ξεδιαλεμένοι, να ξεσταθούνε οι άρχοντες
να ξεσταθεί ο κόσμος, να ξεσταθεί και μια ξαθή.
Μαντινάδες
Χίλιως καλώς το βρήκαμε του φίλου μας το σπίτι
απού ‘χει όλα τα καλά και πράμα δεν του λείπει.
Όμορφα που τραγούδησες ωραίο παλικάρι
θα σε παρακαλέσωμε να τραγουδήσεις πάλι.
Ο φίλος μου θα πει και τα ριζίτικα
που πάντα κείνος ξέρει
από παλιά τον ήξερα σ’ αυτά είναι ξεφτέρι.
Ήρθα και στα Καλάβρυτα κι ήθελα να ξανάρθω
δά που ‘χω την όρεξη και πρίχου να γεράσω.
Σα μπας στον Αποκόρωνα έλα και στο χωριό μου
να δεις και πώς γλεντίζουνε στον τόπο το δικό μου.
Από μακριά σου φαίνεται κι από κοντά σου δείχνει
πως είσ’ από καλή σειρά κι από μεγάλο σπίτι.
Γνωμικά
– Μ’ όποιο δάσκαλο θα κάτσεις τέθοια γράμματα θα μάθεις.
– Δεν το ‘χω πως γερνώ μόνο πως μαθαίνω
πράματα που έμαθα καλά ‘ναι να τα ξέρω.
Ο Ριζίτης Μ.Τ.