Η γιορτή του πατέρα
ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ
H μάνα λένε είναι μια, μάνα, μαμά, μητέρα
μα λέξη δεν ακούστηκε ποτέ για τον πατέρα.
Κι ας είναι εκείνος που γεννά, αφού η μάνα τίκτει
κι ας έχει μόνιμα ανοιχτό, τσ’ ασφάλειας το δίχτυ
Απού στηρίζει σπιτιτό , θέρος μα και χειμώνα
και καμαρώνει σαν τον πουν, προστάτη και κολόνα.
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ
Έλα πατέρα στο όνειρο, τη συντροφιά σου να ‘χω
και πες μου μην ανησυχείς, εγώ παιδί μου υπάρχω !
Θάσαι το αίμα τση καρδιάς, στον πνεύμονα οξυγόνο
και θα αναπνέω στη ζωή ,για να γροικώ εσένα μόνο
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ
Μια νύχτα με πανσέληνο ,ωσάν κι απόψε θα’ρθω
για να σου πώ πως σ’ αγαπώ, και πως για σε υπάρχω!
Ακόμα και το αίμα μου, σου δίνω για να ζήσεις
και θα υπάρχω συνεχώς ,μες τις δικές σου αισθήσεις !
Μόνο όταν είμαστε μαζί, ό,τι καημό και να ‘χω,
έχει η ζωή μου νόημα ,και νιώθω πως υπάρχω !
Κι όταν θα πάω μακριά ,στο μακρινό ταξίδι,….
Ήλιος η σκέψη μου ,το φως της θα σου δίδει
Να μη γνωρίσεις σκοτεινιά, να μη γνωρίσεις πόνο
Λουλούδια μύρα τσ Άνοιξης , νάναι η ζωή σου μόνο!
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ
Όμορφα πουν τα λόγια σου ,και οι ευχές σου μέλι,
Εις τη ψυχή και στη ζωή, κάθε παιδί τα θέλει!
Για μένα φώς ανέσπερο, πατέρα η μορφή σου
Γι αυτό κι εγώ Σ’ ευχαριστώ, σήμερα στη γιορτή σου
ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΙ ΕΓΩ… ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΙ ΕΣΥ… ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ
Παιδιά μου μέσα στη ζωή ,τη μέρα και το βράδυ
σαν άνεμο θα νιώθετε… το πατρικό μου χάδι
Ιούνιος 2021
Νικόλαος Φλεμετάκης
“Η θάλασσα…”
Θάλασσα ακίνητη, κείται ουδέτερη
ως κάτοπτρο μας των κτισμάτων,
κι οι πράξεις μας σε ολισθημάτων,
ως βράχοι κείνται στο βυθό της…
Και καθρεπτίζονται κείθε ημέτεροι
πύργοι της “δόξας” μας,
κι εξαϋλώνονται
στο άξαφνο φως της…
Και αναφαίνονται, ως είναι διάφανη,
πολύχρωμα της δημιουργήματα,
ζωή κρυμμένη,
κι ό,τι απομένει…
Και επιπλέουν στην επιφάνεια,
πάντα τα έργα μας, κάνοντας σήματα
στην εποχή μας, στ’ άφαντα κύματα
και στην αδράνεια…
Ούτε ανάβλυσε, ούτε ταράχτηκε
πάσα η θάλασσα καταστροφές μας,
μόνο τραβήχτηκε, κι ούτε σείστηκε
στις προσβολές μας.
Θάλασσα ακίνητη, κείται ουδέτερη
προς τις ζωές μας,
κι είναι φιλήσυχη, κι ήταν φιλάνθρωπη
απ’ τις αρχές μας!
Κι έτσι φυλάχτηκε για τα απώτερα,
για τα μελλούμενα μες στις αυγές μας,
μόνο καθρέπτισε τα επουράνια
στις εποχές μας!
Κι έτσι φυλάχτηκε κι αυτή γι’ αργότερα
με της ζωής μας την μετανάστευση,
με τα νερά της ημερότερα
να περιμένει την Ανάσταση!
Λένα Αλυγιζάκη
Ο Γέροντας της Κρήτης
Παιδάκι που γεννήθηκε, έντεκα του Γενάρη,
χιλ’ εννιακόσια έντεκα, είχε Θεού τη χάρη.
Χωριό του Αποκόρωνα, γνωστό ως Νεροχώρι,
ο τόπος που ‘ρθε στη ζωή, εκείνο το αγόρι.
Λίγο προτού να ενωθεί, η Κρήτη με τη Μάνα,
μεγάλωνε μα μέσα του, χτυπούσε μια καμπάνα.
Από την οικογένεια, σωστές επήρε βάσεις,
που τις εκαλλιέργησε και πήραν διαστάσεις.
Από μικρό φαινότανε, πως το παιδάκ’ εκείνο,
θα έρθει κάποτ’ η στιγμή να λάμψει σαν τον κρίνο.
Σε ηλικία αύξανε και γνώριζε τον κόσμο
κι όπου περνούσε άφηνε, μια μυρωδιά ‘πο δυόσμο.
Σπούδαξε κι ακολούθησε, μετά ιεροσύνη
και γλίτωσ’ από Γερμανούς, με Επισκόπ’ ευθύνη.
Εκλέχθηκε Επίσκοπος, Κισσάμου και Σελίνου
και άρχισε το έργο του, με όραμα Εκείνου.
Που μας τον έστειλε εδώ, για να μεγαλουργήσει,
το ράσο που εφόρεσε περίσσια να τιμήσει.
Δυο επαρχίες άλλαξε, μέσα σε δέκα χρονιά
απ’ το μηδέν ξεκίνησε και έκανε… σαλόνια.
Ο κόσμος τον επίστευε και τον ακολουθούσε,
πανζουρλισμός γινότανε, απ’ όπου επερνούσε.
Το Σέλινο κι η Κίσσαμος κι ολόκληρη η Κρήτη,
παράδειγμα τον είχανε, σωστού Μητροπολίτη.
Μα να τον βγάλει θέλησε η Χούντ’ από τη μέση
και στην Ευρώπη του ‘βρηκε, πολύ μεγάλη θέση.
Όμως αργός δεν έμεινε, στη θέση του τη νέα,
σε άγνωστα πέφτει νερά, μα χάνεται γενναία.
Πέτυχε ν’ αναγνωριστεί, τ’ ορθόδοξο το δόγμα
κι μετανάστες Έλληνες, δεν το ξεχνούν ακόμα.
Μα η παλιά Μητρόπολη, τον εκαλούσε πίσω
κι έκαν’ αγώνες επικούς, θα ‘πρεπε να τονίσω.
Με τα πολλά κατάφερε, να τονε φέρει πάλι,
εδώ που τον περίμενε μια ανοιχτή αγκάλη.
Το έργο του συνέχισε, με ζήλο και μεράκι
κι έφθαν’ απ’ όλο το Ντουνιά, ζεστό το παραδάκι.
Όλοι εμπιστευότανε, τον Γέροντα Δεσπότη,
τα έργα του φαινότανε, με τη ματιά την πρώτη.
Να τ’ αναφέρω θα ‘τανε, πλεονισμός νομίζω,
όλοι μας το γνωρίζουμε, μονάχ’ αυτό θυμίζω.
Γέροντας αποσύρθηκε, σ’ αδελφικό του σπίτι
και πέρασε τα εκατό, έπιασε Ψηλορείτη.
Δικαίως ακουγότανε και σαν παππούς τση Κρήτης,
ώσπου επέρασ’ ο καιρός, ο κοσμοκαταλύτης.
Ο Πλάστης τον εκάλεσε κι έφυγε στα Ουράνια,
μα όλοι νιώθουμε γι’ αυτόν, σήμερα Περηφάνια.
Εννιαχωριανός
Η κατανόηση τση Ιστορίας
Εδά όπως λένε τα σκολειά τέλεια λουτρουγούνε
και πρέπει τα κοπέλια μας καλύτερα να βγούνε.
Το πρώτο πράμα κάθα εις απούπρεπε να μάθει
είναι η γιστορία μας για να μην κάνει λάθη.
Λάθη που κάνει ο λαός έβλαψαν τη ζωή ντου
να τάχει για παράδειγμα να σώζει τη ζωή ντου
να τάχει για παράδειγμα να σώζει τη φυλή ντου.
Θα πρέπει κάθε άθρωπος στο νου ντου πάντα νάχει
αγάπη και ομόνοια που διώχνει ούλα τα πάθη.
Ο κάθα εις συμπέρασμα θα τουπρεπε να βγάνει
πάντοτε στην πορεία ντου αυτό μόνο να κάνει.
Η γιστορία απού ξαρχής ετσά μονάχα λέει
μόνο κακό που έκαμε το έθνος μας να κλαίει.
Όσον καιρό μονιάζουμε και ζούμε με ομόνοια
εκείνανα που κάμαμε πομένουνε αιώνια.
Γενίκαμε παράδειγμα σ’ ούλο τον άλλο κόσμο
δοξάσαμε τη λεφτεριά, πίστη, θρησκεία μόνο.
Εμείς τρανό παράδειγμα έχουμε τσι προγόνους
θωρούμε τι μας έφεραν διχόνοιες και πόνους.
Σήμερο αν το κατέχουμε πώς είμασ’ ενωμένοι
πρέπει νάχουμε πρόοδο πραμ’ άλλο δε πομένει.
Δουλειά με δράση κι αθρωπιά καθένα μας δεσμεύει
μια πίστη και καλή καρδιά το χρόνο να ξοδεύει.
«Μαδαρίτης».
Το αδιέξοδο
Τα συναισθήματα ξεπερνούν την καθημερινότητα.
Χτίζει ο καθένας τ’ οχυρό του. Βυθίζεται
στη νάρκη του.
Στους δρόμους επαιτεία των ευαίσθητων,
χασμωδία κενού, ώρες παγωμένες στο
νου και στην καρδιά.
Αδιαφορώ για το πως οι άλλοι με
βλέπουν, αρκεί που εγώ αισθάνομαι τον
εαυτό μου.
Λυρικά λόγια γράφω στους τοίχους τούς
ασβεστωμένους με κόκκινη μπογιά.
Διαρκεί η μέρα μου, μια στιγμή κι η
τεμπελιά μου μ’ αποπροσανατολίζει.
Για το πόσο μόνος είμαι, ρωτάω τα
νυχτοπούλια που με τα φτερά τους
σαρώνουν τους δρόμους της πρωτεύουσας.
Μετράω τα 25 μου χρόνια, τις
σκέψεις και τις προσδοκίες για τον
καινούριο χρόνο.
Κάπνισα ατελείωτα λίγο πριν το
αδιέξοδο κι όταν δεν μπορούσα πια
να προχωρήσω, το χέρι του Θεού
μ’ έπιασε και με ‘βαλε ξανά
σε τροχιά γύρω από τη γη, μαζί
με τους πολύχρωμους δορυφόρους.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Μάχη Κρήτης
Μαύρα πουλιά στον ουρανό της Κρήτης εφανήκαν.
Πάψαν τ’ αηδόνια να λαλούν τα δέντρα μαραθήκαν.
Νόμισες Χίτλερ πως θα μπεις στην Κρήτη καβαλάρης,
τα Ιερά και όσια αναίμακτα να πάρεις.
Στα χίλια εννιακόσια εις το σαράντα ένα
στη Κρήτη ‘πέσαν Γερμανοί και ‘βαψαν τη στο αίμα.
Στις 21 του Μαγιού οι ουρανοί ανοίξαν,
πέσαν κουρσάροι σα βροχή Κρήτη και σε πατήσαν.
Νόμισες Χίτλερ πως θα μπεις στην Κρήτη νοικοκύρης,
στου Βενιζέλου το νησί να σκύψει ο Ψηλορείτης.
Χίτλερ φαίνεται ασπούδαστος, εμπήκες στον αγώνα
το πάθημα σου αξέχαστο θα μείνει στον αιώνα.
Ιφιγένεια Μπομπολάκη- Βουρδουμπά
Η Μάχη της Κρήτης
Άνιση και παράδοξη μάχη εις τον αιώνα, στην Κρήτη απάνω
εγίνηκε στο τιμημένο χώμα.
Στα χίλια εννιακόσια εις το σαράντα ένα, είκοσι ήταν του Μαγιού
Τρίτη αποφράδα μέρα.
Πέφτουν πουλιά απ’ τον ουρανό, αρπαχτικά γεράκια, μ’ όπλα και
μπαρουτόβολα την Κρήτη για να κάψουν.
Που πας Γεράκι του Μαγιού, μ’ έπαρση και βιασύνη; Άγρυπνοι σ’
ανειμένουνε οι φρουροί τση Ρωμιοσύνης.
Τα χρόνια δεν λογιάζουνται, μου δ’ οπλα δε μετρούνε, μόνο
αθάνατες ψυχές με πέτρες πολεμούνε.
Άοπλοι μπαίνουν στη φωτιά, με τση Καρδιάς τη φλόγα, που
κατακαίει τσοι τσ’ εχθρούς, κι αφήνουν το τα όπλα.
Βάφτηκαν απ’ το αίμα τους, οι πέτρες και το χώμα στο Μάλεμε το
μαρτυρούν οι τάφοι τους ακόμα.
Μα τι τραγούδια ειναι αυτά καμιά φορά διαβάζω ένα στίχο και οι άνθωποι ακούγονται συγκινημένοι