Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Ποιητικοί περίπατοι: Η εντροπία των ρολογιών

» Γρηγόρη Γ. Γεωργουδάκη

Έναν προβλεπτή κι έναν οραματιστή χρειαζόμαστε
να λουλουδίσει ο τόπος
(“Αντικατοπτρισμοί”)

Μέχρι τότε, μπορεί -όποιος θέλει- ν’ αναζητήσει στο ημίφως της λήθης, αναμνήσεις, που αναταράζουν τα τέλματα που συσσωρεύονται στο νου και τον βασανίζουν… Μπορεί ακόμη, να ανατρέξει στον κόσμο, που ξέρει να ηρεμεί την ψυχή, με τον λόγο, την ομορφιά της εικόνας και τους απόκοσμους ήχους. Μπορεί να επαναπαυτεί στην αγκαλιά της Φύσης, που ποτέ δεν έπαψε να εμπιστεύεται ως έμπνευσή της μια άλλη ύπαρξη, πιο απροσδιόριστη, αφηρημένη ως έννοια κάπως μα, καταλυτική, παντοδύναμη, ως επιρροή πάνω σε ευαίσθητους μαχητές, για την κατάκτηση ευγενικών αγαθών, για την ενσάρκωση ονείρων, που λαμποκοπούν στο απλησίαστο και ανέφικτο…Και όλα ξεδιπλώνονται για χάρη της, σαν σπουδή στην υπερηφάνεια και τη μοναδικότητά της…
Είσαι πίσω από την πηγή των χρόνων
το ρίγος από το ζεστό νερό του ήλιου
αραχνοΰφαντο πέπλο που μαγεύει τον ουρανό
μήτρα των μεγάλων γαλάζιων ονείρων
Μέσα σου συναρμολογείται το θαύμα
η μεγαλειώδης ενατένιση του γαλαξία.
Φωτίζεις το μυστηριακό σκότος τ’ ουρανού
του κόσμου το χαμόγελο σε κάθε μέρα που ξημερώνει.

Απόσπασμα από το ποίημα «Γυναίκα». Σε πολλά, θα συναντήσει ο αναγνώστης την οπτασία μιας ανάμνησης, τη νοσταλγία μιας φιλικής μορφής, την αγάπη τη βαθιά και ατέλειωτη στη μάνα, στις παρουσίες, που σημάδεψαν και είναι ακόμη μέρος της ζωής και της θύμησης.
Η «απουσία» είναι γραμμένη για την ακριβή του κόρη.

Περιμένω να γυρίσεις
κρατώ την αναπνοή… μην οξειδωθώ στη θλίψη
να σε βλέπω, να σ’ ακούω, να σε νιώθω.
Ο χρόνος φεύγει ανάμεσα στα δάχτυλά μας.
Τα δέντρα χαιρετούν τρικυμίες.
Τώρα ποιος ξέρει το τραγούδι του κοκκινολαίμη
που έβαψε το απόγευμα;
Τι πιο γλυκό για ένα πατέρα, όπως ο Γρηγόρης, από το να εκφράζει την αγάπη και την αγωνία για το παιδί του που βρισκόταν μακριά του… Όπου και αν ήταν, το ίδιο θα ένιωθε.
Οι αποστάσεις εμποδίζουν τη φυσική ορατότητα.

Διάχυτη η τρυφερότητα και ο θαυμασμός στην υπέρτατη πηγή Ζωής, τη μάνα. Ανάμεσα σε άλλα…
Όταν πίνεις νερό μιλούν ποτάμια, οι πηγές τα χιόνια
κι όταν το ψωμί γεύεσαι, στάχυα και αλωνίσματα λιχνίζουν
όταν τα πουλιά, τον ουρανό φτερά, παραμύθια και ποιήματα
Ποτέ δεν φεύγει η μάνα, πάντα στον ύπνο μας γυρίζει.
Σε μία «απουσία» είναι σπαρακτικές οι λέξεις. Γνωρίζει την ποιητική γλώσσα και τη χειρίζεται τέλεια, ο ποιητής μας. Συγκινεί και παρασύρει σε ταξίδια του νου, σε πτήσεις μακρινές.

Μ’ άφησες στην ερημιά
τριγύρω χορός των κυπαρισσιών
γερασμένων στις θύελλες, τους κεραυνούς
τα γυμνά μέλη τους είναι φόβος.
Τώρα η μέρα είναι από γυαλί
μη και από στιγμή σε στιγμή
σπάσει ο εύθραυστος κόσμος.
Ποίηση, είτε συμβολική ή ρεαλιστική, είναι διαποτισμένη με άκρατη ευαισθησία και νοτισμένη με τον λυρισμό που χαρακτηρίζει ως αρμονικούς τους στίχους, που τη συνθέτουν. Όμως, όπως η ζωή, η ποίηση δεν αποκαλύπτει αισθήματα, δεν είναι μόνο χαρά, θλίψη ή νοσταλγία. Δεν χρωματίζεται από τα πέταλα λουλουδιών, δεν φτεροκοπά στις καρδιές των ανθρώπων, όπως τα πουλιά στον ουρανό. Είναι και αναζήτηση και αγώνας της εντόπισης της δικαιοσύνης, της κατάκτησης της λευτεριάς της επικράτησης -σε αβυσσαλέες, αμφίβολης τύχης συγκρούσεις, μεταξύ των λαών- εκείνου που θα υπερισχύσει. Δεν είναι πάντα αυτός που θα επιβληθεί ο «δικαιωμένος».
«Άρμα Μάχης». Λήθη σε χίλιους θανάτους, δεκάδες καθημερινούς.
…………………..

Σταμάτησαν της λογικής οι δείχτες, σιωπούν οι ώρες.
Σταμάτησαν οι ομιλίες, οι χειραψίες και οι εναγκαλισμοί.
Σταμάτησε το νερό, μετέωρο στα χείλη κάθε ιστορίας
μιλεί ξανά το άγριο ένστικτο του κυνηγού του φοβερού.
Έτσι, απλά ξετυλίγει, ο ποιητής, τον πάπυρο της ιστορικής αλήθειας που επαναλαμβάνεται. Μα, μήπως και σταμάτησαν ποτέ οι πολεμικές ιαχές; Μετακινούνται, μεταφέρονται από γη σε γη και σκοτεινιάζουν τον αγέρα. Πάνω απ’ όλα, αυτή η ζωή συνεχίζεται. Με τους χωροχρόνους που κουβαλά ο καθένας. Άλλοι τον πάνε πίσω και ονομάζονται αναμνήσεις. Άλλοι, τον οδηγούν μπροστά και λέγονται όνειρα. Υπάρχουν και οι στιγμές του παρόντος, μυστήριες και αιφνιδιαστικές.
Βαθιές οι μνήμες, δυνατές οι εικόνες των προσώπων που έφυγαν, αφήνοντας πίσω όλα τα άψυχα υπάρχοντα, που μοιάζουν να μην έχουν καμία αξία. Τα προσπερνά αδιάφορα ο χρόνος όμως, πληγώνουν ή συγκινούν την ψυχή αυτών που ξέρουν, αυτών που θυμούνται την πολυτιμότητα των κατόχων τους.
Αναδύονται αεροστεγείς οι σάκοι
από τα βάθη του χρόνου μπλάβου.
Άραγε, τι να θέλουν, ποια νύξη, ποια δικαίωση;
…………………………..
Ο θάνατος να ΄χει άραγε τις αρετές μας εξορύξει;
Θα πάρουνε οι Λέξεις ξανά το νόημά τους;
Η Νέμεσις βαρύ βαστά το δόρυ της σε πόλη άδεια.
Θα ήταν άδικο για τον ποιητή, Γρηγόρη Γεωργουδάκη, να μείνει κάποιος με την εντύπωση, πως “μάστορας” μόνο της βαθυστόχαστης και συμβολικής -για λίγους- ποίηση. Είναι διάχυτη σε πολλά, της ποιητικής συλλογής του, ποιήματα, η χαρά της ζωής, σε τόνους, όμως, συγκρατημένης κάπως αισιοδοξίας. Είναι χαρακτηριστικό των σκεπτόμενων, ρομαντικών ποιητών αυτή η έκφραση, αλλά και η πίστη στην αιώνια ομορφιά!
Όμορφη μέρα με τα θέλγητρά της να ΄ναι.
Η νέα στροφή της γης γύρω από τον ήλιο.
Οι ανάσες να πορεύονται ακμαίες.
Ήρεμες προς το δειλινό του κόσμου. (Απόσπ. από «Νέος Χρόνος»).
Έρχονται οι νέες μέρες για τα όνειρά μας.
Λόγια, σημαίες, τραγούδια, ζωγραφιές.
Σε γαλάζιο ουρανό να γαληνέψει ο κόσμος (Απόσπ. από «Χειμώνας»)
Μία «Απόφαση» χρειάζεται… «Λύσε τους κάβους ν’ ανοίξουμε φτερά.
Σε γαλάζιο διάστημα να ταξιδέψουμε…»

Αγαπητέ Γρηγόρη… Για την αγάπη, την Ειρήνη και τον Άνθρωπο!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα