Ενας ακόμα ύμνος για τη λάμψη του
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ο μεγαλύτερος Νεοέλληνας, όχι μόνο πεζογράφος αλλά και ποιητής, κατά την αρκετά γνωστή και θρυλική πια παραδοξολογία του αγαπημένου του φίλου Μιλτιάδη Μαλακάση. Που λόγω της ημερομηνίας του θανάτου του (3/1/1911), υποκύπτουμε ξανά στη γοητεία της φωτεινότητας του άστρου του.
O Παπαδιαμάντης, ο γλυκύτατος, τρόπον τινά, εθνικός μελωδός μας. Ένας όντως ταπεινός άνθρωπος, που με την άκρως χαριτωμένη γραφίδα του, δώρισε στην πολυαγαπημένη του Ελλάδα, τόσα και τόσα αριστουργηματικά πεζογραφήματα μα και αρκετά ποιήματα, θρησκευτικής υφής, συνάμα. Ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο βαθύς γνώστης του Ευαγγελικού Λόγου, ο υιός ιερέως, που μικρός εζωγράφιζε Αγίους και έπειτα, ως λέγει, έγραφε στίχους. Αυτός ο μεγάλος άνθρωπος, που άλλο πόθο δεν είχε, παρά μια ζωή, να υμνεί μετά λατρείας τον Χριστό, να περιγράφει μετ’ έρωτος τη φύση και να ζωγραφεί μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. Αυτός ο χαμηλοφρονών, κατά τη θρησκευτική έννοια πάντα, κατά πού πρέπει βεβαίως να είναι και κάθε άνθρωπος, ως εκ χώματος πλασθείς και προσωπικές αδυναμίες φέρων. Αυτός, ο κυρ Αλέξανδρος, με το αλλεπάλληλο σιγαρέτο στο στόμα και με τον βυθισμό των σκέψεων του, τον έντονα καθρεπτισμένο, στο ανεξερεύνητο και αγιασμένο του πρόσωπο, κατά τη χαρακτηριστικότατη περιγραφή του Μαλακάση.
Ο Άγιος των ελληνικών γραμμάτων, ο πνευματικά ασύγκριτος κοσμοκαλόγερος μας, που έφυγε από τον μάταιο ετούτο κόσμο, στο όμορφο του νησί, στη Σκιάθο, στις 3 Ιανουαρίου του 1911, σε ηλικία μόλις 60 ετών. Ο κορυφαίος λογοτέχνης μας, που σαν μαθαίνεις καλύτερα τη ζωή του, σαν διαβάζεις τα έργα του, αλήθεια πελαγοδρομείς και χάνεις τα λόγια σου και αναρωτιέσαι με σεβασμό και ψιθυριστά, ποιος σήμερα στ’ αλήθεια, συγγραφέας ή ποιητής, ποιος, ποιος σαν τον Παπαδιαμάντη;
Μάλιστα, ιδιαίτερα σήμερα, στους ταραγμένους και άγριους καιρούς μας. Που τόσο πολύ έχουμε οι σημερινοί άνθρωποι μεταλλαχθεί αρνητικά, σήμερα που ω, «o tempora o mores», άπαντες σχεδόν υμνούμε την ευδαιμονία, τη σαρκολατρεία, το φάγωμεν, πίωμεν, αύριο γαρ αποθνήσκομεν, ω, για δες πώς, αυτός ο μέγιστος λογοτεχνίτης, ο ελληνορθόδοξος Παπαδιαμάντης, πώς πριν από ενάμιση αιώνα, εξυμνούσε σθεναρά, τις όντως αιώνιες αξίες, την πίστη, την ευλάβεια, την ταπείνωση. Να, ας δούμε αμέσως, πώς παρακαλεί τον Θεό και τους Αγίους του, ας πάρουμε κάποια μικρά δείγματα της καθαρής ψυχούλας του, πάμε.
Νάτος, που παρακαλεί λοιπόν πρώτα πρώτα, τον μεγαλύτερο πάντων των γεγενημένων, τον Τίμιο Πρόδρομο, τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, αυτός ο αλησμόνητος κυρ Αλέξανδρος, υπερασπιζόμενος όπως πάντα την αλήθεια των διαφόρων καταστάσεων και συμπάσχων με τους συνανθρώπους του, αναγνωρίζοντας την καθημερινά αυξανόμενη μοναξιά τους.
Από την ερημία σου Άι Γιάννη
που ήχησε το πάλαι η φωνή σου
θυμήσου μας κι εμάς, κι εμάς λυπήσου
που λυώνουμε μέσα σε μια ερημία
γεμάτην από πληθυσμό ανθρώπινον.
(Από το θρησκευτικό ποίημα του, «στον Πρόδρομο στον Ασέληνο»)
Και συνεχίζει ο ταπεινός εργάτης του πνεύματος, ο γνήσιος γιος της ορθόδοξης Εκκλησίας, ο συνετός απεικονιστής της εκπεσούσης, της φθαρμένης ανθρώπινης φύσης, συνεχίζει λοιπόν.
Το πνεύμα μου ιλιγγιά, ω Κτίστα των αιώνων,
δεν έχω άλλ’ η δάκρυα να σοι προσφέρω μόνον,
ως του ηλίου η ακτίς την δρόσον καταπίνει,
το έλεος σου εκπεμφθέν τα δάκρυα μου σβήνει.
Προς σε τον Πλάστην έκραξα εν συνοχή καρδίας,
σκώληξ της γης οικτρός εγώ και τέκνον ασθενείας
μη αποβάλλῃς προσευχήν εκ βάθους πεμπομένην
και μη απώση, ο Θεός, ψυχήν συντετριμμένην.
Προς σε τας χείρας μου, προς σε τους οφθαλμούς μου φέρω,
τα φλέγοντα μου δάκρυα θυσίαν σοι προσφέρω
ετάκη η καρδία μου, ωσεί κηρός, εντός μου
ελέησον με, ο Θεός, σπλαχνίσου, ο Θεός μου.
(Από το θρησκευτικό του ποίημα, Δέησις, εράνισμα εκ των Ψαλμών)
Και συνεχίζει, καυτηριάζοντας ταυτόχρονα και την αχαριστία των ανθρώπων, συνεχίζει, ο πολλά οικτίρμων στις ανθρώπινες παρεκτροπές, ο κατά τη γνώμη των περισσοτέρων, αυτός ο Σκιαθίτης δημιουργός, ο πιο χαριτωμένος, στην κυριολεξία Έλληνας πεζογράφος του προηγούμενου αιώνα, με ένα άλλο, επίσης θρησκευτικό ποίημα του, που έχει τον τίτλο, «στον Χριστόν του Κάστρου». Το παραθέτουμε ολόκληρο.
Με χρόνους με καιρούς και ήμισυ καιρού,
κάποιος αμαθής, αμαρτωλός χυδαίος
καμμία γυναίκα του λαού πτωχή
σ’ ενθυμείται κι έρχεται να σου φέρη
όχι χρυσόν, αλλά ολίγο λιβάνι,
ένα κερί, κι ολίγο λάδι στην μποτίλια
σ’ εσέ που είσαι όλων ο δοτήρ.
Σε ενθυμείται όταν αρρωστήση το παιδί της
και δεν έχη λεπτά να δώση στον χαραμοφάγην
τον γιατρόν
ή όταν λείπη ο άνδρας της με την βάρκαν
και βλέπη τα κύματα να αγριεύουν απειλούντα πνιγμόν.
Ας είσαι έρημος κι εγκαταλελειμμένος
στέκει επάνω στον βράχον η εκκλησιά σου
(κι αυτός ο βράχος μου φαίνεται πως είναι)
την έχεις κτίσει με το αίμα σου εκεί
και πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής.
Μα η Πλατυτέρα των Ουρανών, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη δύναμη, η Βασίλισσα της ορατής και αόρατης κτίσης, η γλυκιά μας Παναγία, οδηγεί τον πράο και αγαθό κυρ Αλέξανδρο, να γράψει και τα εξής, τα κάτωθι λίαν τρυφερά και ευαίσθητα.
Γλυκειά Παρθένε, αξίωσε με
νάρθω και πάλι στον ναό σου
όπου φυσά γλυκά η αύρα
στα πλατάνια τα θεόρατα
κάτω στο ρέμα, που η πηγή κελαρίζει
κι επάνω θροΐζ’ η αύρα μαλακά.
Να βλέπω, να θαυμάζω τη χλωμή μορφή σου
με τα ματάκια τα κλειστά
με τα χεράκια σταυρωμένα,
κι ο Υιός σου να κρατή την άμωμη ψυχή σου
ως τρυγόνα στα χεράκια.
Ψηλά, επάνω απ’ το δώμα, από δυο παραθυράκια
με τις κουκούλες δυο καλογεράκια
προβάλλουν και τείνουν από έναν τόμον ανοιχτό!
Κι ο ένας γράφει: «θνητή γυναίκα του Θεού Μητέρα»
κι άλλος: «τ’ ουρανού είσαι Πλατυτέρα
ως έμψυχος ναός και θρόνος του Θεού».
(Από το θρησκευτικό ποίημα «στην Παναγία την Κεχριά»).
Κι έπειτα πάλι.
Εσύ ‘σαι η μόνη Παναγία Κουνίστρα
που εφανερώθης στης Σκιάθου το νησί,
εις δένδρον πεύκου επάνω καθημένη
κι αιωρουμένη εις τερπνήν αιώραν,
όπως αι κορασίδες συνηθίζουν.
Κι η χάρη Σου ξαπλώθηχε ως τα πέρατα
του ειρηνικού νησιού της Σκιάθου,
ω Παναγία μου, Κόρη πάναγνη, καλή.
Κι ίσως να φτάση κι ως εμένα και ν’ απλώση
γαλήνη στην ψυχή μου, την αμαρτωλή.
(Από το θρησκευτικό ποίημα, «στην Παναγία την Κουνίστρα»).
Και πάλι μετά, συνεχίζοντας, εξυμνεί την Παναγία μας, πάντα με το μεγαλύτερο σεβασμό προς Αυτήν.
Είναι μικρό, φτωχό το κλησιδάκι σου,
μα η χάρις σου είναι άπειρη κι ατέλειωτη
ατέλειωτη, ως το ρεύμα της πηγής σου
που χύνεται και χύνεται
και από κοντά αθόρυβα
παράδοξα το ρεύμα σου πληθύνεται.
Είθε και στην καρδιά μου, που έχει στραγγιχτή
να δώση ζωή και δύναμιν η χάρις Σου.
(Από το θρησκευτικό του ποίημα, «στην Παναγία του Ντομάν»).
Κι ύστερα πάλι, συνεχίζοντας, η παλλόμενη από πίστη και ευσέβεια, η μοσχοβολούσα πένα του επιλεγόμενου και δικαίως, Αγίου των ελληνικών γραμμάτων, τα εξής.
Χαίρετ’ ο Ιωακείμ κι η Άννα,
που γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στην Παναγίτσα στο Πυργί!
Χαίρεται όλ’ η έρημη ακρογιαλιά
κι ο βράχος κι ο γκρεμός αντίκρυ του πελάγους
που τον χτυπούν άγρια τα κύματα,
χαίρεται απ’ την εκκλησίτσα
που μοσχοβολά πάνω στη ράχη.
(Από το θρησκευτικό ποίημα, «Στην Παναγίτσα στο Πυργί»).
Και τελειώνει ο για λίγο πάροικος της φθαρτότητας, τελειώνει πάντα μέσα από τις υγρές κοιλάδες του κλαυθμώνος, ολοκληρώνοντας τους ευλαβέστατους βηματισμούς της, αυτή η όμορφη, λαμπερή, ανθρώπινη ύπαρξη, που γνωρίζει λίαν καλώς πως από τη ρηχή πραγματικότητα, θα πορευτεί με ένα ανάλαφρο κεφάλι και με θάρρος προς την αιωνιότητα της Ουράνιας Βασιλείας του Θεού, με ένα πανέμορφο ικετήριο κανόνα «εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον την Γοργοεπήκοον».
Όμως, πάντα σε σχέση με αυτά τα θρησκευτικά ποιήματα του, που λίγα αποσπάσματα μόνο εκθέσαμε εδώ, λίγοι ίσως ξέρουν πως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που η ομορφοπλασμένη ψυχή του ξεχείλιζε από μια ευγνωμοσύνη μικρού παιδιού για οποιοδήποτε καλό παραχωρούσε ο Θεός στη ζωή του, λίγοι ίσως ενθυμούνται πως έχει γράψει και μία μακροσκελή, αριστουργηματική ακολουθία, για τον Άγιο Ιερομάρτυρα Αντύπα. Δείχνοντας έτσι, εμπράκτως την άσβηστη του ευγνωμοσύνη προς τον Άγιο μια και ο Παπαδιαμάντης κάποτε, μεταξύ των ετών 1890-1895, πέρασε μια όντως εφιαλτική νύκτα με ένα φρικτό πονόδοντο. Κι αξίζει εδώ να σημειωθεί, πως γι’ αυτόν τον Ιερομάρτυρα και Επίσκοπον Περγάμου, έχουν διασωθεί σε κώδικες, μονάχα τρεις όλες κι όλες, ακολουθίες. Αλλά η τέταρτη, αυτή ακριβώς που γράφτηκε από τον Παπαδιαμάντη, κατά γενική ομολογία, είναι η πιο δροσερή, η πιο λυρική, η πιο αναστάσιμη.
Όσο ζούσε ο Παπαδιαμάντης, πολλοί σύγχρονοι του λογοτέχνες μα συνάμα και κριτικοί της λογοτεχνίας, όπως π.χ. ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Άγγλος Βλάχος, ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Ιωάννης Δαμβέργης, ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος κτλ., δεν ανέφεραν ούτε μία λέξη επιβράβευσης που λένε, για το τόσο σημαντικό έργο του. Αλλά κοίτα, πως οι ακέραιες αξίες, οι μεγάλες μορφές της προσφοράς πάντα δικαιώνονται στο τέλος, κοιτάξτε τι έγραψε τελικά στ’ αλήθεια, ο μονίμως ανοιχτός στους νέους καιρούς Γρηγόριος Ξενόπουλος. «Ο Παπαδιαμάντης δεν εψεύστηκε ποτέ, δεν εμιμήθη ποτέ, δεν επροσποιήθη ποτέ, δεν εκιβδηλοποίησε ποτέ. Έκοψε μόνον, ολόχρυσα νομίσματα από το μεταλλείον της ψυχής του, της αγνής και αδιαφθόρου».
Κι ήταν όπως φαίνεται, τόσο ευωδιαστή αυτή η ακτινοβολούσα ψυχή του Παπαδιαμάντη, που χρόνια αρκετά αργότερα θα οδηγήσει την αφοπλιστική, πατριωτική και κοινωνική πένα του Νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, να γράψει τα αιώνια αναγνωριστικά σημάδια, του μεγαλείου του κυρ Αλέξανδρου μας, δηλαδή τα γνωστά και συγκινητικά «όπου και να σας βρει το κακό αδελφοί, όπου και να θολώσει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό, μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», από το αξεπέραστο Άξιον Εστίν, του, λίγες πυρηνικές λέξεις, υπερφορτισμένες. Αλλά βεβαίως, και ο άλλος μεγάλος μας, το πρώτο Νόμπελ Λογοτεχνίας μας, στο ίδιο μήκος κύματος δεν ήταν, όταν έγραψε λοιπόν ο Σεφέρης το δοκίμιό του για τον Μακρυγιάννη, δεν έγραψε επί λέξει πως ο Μακρυγιάννης, είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, εάν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχομε βεβαίως, τον Παπαδιαμάντη;
Κλείνοντας, αυτό το αφιέρωμα μας στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, είναι νομίζω επιτακτικό να αναφέρουμε δύο γεγονότα που δείχνουν καθαρά το ηθικό ποιόν αυτού του πρίγκιπα των Ελλήνων λογοτεχνών. Που και τα δύο αφορούν την αξεπέραστη πνευματικότητα του κυρ Αλέξανδρου, που και τα δύο αφορούν τη σχέση του, την τιμιώτατη, με την βάση του υλισμού, το χρήμα, αυτόν τον σύγχρονο Θεό της ανθρωπότητας. Το ένα έχει να κάνει με τον Μποδοσάκη, τον ονομαστό μεγαλοβιομήχανο της εποχής του, που όταν μία φορά συνάντησε στην τότε Ιερά Οδό της Αθήνας, τον φτωχό και ατημέλητο κυρ Αλέξανδρο, να κάνει βράδυ ένα περίπατο εκεί, σταμάτησε το αυτοκίνητό του, στέλνοντας με τον σοφέρ του, μέσα σε ένα φάκελο, ένα υπέρογκο για τότε ποσό, να το δώσει στον συγγραφέα. Τότε, αυτός ο ανώτερος όντως άνθρωπος, που με το ένα πόδι πατούσε λες στην γη και με το άλλο στον ουρανό, είπε στον εμβρόντητο οδηγό. Κύριε, σας ευχαριστώ για την ευγένεια σας αλλά τώρα σύρε να πεις στο αφεντικό σου, πως όχι, όχι, εγώ στ’ αλήθεια, δεν τάχω καθόλου ανάγκη αυτά τα χρήματα και πες του κιόλας πως είμαι και πιο πλούσιος από εκείνον, είπε γελώντας ήρεμα συνεχίζοντας την βόλτα του και εννοούσε σαφώς, όχι κοινωνικά μα πνευματικά.
Το άλλο γεγονός είναι αυτό που αφηγείται ο Σταμάτης Σταματίου, τότε διευθυντής της εφημερίδας Ακρόπολις. Που πήγε λέει κάποτε, ο κυρ Αλέξανδρος, στα γραφεία της εφημερίδας, να παραδώσει ένα Χριστουγεννιάτικο διήγημα. Ο κύριος Σταματίου όμως, δεν τον αναγνώρισε, νόμισε μάλιστα πως ήταν κάποιος άπορος που πήγε να πάρει τις δέκα βοηθητικές δραχμές για τους φτωχούς, λόγω των Χριστουγέννων. Που επέμενε ο Παπαδιαμάντης λέγοντας του, όχι, δεν θέλω αυτά τα χρήματα, αφού κι εσείς δεν παίρνετε τα διηγήματα μου. Δεν έχω το δικαίωμα. Ο διευθυντής της εφημερίδας δεν είχε καταλάβει, νόμιζε ότι τα χαρτιά του διηγήματος, ήτανε κάποια χαρτιά απορίας. Έτσι ο ένας έδινε τα λεφτά, ο άλλος έλεγε πως αφού δεν θέλουν να παραλάβουν τα γραπτά του και αυτός δεν μπορούσε άνευ εργασίας, να πάρει τα χρήματα εκείνα. Και όταν, μετά από λίγα λεπτά, γνωστοποιήθηκε η ιδιότητα του κυρ Αλέξανδρου, ναι, εγώ είμαι ο Παπαδιαμάντης του είπε, εκείνος τελικά, έπεσε από τα σύννεφα. Και λέγει επί λέξει «πως έπεσε το ταβάνι και με πλάκωσε, η πέννα έφυγε από τα χέρια μου. Όλα εκεί μέσα, εικόνες, καρέκλες, βιβλία, εφημερίδες, σαν να στροβιλίσθηκαν γύρω μου και έκανα ώρα να συνέλθω. Και έπειτα, φεύγοντας ο φτωχός συγγραφέας, αφηγείται πάντα ο διευθυντής, αισθάνθηκα λέει ένα τρεμουλιαστό χέρι, να σφίγγει το δικό μου. Και σαν έφυγε, έμεινε πίσω του, μια μοσχοβολιά κεριού που λιώνει μπρος στις άγιες εικόνες, κάτι από του θυμιατού το πέρασμα». Τέτοια πράγματα, τότε, στην Αθήνα της εποχής, που ο κυρ Αλέξανδρος ονόμαζε, πόλη της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών.
Αυτές τις λαμπερές ημέρες, των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, δεν θα ‘πρεπε, όλα τα ελληνικά κανάλια, ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά, αντί για τις τόσες περιττές ματαιότητες της διασκέδασης, να προτρέπουν, να βομβαρδίζουν τρόπο τινά τα αυτιά των νεαρών Ελλήνων, τουλάχιστον γι’ αυτές τις ημέρες, να αγοράσουν κάποια από τα βιβλία του; Βέβαια, κάθε γονιός, που θέλει να δώσει μια ελληνορθόδοξη παιδεία στα παιδιά του, θα το κάνει από μόνος του. Δεκτόν, όμως επιμένοντας, νομίζω πως μόνο εκεί μέσα, στις σελίδες του αριστουργηματικού Παπαδιαμαντικού έργου, θα συναντήσει κάποιος την ατόφια, παλιά Ελλάδα, των ανθρώπων, ναι, που κάποτε ή συχνά, έπεφταν ηθικά, μα έπειτα μετανοούσαν, ταχέως.
Αλλά ξανά. Στα δύσκολα μας, ποτέ μην ξεχνάμε να θυμόμαστε, την πιο συμπονετική, λογοτεχνική συντροφιά, της ψυχής μας, της ηγεμόνισσας. Άντε και την ευχή σου, να ‘χουμε κυρ Αλέξανδρε Παπαδιαμάντη, καύχημα μας.
*Ο Δημήτρης Α. Ανδρικίδης, είναι συγγραφέας
μέλος της Ένωσης Πνευματικών Δημιουργών Ν. Χανίων