Πώς λέγεται με μία λέξη η μητέρα της μητέρας της γυναίκας μου; Προ-πεθερά; Κρύβω το ελαφρό μειδίαμα των ανόητων αναζητήσεών μου και προφασίζομαι τον ατάραχο, ατενίζοντας χωρίς πολλές σκέψεις.
Ο Μάης τρίζει στο μπαλκόνι σε ολοστρόγγυλα υπολείμματα μιας απρόσμενης λασποβροχής. Ο Ιούνης περιμένει στην τελευταία πέτρα του ακρωτηρίου. Κι η πεθερά με το λάστιχο στα χέρια καταριέται τη λιγοστή πίεση του νερού.
Ποτέ καλός σε συγγενικούς τίτλους. Μέχρι πρώτα ξαδέλφια φτάνουν οι γνώσεις μου για το σόι. Από κει και πέρα, το χάος. Σαββατοκύριακο μετά τις εκλογές και θυμήθηκα την προ-πεθερά. Λιγοστές μόνον εικόνες. Για όλους είχε μια «καλή» κουβέντα να πει. Τη θυμάμαι ακόμα, λίγες μέρες πριν από την τελευταία κάλπη που πρόλαβε, να αναρωτιέται με το ύφος του ανθρώπου που γι’ αυτόν ο χρόνος είχε σταματήσει προ πολλού: «Έφυγε ο βασιλιάς; Πότε;». Αρχές της δεκαετίας των μηδενικών πρέπει να ήταν. Η εποχή που με κομμένα φρένα οδηγούμασταν εκσυγχρονιστικά προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες που επέστρεφαν στο «σπίτι» τους, με το οικονομικό μας μέλλον να εκτοξεύεται απ’ το παράθυρο.
«Δεν έφυγε» είχε ισορροπήσει τα πράγματα η τότε κόρη της και νυν πεθερά μου. «Πήγε στην Αγγλία για να ξεκουραστεί» είχε προσθέσει. Κι εκείνη πιθανά να είχε αρχίσει να τον φαντάζεται με απογευματινό σακάκι να ρουφάει ανέμελα το τσάι του. «Πάντα καλοντυμένος» έλεγε για τον βασιλιά η προ-πεθερά. «Και χαμογελαστός. Όχι σαν ετούτο τον κοντό που βλέπετε κάθε τόσο στην τηλεόραση!». Ο κοντός που εμφανιζόταν κάθε τόσο στην τηλεόραση ήταν ο Σημίτης. «Ενώ ο άλλος ο παχουλός, όλο χαμογελάει αμέριμνος» συνέχιζε. Ο παχουλός που όλο χαμογελούσε αμέριμνα ήταν ο Καραμανλής. Ήταν η εποχή που η Μαλβίνα τον αποκαλούσε δαμάλα. Αλλά η λέξη δαμάλα ήτο άγνωστη για την καθαρευουσιάνα προ-πεθερά. Το κούρεμα της Μαλβίνας πολύ αγορίστικο για τα γούστα της. Και το χαμόγελό της, κάτι μεταξύ ειρωνείας και ηδυπαθούς λυποντροπής, αρκετά σοκαριστικό για τα ήθη της.
Κι έτσι, ενώ η πεθερά μάχεται με το λάστιχο, παραδίδομαι σε αναμνήσεις προ-πεθεράς, που με ταξιδεύουν από Σημίτη σε Καραμανλή κι από κει στη Μαλβίνα. Άβυσσος το μυαλό του ανθρώπου. Και ξαφνικά μελαγχολώ. Θυμάμαι σημαντικά μυαλά που λείπουν από δίπλα μας ολοένα και περισσότερο και άλλα ασήμαντα που όχι απλά ξεφυτρώνουν ασταμάτητα, αλλά διεκδικούν και μεγάλο μερίδιο απ’ τις ζωές μας.
Κι εκεί, στον ήχο του νερού που τρέφει τα γεράνια, ακούω πάλι καθαρά τη φωνή της Μαλβίνας. Να διαβάζει πίσω από πολιτικές δηλώσεις. Να αναλύει σημειολογικά γκριμάτσες κομματικής δυσεντερίας. Να μεταφράζει τη γλώσσα του σώματος που λέει πάντα την αλήθεια. Κυρίως όταν η γλώσσα επιλέγει το εύκολο μονοπάτι της ψευδούς υπόσχεσης.
Την ακούω να μιλά για το χαμηλόφωνο του Σαμαρά και τον σταθεροποιητικό του μονόλογο, που έχει γίνει πια εμμονή και έλλειψη ιδεολογικής έμπνευσης, παρά ειλικρινή πολιτική επιδίωξη. Για την αμηχανία των χεριών του Τσίπρα, στην αέναη επανατοποθέτηση των μικροφώνων μπροστά από το στόμα του. Τη στρογγυλεμένη συνταγματολογική ακρίβεια των λεγομένων του Βενιζέλου, στην προσπάθεια να προστατευτεί κυρίως από τα φίλια πυρά. Για την επαναλαμβανόμενη εισαγγελική αγόρευση της εθνικίζουσας δεξιάς. Τη ροή του Ποταμιού, που βγήκε πολιτικό σεργιάνι, με το δισάκι στον ώμο. Για τους καλοζωισμένους ανεξάρτητους Έλληνες τούτου του τόπου, που απ’ αλλού ξεκίνησαν, αλλού βρέθηκαν και στα ίδια μέρη θα ξαναγυρίσουν. Το ΚΚΕ που κρατά τον λόγο του, αλλά που του ξεφεύγει η λαϊκή συμφωνία. Την Αριστερά που από Δημοκρατική έγινε άφαντη και προσεχώς απορροφημένη. Τον Καρατζαφέρη που συνεχίζει να κάνει εκπομπές, εκλογικές εκπλήξεις και τη ζωή της ΝΔ δύσκολη. Το φρυδάκι της Δούρου που ξεπέρασε αυτό της Τρέμη.
Και ξαφνικά ήλιος. «Καιρός ήταν» είπε η πεθερά τυλίγοντας το λάστιχο με ακρίβεια επίμονου κηπουρού. «Ξέρω ότι σκέφτεσαι. Γι’ αυτό δεν σου μιλώ» προσθέτει. «Αυτό είναι το λάθος μας. Σκεφτόμαστε περισσότερο μετά από την απομάκρυνση από την κάλπη. Και ξέρεις η κάλπη μοιάζει με την κατσαρόλα μιας φτωχής οικογένειας. Ακόμα κι αν το φαγητό δεν πετύχει, είναι υποχρεωμένη να το φάει. Όλο!».
Πεθερά. Απρόσμενα καλή, ιδιαζόντως εύστοχη. Καλό και το απόγευμα. Λίγο πριν ο Μάης ξεχάσει τις λασποβροχές και το γυρίσει σε λινό καλοκαιράκι Ιουνίου.