«Ποιος, άραγε, θα μιλήσει για μας; Υπάρχει “αφηγητής”; “Αυτός” και όχι ο “πρωταγωνιστής” μπορεί να πει την ιστορία της γενιάς μας. “Αυτός”, όχι εμείς. Αλλά μήπως υπήρξαμε πρωταγωνιστές στη δική μας ιστορία; Οπως ο Αμλετ, αφήσαμε να συρθούμε σ’ ένα δράμα, στροβιλιστήκαμε στη δίνη των γεγονότων, ένα κύμα μας πήγε πολύ μακρύτερα απ’ όσο το είχαμε αποφασίσει. Αυτή είναι η “αμλετοποίηση” μιας γενιάς»…
Ο Μίμης Ανδρουλάκης γράφει το “γράμμα” του για το βιβλίο “Εκ των υστέρων” μ’ αυτό τον τίτλο, που πήρα κι εγώ για τις “αφορμές”(*). Το βιβλίο επιμελήθηκε ο Δ. Παπαχρήστος, και τα λόγια όλων, ως να είναι σημερινά, σαράντα και ένα, χρόνια μετά…
«…Και τα χρόνια αυτά, ή αν θέλετε, η εφηβεία, έκλεισαν μ’ εκείνους τους φοβερούς πέντε μήνες ανάκρισης στην απομόνωση της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών. Στη διάρκεια τους, ο χρόνος, είχε σταματήσει…
Ζούσαμε με την προοπτική της στιγμής. Κάθε στιγμή που περνούσε, κερδισμένη. Την επόμενη, υπήρχε πάντα η πιθανότητα να τη χάσεις, και μαζί της -όπως φαινόταν τουλάχιστον τότε- να χάσεις τα πάντα, τον ίδιο σου τον εαυτό. Χρόνια ληστεμένα από τη ζωή μας, από τη νιότη μας. Ετσι πιστεύαμε τότε που τα ζούσαμε.
Προσεγγίζοντας τώρα τα σαράντα, ξέρουμε καλύτερα. Ηταν τα καλύτερά μας χρόνια».
Βεβαιώνει με σιγουριά η Νάντια Βαλαβάνη, που έζησε επίσης τα γεγονότα εκ των έσω, και καταθέτει την ιστορική και βιωματική της αξιολόγηση…
«…Οι αναρχικές ομάδες, παρόλο που ήταν οι μόνες που πραγματικά “ενοχλούσαν” το σύστημα με τον αγώνα τους, όλα τα μετέπειτα χρόνια, παρόλο το τεράστιο προσωπικό κόστος των μελών τους, σε συλλήψεις, ξυλοδαρμούς, φυλακίσεις, δεν μπόρεσαν κι αυτές ν’ αποφύγουν τη μετατροπή τους σε γραφικούς “Ινδιάνους” των μεγαλουπόλεων. Η ελληνική κοινωνία, αφού τους μάτωσε, τους απέβαλε σαν ξένο σώμα.
Το πλοίο, λοιπόν, των οραμάτων, όχι μόνο δεν έπιασε κανένα λιμάνι, μα βούλιαξε κιόλας, παρασύροντας στο βυθό και κάποιους, ελάχιστους (ήρωες μήπως;) που έμειναν μέσα. Ολοι εμείς οι υπόλοιποι, σαν τα ποντίκια πέσαμε στη θάλασσα κολυμπήσαμε, επιζήσαμε, συμβιβαστήκαμε και ηρεμήσαμε»…
«Είκοσι χρόνια μετά» είναι ο τίτλος στο κείμενο του Δημήτρη Κουτούλα για το βιβλίο αυτό του 1993, και δεν λησμονεί την απόκλιση των επαναστατημένων…
«…Αυτό τον καιρό, που τέως επαναστάτες, κομματάρχες, πολιτικοί, προσπαθούν να μας επιβάλουν τη δική τους συνταγή σωτηρίας, που οι πράσινοι, οι βένετοι, το άσπρο, το μαύρο, οι καλοί, οι κακοί βάζουν διαχωριστικές γραμμές, εγώ μένω μ’ αυτούς που θέλουν ν’ ανοίξουν μια πόρτα στον κόσμο. Μια πόρτα που ο καθένας να μπορεί να βρει τη δική του αλήθεια. Ανένταχτη, ατακτοποίητη, χωρίς προσχωρήσεις σε κόμματα και παρατάξεις, νοιώθω πέραν του “καλού” και του “κακού”».
Η Μέλπω Δεκατσά, θεωρεί τα είκοσι χρόνια το 1993, αρκετά για την “πολιτική ζύμωση” αλλαγών στο τοπίο…
«…Καθαρή ιδέα του Πολυτεχνείου, διαρκούς αξίας, δεν υπάρχει, γιατί δεν υπάρχουν, ανά πάσα στιγμή, τα δεδομένα που το γέννησαν. Κατά συνέπεια, η ιδέα της ευθύγραμμης συνέχειας είναι μια εκ των υστέρων ωραιοποίηση και αγιοποίηση του Πολυτεχνείου ή μια ιδεολογική καθήλωση στο παρελθόν. Καθώς εξελίσσονται και αλλάζουν ραγδαία και αδιάκοπα οι κοινωνικοί, ιδεολογικοί και πολιτικοί συσχετισμοί, τα μέτωπα των συγκρούσεων επανακαθορίζονται, ενώ ταυτόχρονα αλλάζει ριζικά το περιεχόμενό τους»…
Ο ρεαλιστικός και βαθύς λόγος του Παν. Δ. Παναγιώτου, δηλώνεται δίχως φόβο και πάθος. Με ΓΝΩΣΗ!
«…Αστράφτει το όραμα στα μάτια, χτυπούσαν να σπάσουν οι καρδιές κι έβλεπες να φωτίζεται η ύπαρξη του καθενός κι όλων μαζί, να βάλουμε φωτιά για να πυρποληθεί ο κόσμος».
…Και ο λυρικός του Δημήτρη Παπαχρήστου, ανακαλεί την ουσία και την ωραιότητα, των παράτολμων, ενσυνείδητων παιδιών της πατρίδας…