Η ελευθερία του λόγου ενδείκνυται να είναι κυρίαρχος παράγοντας στην εποχή που ζούμε, εφ’ όσον αποκλείονται οι ρυπογόνες εκφράσεις και οι αναπόδεκτες πληροφορίες. Το δίκαιο στην πολιτική και στη δημοσιογραφία είναι υποκειμενική υπόθεση. Οταν κάποιος είναι κομματικοποιημένος συμπεριφέρεται συνήθως σαν να ‘χει προσβληθεί από σύγχυση.
Βλέπει τρωτές τις πράξεις του επαγγελματικού του ή πολιτικού του αντιπάλου και τον κατηγορεί, ενώ τον εξυμνούσε άλλοτε, που ενδεχομένως να βρισκόντουσαν στο ίδιο στρατόπεδο.
Στη δημοσιογραφία λέγεται, συνήθως, ότι δεν υπάρχει αμεροληψία, να αποδίδονται πιστά τα δεδομένα και ο δημοσιογράφος παρασσύρεται από κριτήρια του κοινωνικοπολιτικού του περιβάλλοντος. Δεν εκφράζει την πραγματικότητα, αλλά διατρανώνει αυτό, που ευνοεί το αφήγημα των καθοδηγητών του με το οποίον αναγκάζεται να συνταχθεί και ο ίδιος. Σε ζητήματα πολιτικών επιλογών αφήνεται στα χέρια των “ειδικών” που δημιουργούν το σύνδρομο του φόβου με μόνο τις φήμες, πίσω απ’ τις οποίες κρύβεται ό,τι οργανώνεται στο παρασκήνιο. Πολλάκις δεν είναι σε θέση να πει αυτό που σκέπτεται. Εχει την ευχέρεια της ελεύθερης έκφρασης και διάδοσης αντίθετης άποψης; Κατά τα φαινόμενα όχι, διότι αυτός χρειάζεται για ένα διάστημα, να φροντίσει την επικράτηση μιας “νοθευμένης ενημέρωσης”.
Ο πολιτικός στο κοινοβούλιο επιβάλλεται να συντάσσεται με την ομοφωνία κατόπιν επιταγών της κομματικής πειθαρχίας, απαίτηση του αρχηγού του κόμματος φοβική και καταπιεστική, που γίνεται αποκρουστική πραγματικότητα.
Σπανίως αντιτάσσεται, όταν πιστέψει πως η προσοχή του κόσμου θα πέσει επάνω του περισσότερο από το περιστατικό, που θα επιχειρήσει να αμφισβητήσει. Οι άνωθεν επιβαλλόμενες συμπεριφορές εκμηδενίζουν την ιδιαίτερη έκφραση διαφορετικής αντίληψης μιας κατάστασης σε βαθμό, που αν αποτολμηθεί αμφισβήτηση της εντολής, να λογίζεται με τη διαφοροποίησή του ως προς τους κανόνες πολιτικής ομοφωνίας εσωκομματικός αντίπαλος και επί πλέον τούτο να θεωρείται αμάρτημα ή να χαρακτηρίζεται και ανοησία.
Ανθρωποι ευφυείς με γνώσεις, με επιστημονική και πνευματική καλλιέργεια, όταν τοποθετούνται σε υψηλά θεσμικά καθήκοντα, αλλάζουν συμπεριφορά και τάσσονται υπέρ εκείνων, που άλλοτε ίσως και να κατέκριναν. Αναλαμβάνουν ρόλους, που δεν ταιριάζουν στην επιστημονική τους καλλιέργεια και κατευθύνονται απ’ την επιλεκτική πολιτική της κυβέρνησης. Μπορεί να μην γνωρίζουν όλη την αλήθεια, αλλά προσπαθούν να φτιάξουν κάποια παραλλαγμένη αλήθεια, όση μπορεί ο καθένας να πιστέψει, να τον υποτάξουν, αφού καταφέρουν να ατροφήσουν όλες του τις ανακλαστικές αντιδράσεις.
Και οι πολίτες μη βλέποντας καμία διαφορά, αναγκάζονται να παρακολουθήσουν το ίδιο έργο σε επανάληψη με διαφορετικούς πρωταγωνιστές και “πειραγμένα” σενάρια.