Κύριε διευθυντά, λίγο πριν τη λήξη του μνημονίου και στην Ελλάδα, τελευταία χώρα στην Ευρώπη με μνημόνιο, η συγκυβέρνηση συνεχίζει το έργο της εκτελώντας πιστά τις εντολές των πιστωτών μας. Συνεχίζονται, η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, η υπέρμετρη φορολογία των ισχνών ή ανύπαρκτων εισοδημάτων, η χωρίς όρια και κανόνες απελευθέρωση της αγοράς και ιδιαίτερα της αγοράς εργασίας. Άμεσες συνέπειες η φτωχοποίηση του λαού μας, η μεγαλύτερη ανεργία ανεπτυγμένης χώρας στο κόσμο, η μετανάστευση, κύρια του αξιόλογου επιστημονικού μας δυναμικού, η επί μακρόν ύφεση κλπ. Παράλληλα με τη βοήθεια των εγχώριων Μ.Μ.Ε. και των δανειστών μας, προωθείται η ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, η κατασυκοφάντηση κάθε έννοιας του «δημοσίου» είτε αφορά δημόσιες επιχειρήσεις και τη δημόσια διοίκηση είτε την υγεία και την παιδεία, είτε το περιβάλλον, τα δάση, τον αιγιαλό και τους κανόνες – περιορισμούς στη δόμηση, είτε τέλος τα πανεπιστήμια και την έρευνα. Σε αυτό το εσωτερικό περιβάλλον προετοιμάζεται, στο εξωτερικό, η αποχώρηση του Δ.Ν.Τ. από τη χώρα μας και η αντικατάσταση του μνημονίου από ένα σύνολο αυστηρών νεοφιλελεύθερων κανόνων – δεσμεύσεων που θα δεσμεύουν τη χώρα για πολλά χρόνια.
Επίσης, το θέμα του δημόσιου χρέους φαίνεται να λύνεται με το χειρότερο δυνατό τρόπο, της σταδιακής επιμήκυνσης και μείωσης των επιτοκίων, χωρίς διαγραφή μέρους του, ή πρόβλεψης για ρήτρα ανάπτυξης. Στην Ελλάδα προωθείται μια ρύθμιση του εσωτερικού ιδιωτικού χρέους προς όφελος των τραπεζών, αφού το κράτος αδυνατεί -αλλά και δεν του επιτρέπεται- να καλύψει μέρος του κόστους. Το ασφαλιστικό σύστημα παραπαίει, πλησιάζοντας επικίνδυνα σε μια νέα στάση πληρωμών, οι συντάξεις συνεχώς «κουτσουρεύονται», και η πολυπόθητη ανάπτυξη -αναμενόμενη μετά τόσα χρόνια ύφεσης- δεν έρχεται. Το δημόσιο χρέος αυξάνεται και η χώρα μας συνεχίζει να έχει πολλές πιθανότητες να χρεοκοπήσει ή ακόμα και να αποβληθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν υπάρχει κεντρικός σχεδιασμός για την απαιτουμένη παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και οι τράπεζες αδυνατούν να παίξουν το ρόλο τους. Ο μόνος τομέας που πηγαίνει σχετικά καλά, είναι ο τουρισμός και είναι προάγγελος του τι είδους θα είναι η μελλοντική ανάπτυξη. Στο τουρισμό, έχουμε αύξηση των τουριστών αλλά μείωση των εσόδων, ανασφάλιστη και κακοπληρωμένη εργασία. Προχωράμε, ταχύτατα σε μια ανακατανομή του πλούτου σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας με τη δημιουργία μιας ισχυρότατης ολιγαρχίας – φεουδαρχίας που θα ελέγχει ουσιαστικά το τόπο. Ο όρος «μεταρρυθμίσεις» έχει χάσει την έννοια του και ταυτίζεται με τη πιστή επανάληψη αποτυχημένων συνταγών του Δ.Ν.Τ. που εφαρμόστηκαν σε αναπτυσσόμενες χώρες της Λατινικής Αμερικής την προηγούμενη εικοσαετία.
Τέλος, υποβαθμίζεται συνεχώς η διεθνής θέση της χώρας και ο γεωπολιτικός της ρόλος. Αξιοσημείωτη τέλος είναι η μετεκλογική διαφοροποίηση των κυβερνητικών εταίρων και ιδιαίτερα του ΠΑΣΟΚ. Είναι πιθανά μια ένδειξη της επιθυμίας του, να παραμείνει και μετεκλογικά κυβερνητικός εταίρος υπονομεύοντας και ναρκοθετώντας την υπόθεση της αριστερής διακυβέρνησης της χώρας για άλλη μια φορά. Στο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την καθαρή πρωτιά στις ευρωεκλογές θεωρούν σίγουρη την κυβερνητική αλλαγή στις επόμενες εθνικές εκλογές και προσπαθούν να την επιταχύνουν. Θέτουν ως τελικό χρονικό όριο για το βίο αυτής της κυβέρνησης την προεδρική εκλογή της άνοιξης και δυναμώνουν τους αντιπολιτευτικούς τόνους με κάθε αφορμή. Παράλληλα, διαπιστώνουν τη δυσκολία συνεργασιών στο μετεκλογικό τοπίο και θέτουν ως στόχο την αυτοδυναμία. Επίσης, προωθείται η πολιτική των συμμαχιών – συνεργασιών από τα κάτω σε θέματα όπως «μικρή» ΔΕΗ, αιγιαλός κλπ και προωθείται η συνεργασία με στελέχη – προσωπικότητες της κεντροαριστεράς. Επιπλέον, βελτιώνεται η συνοχή στο εσωτερικό και περιορίζεται σημαντικά η πολυφωνία. Τέλος, ετοιμάζεται να δημοσιοποιηθεί το κυβερνητικό πρόγραμμα του στα εγκαίνια της Δ.Ε.Θ. Πιστεύω ότι πρέπει, μεταξύ άλλων, να δοθεί προσοχή και στα παρακάτω: • Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει οπωσδήποτε να διατηρήσει το ριζοσπαστισμό του, που θα του επιτρέψει τόσο να διεκδικήσει σθεναρά τη νίκη όσο και τη μετεξέλιξη της κοινωνίας από μια αριστερή κυβέρνηση. • Πρέπει να συναντηθεί, να ζυμωθεί, και να αξιοποιήσει, παράλληλα με τις όποιες διευρύνσεις, τη μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων του, και να προχωρήσει στην ανάδειξη νέου στελεχιακού δυναμικού από τα σπλάχνα του. Η αριστερά διακρινόταν πάντα για το αξιόλογο στελεχικό δυναμικό της και ποτέ στο παρελθόν δεν είχε ανάγκη από «δάνεια» από το κεντρώο χώρο. • Είναι σκόπιμο, να αναδεχθεί – προωθηθεί η ηγεμονία της αριστερής ιδεολογίας έναντι είτε της ιδεολογίας της Χρυσής Αυγής είτε του κυβερνητικού νεοφιλελευθερισμού. • Πρέπει να βελτιωθεί η παρουσία μας σε κοινωνικές ομάδες όπως οι νέοι και οι άνεργοι όπου είχαμε πτώση των ποσοστών μας στις ευρωεκλογές. • Στόχος μας δεν πρέπει να είναι απλά η έξοδος από τη κρίση αλλά η αριστερή διακυβέρνηση και τελικά η κατάληψη της εξουσίας από το λαό. • Είναι αναγκαίο, να αναδειχτεί ότι μια πραγματικά εναλλακτική, αριστερή πρόταση διακυβέρνησης της χώρας που θα την οδηγήσει σε ανάπτυξη, παραγωγική ανασυγκρότηση, ραγδαία μείωση της ανεργίας, της φτώχιας και της μετανάστευσης, μας αφορά όλους. • Πρέπει, μέχρι την προεδρική εκλογή να αναδειχτούν όλες οι προϋποθέσεις στη κοινωνία ώστε να μην είναι εύκολο σε βουλευτές έκτος του κυβερνητικού συνασπισμού να ψηφίσουν ουσιαστικά υπέρ της παράτασης του βίου της σημερινής κυβέρνησης. Χρειαζόμαστε μια αριστερή κυβέρνηση που θα αλλάξει ουσιαστικά τις δομές της χώρας, θα προχωρήσει οικειοθελώς σε μεταρρυθμίσεις, θα έρθει σε σύγκρουση με το σύστημα, τους κάθε λογής ισχυρούς, κατεστημένες αντιλήψεις, συνήθειες, θα αντιπαλέψει – και μέσα της – τον παλαιοκομματισμό σε όλες τις εκφράσεις του, διατηρώντας όμως ένα ισχυρό και αποτελεσματικό δημόσιο τομέα στους τομείς που είναι απαραίτητος. Η μάχη των εκλογών πρέπει να δοθεί με τις καλύτερες προϋποθέσεις για να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με δυνάμεις που θα αλλοιώσουν – νοθεύσουν τη προοπτική αριστερής διακυβέρνησης της χώρας, που όλοι ευχόμαστε.