Συνήθως παρουσιάζονται τα στερνά της κάθε επιτυχίας. Δεν παρουσιάζονται τα βάσανα, οι δυσκολίες, οι αβεβαιότητες, οι καημοί, οι οδύνες, το χάος, ο τρόμος, τα αδιέξοδα, οι απελπισίες, οι απειλές, οι αθλιότητες κάθε εποχής. Σε ένα μετεμφυλιακό, μεταπολεμικό κλίμα φτώχειας, ανέχειας, τρόμου, δυστυχίας, με τεράστιες ελλείψεις των αναγκαίων γεννηθήκαμε στους κατάμαυρους αυτούς καιρούς.
Εφτά χρόνια σε μία τρώγλη. Πορτοπαράθυρα να μπάζουν όλους τους καιρούς. Στέγες να στάζουν, κατώγια με όρθες, οζά, άχερα, ψύλλους, κοπρές, βερβελίδες και κουτσουλιές, με το λύχνο και τη λάμπα -πολυτέλεια- του πετρελαίου. Με τη σκάφη, το λαΐνι και το κατσαρόλι, το τσικάλι στην παρασιά να ζεστάνει η μάνα μας λιγοστό νερό από το πηγάδι του Φραδέλου για να λουστούμε, να φύγει λίγη λίγδα και χώμα από το κορμί μας. Δίπλα μας η άλλη τρώγλη του Παμεινώντα. Με τσίγκους που εστίαζαν στο χωματένιο δάπεδο, όλο λακκούβες και το έκαναν άθλιο και υγρό για να επιβιώνουν άνθρωποι. Η εποχή κατάμαυρη, ανέχεια, χωρίς μια χαραμάδα ελπίδας να μπει φως, καθαρός αέρας, για να διώξει τη μπόχα και την απόγνωση.
Η Μαριγώ κάτι παραπάνω από θεϊκή μορφή, καλοσύνη, αγάπη. Μα αλήθεια μέσα στην πίσσα και στο σκοτάδι που βρισκόταν αυτό το φως που έβγαζε αυτή η μεγαλειώδης γειτόνισσα, γιαγιά, ασπρομαλλούσα Παναγία του πόνου και της ανέχειας, με το χαμόγελο και την καλοσύνη. Που έδιωχνε τη δυστυχία και άπλωνε πάνω μου μια ανείπωτη ευτυχία που ποτέ δεν ξανάνιωσα στη ζήση μου. Δίπλα στην παρασιά, στη χόβολη, στο υγρό δάπεδο, δίπλα στο κασιδόλυχνο που φέγγριζε, αβασίλευτο, αστέρευτο το μεγαλείο της υπομονής, της καρτερίας, της καλοσύνης.
Ακουμπούσαν την παιδική ψυχή. Ένας παράξενος ήλιος, μεγαλειώδης που ποτέ δεν ξανάδα στη ζήση μου. Γαλήνη που πάντα υπάρχει ανεξάντλητη στα κατάβαθα της ψυχής μου, μέσα στις τρικυμίες των ωκεανών που φάνηκαν στα κατοπινά χρόνια. Από καιρούς και τρόμους. Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψεις το μεγαλείο των αισθημάτων που νιώθω ακόμη και σήμερα. Γι’ αυτό σωστά οι δάσκαλοι και παιδαγωγοί σ’ όλα τα θρανία που πέρασα και περνώ, είπαν πως τα πρώτα χρόνια και βήματα του ανθρώπου έχουν τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Η μοναχοκόρη τους η Ελένη διέσωσε αυτό το ανείπωτο φως κι έγινε πράξη χειροπιαστή. Δεν χάθηκε η ψυχή της Παμεινώνταινας.
Οι θρησκείες λένε ότι η ψυχή είναι αθάνατη, ασαφώς και αορίστως, χωρίς να μας λένε τι είναι ψυχή. Γι’ αυτό και δεν μπορούν να την περιγράψουν. Δεν είναι του παρόντος να πω για την αθανασία της ψυχής. Τον Θεό και την ψυχή την πιστεύουν αυτοί που δεν μπορούν να τα δουν ως ζώσες υπάρξεις. Άψυχοι και άθεοι είναι εκείνοι που δεν βλέπουν τη ζωή και δεν διασώζουν τον πολιτισμό. Μια πορεία ανάμεσα σε ασπάλαθους, κατσοπίνια, ασφόδελους, κακοτράχαλους ανήφορους. Βγήκε ορθός και μεγαλειώδης “εν τη θλίψει αυτού” ο γιος της Ελένης. Και κρατά στα χέρια το φως της γιαγιάς Παναγιάς της Μαριγώς.
Τότε το ένιωθα άυλο, απερίγραπτο να γαληνεύει την ψυχή μου, ανείπωτο μέσα στα πικρά, να λύνει κόμπους στον λαιμό κάτω από το άγρυπνο μάτι του νωματάρχη- τοποτηρητή της μετεμφυλιακής εξορίας στα Ρούστικα. Σήμερα το φως αυτό είναι αλλιώτικο. Έχει διασωθεί σε ένα πολιτισμικό αγαθό, ναό των Μουσών που φωτίζει όπου γης. Ένα αρχείο που διασώζει αγαθά και προάγει κάθε αξία και ιδανικό του πολιτισμού. Σιόκαιρος μου ο Γιάννης Γαρεδάκης. Πορεία που καταξιώθηκε.