Επισημάνσεις – σχόλια με αφορμή πρόσφατα περιστατικά στα Χανιά
Πολυσύνθετα είναι τα αίτια για την έξαρση των περιστατικών βίας μεταξύ ανηλίκων και στα Χανιά, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί.
Τι είναι, όμως, αυτό που οδηγεί σε βίαιες συμπεριφορές; Τι κενά προσπαθούν να καλύψουν αυτά τα παιδιά που επιδίδονται σε ακρότητες; Τι έχει αλλάξει σε σύγκριση με το παρελθόν; Και τι ανάγκες υπάρχουν σε δομές και προσωπικό που θα μπορούσε να διαχειριστεί αυτές τις υποθέσεις και να οδηγήσει τους “άτακτους” νέους σε δημιουργικούς δρόμους;
Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά αναζήτησαν τα “Χανιώτικα νέα” μέσα από συνομιλίες με ανθρώπους της εκπαίδευσης, της ειδικής αγωγής, αλλά και της ψυχιατρικής οι οποίοι προσεγγίζουν το φαινόμενο και εξηγούν το τι, κατά τη γνώμη τους, κρύβεται… πίσω από την εφηβική και ενδοσχολική βία καθώς τα περιστατικά διαδέχονται το ένα το άλλο.
Παρατηρούν, μεταξύ άλλων, ότι έχει αλλάξει η μορφή βίαιων συμπεριφορών σε σχέση με το παρελθόν καθώς μέσα από αυτές, αρκετά παιδιά επιζητούν επιβεβαίωση με βίντεο που ανεβάζουν σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Επισημαίνουν ότι τα φαινόμενα εντοπίζονται κυρίως σε ηλικίες μαθητών γυμνασίου και έχουν ενταθεί στην εποχή μετά τις καραντίνες της πανδημίας, όταν τα παιδιά είχαν στερηθεί την εκπαιδευτική διαδικασία.
Αναφέρονται στον κρίσιμο ρόλο της οικογένειας, στην ανάγκη τα σχολεία να μπουν «σε μία ομπρέλα παρουσίας ψυχολόγου και κοινωνικού λειτουργού», να στελεχωθούν δομές όπως το Κέντρο Διάγνωσης Αξιολόγησης Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (ΚΕΔΑΣΥ) αλλά και «να υπάρχει και ένας παιδοψυχίατρος για τις πολύ δύσκολες περιπτώσεις».
Αντώνης Λιοδάκης: Ανάγκη παρεμβάσεων
Την ανάγκη ριζοσπαστικών παρεμβάσεων από διεπιστημονικές ομάδες με ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχιάτρους, παιδοψυχιάτρους, κοινωνιολόγους και ανθρωπολόγους, τονίζει ο γνωστός ψυχίατρος, Αντώνης Λιοδάκης.
Οπως μας λέει ο κ. Λιοδάκης, από την εποχή που ο ίδιος είχε εργαστεί ως διευθυντής στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας Ρεθύμνου, «είχαμε εντοπίσει από μικρές έρευνες στην τοπική κοινωνία, μεγάλα ελλείμματα όσον αφορά τις παιδοψυχιατρικές υπηρεσίες. Οταν δημιουργήθηκαν τα Κέντρα Κοινότητας για παιδιά και εφήβους, ξεκαθαρίσαμε ότι οι ανάγκες σε αυτό το κομμάτι, αυξάνονται διαρκώς. Είχαμε πάρα πολλά αιτήματα από συλλόγους καθηγητών και συλλόγους γονέων, να παρέμβουμε σαν ειδικοί ψυχικής υγείας για το τι συμβαίνει στο σχολείο και πως θα διαχειριστούμε αυτές τις κρίσεις που εμφανίζει το σχολείο. Σήμερα, βλέπουμε να δικαιωνόμαστε σε αυτές τις εκτιμήσεις και τις προβλέψεις. Βλέπουμε ότι ακόμα περισσότερο οι ανάγκες επιτείνονται και απαιτούνται παρεμβάσεις. Το σχολείο σήμερα δεν έχει το νόημα που πρέπει να έχει. Βιώνουμε μια εποχή όχι μόνο κρίσης στο σχολείο αλλά μη σχολείου. Τα παιδιά βρίσκονται σε ένα απίστευτο αδιέξοδο το οποίο βέβαια οφείλεται συνολικά στα αδιέξοδα της κοινωνίας. Βιώνουμε μία απόλυτη σύγχυση όσον αφορά τις αξίες και τα νοήματα της ζωής. Βιώνουμε μια υποκρισία από όλες τις πλευρές με αποτέλεσμα τα παιδιά να το εκφράζουν με μικρές και μεγάλες παραβατικότητες.
Δημιουργούν έτσι ομάδες μέσα από τις οποίες τα παιδιά ζουν, οι οποίες όμως δεν έχουν νόημα και περιεχόμενο και ποιότητα με αποτέλεσμα τα φαινόμενα ενδοσχολικής βίας να είναι καθημερινά. Να ακυρώνουν τη ζωή στο σχολείο, να ακυρώνουν τις σχέσεις των παιδιών με τους καθηγητές, όλα αυτά τα φαινόμενα και οι διεργασίες. Οι οικογένειες από τη μια μεριά να κυνηγούν την επιβίωση μέσα από την επισφαλή εργασία και την ανεργία – συσχετίζονται τα προβλήματα της κοινωνίας και αυτά που αντιμετωπίζουν οι γονείς με το παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό μέρος και τις συμπεριφορές στα Χανιά».
Ο κ. Λιοδάκης τόνισε ότι «αποτέλεσμα της κατάστασης που βιώνουμε είναι να έχουμε ένα σχολικό περιβάλλον στο οποίο είναι αδύνατον να λειτουργήσει η εκπαιδευτική διαδικασία. Οι γονείς σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Παραπέμπει η μία υπηρεσία στην άλλη. Δεν λειτουργεί το σύστημα των υπηρεσιών, είτε στην Υγεία, είτε στην Παιδεία με αποτέλεσμα να βιώνουμε ένα απίστευτο χάος, μια αποδόμηση, μια αποδιοργάνωση. Τα προβλήματα στην οικογένεια είναι σύνθετα. Η οικογένεια είναι σε κρίση, το εκπαιδευτικό σύστημα είναι σε κρίση, τα ζητήματα της Υγείας είναι σε κρίση, βλέπουμε ότι ο δημόσιος τομέας της Υγείας υπολείπεται διαρκώς και πράγματι αυτοί οι οποίοι ήμασταν υπέρ του δημόσιου συστήματος Υγείας να αποθαρρυνόμαστε, να εγκαταλείπουν τα νοσοκομεία πάρα πολλοί γιατροί, να επιλέγουν άλλες λύσεις, να φεύγουν στο εξωτερικό. Ολα αυτά μεγαλώνουν το πρόβλημα. Θέλει ριζοσπαστικές παρεμβάσεις, σωστά μελετημένες, από διεπιστημονικές ομάδες με ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχιάτρους, παιδοψυχιάτρους, κοινωνιολόγους και ανθρωπολόγους. Μια διεπιστημονική παρέμβαση μήπως αρθρώσουμε μία πρόταση λειτουργική και ουσιαστική στα ζητήματα του σχολείου».
Γιώργος Μπέας: Άγονοι οι διαγωνισμοί για παιδοψυχίατρο
Αγονες κατέστησαν τα τελευταία 5 χρόνια, οι προκηρύξεις για πέντε θέσεις ψυχιάτρων και τέσσερις θέσεις παιδοψυχιάτρων με το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Χανίων να παραμένει σήμερα χωρίς παιδοψυχίατρο. Ετσι, όσοι ενδιαφέρονται για παιδοψυχίατρο αναγκάζονται να απευθύνονται στον ιδιωτικό τομέα.
Οπως μας λέει ο διοικητής του νοσοκομείου Χανίων, Γιώργος Μπέας, «η διοίκηση του Γενικού Νοσοκομείου Χανίων σε συνεργασία με την 7η ΥΠΕ και το υπουργείο Υγείας έχουν προχωρήσει από το 2020 σε επαναλαμβανόμενες προκηρύξεις θέσεων μόνιμων γιατρών, ψυχιάτρων και παιδοψυχιάτρου. Μάλιστα, στην τελευταία προκήρυξη, τον Μάρτιο του 2023 δόθηκε κίνητρο, η θέση του παιδοψυχιάτρου για το ΚΨΥ, να είναι στο βαθμό του διευθυντή. Δυστυχώς, τα Συμβούλια Επιλογής Μόνιμων Γιατρών τα οποία ολοκληρώθηκαν πρόσφατα κατέδειξαν και αυτή την προκήρυξη άγονη όσον αφορά τη θέση του διευθυντή παιδοψυχιάτρου».
Πάντως, ο κ. Μπέας μας είπε ότι «σύντομα αναμένεται μία πολύ έμπειρη ψυχίατρος να αναλάβει καθήκοντα στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας. Παράλληλα, το υπουργείο έχει εγκρίνει και θέσεις επικουρικών ψυχιάτρων (που είναι καλυμμένες στην ψυχιατρική κλινική και στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας) και επίσης υπάρχει δυνατότητα απασχόλησης ειδικευμένων γιατρών αντίστοιχων ειδικοτήτων με μισθό 2.000 ευρώ αφορολόγητο το μήνα».
Η ανάγκη να καλυφθεί η θέση παιδοψυχίατρου παραμένει.
Χρήστος Μπέλμπας: Παράγοντας βίας το “στρες”
Παράγοντες που συντελούν στα περιστατικά ενδοσχολικής βίας είναι, όπως εκτιμά ο πρόεδρος της Ενωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΕΛΜΕ) Χανίων, Χρήστος Μπέλμπας, η εντατικοποίηση της εργασίας αλλά και της μαθησιακής διαδικασίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «τα σχολεία είναι ένα ανοιχτός στην κοινωνία χώρος. Υποδεχόμαστε όλα τα παιδιά. Αρα και οι καταστάσεις οι οποίες υπάρχουν στην κοινωνία μεταφέρονται μέσα στην κοινωνία. Η εντατικοποίηση της εργασίας, π.χ. εργαζόμενοι που δουλεύουν σε τέτοιες συνθήκες με ανύπαρκτα δικαιώματα για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, εσωτερικευουν με άσχημο τρόπο αυτό το απάνθρωπο “κοινωνικό συμβόλαιο “ και είναι πολύ πιθανό να το μεταφέρουν μέσα στην οικογένειά τους. Αλλά και το σχολείο εν γένει τα τελευταία χρόνια έχει εντατικοποιηθεί».
Ο κ. Μπέλμπας θεωρεί ότι η μείωση της ύλης αλλά και η κατάργηση στρεσογόνων παραγόντων για τους μαθητές, όπως η Τράπεζα Θεμάτων και η ελάχιστη βάση εισαγωγής, θα παίξουν θετικό ρόλο στην συμπεριφορά μαθητών καθώς θα εξαλείψουν το στρες και το άγχος που προκαλεί εντάσεις.
Επίσης ζητά «να υποστηριχθούν οι δομές, το ΚΕΔΑΣΥ αλλά και οι δομές και οι θέσεις εργασίας μέσα στα σχολεία με ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς».
Ι. Π. Αμπελάς: Πιο έντονα τα φαινόμενα μετά την πανδημία
Πιο έντονα είναι τα φαινόμενα βίας στην εποχή μετά την καραντίνα, μέσα στην οποία τα παιδιά είχαν στερηθεί την εκπαιδευτική διαδικασία και καταγράφονται περισσότερο στα Γυμνάσια και λιγότερο στα Λύκεια και τα ΕΠΑΛ, επισημαίνει ο διευθυντής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Χανίων, Ιωάννης Παναγιώτης Αμπελάς.
Ο ίδιος αναφέρεται στον κρίσιμο ρόλο της οικογένειας αλλά και στην ανάγκη, όλες οι σχολικές μονάδες να μπουν «σε μία ομπρέλα παρουσίας ψυχολόγου και κοινωνικού λειτουργού», να στελεχωθούν δομές όπως το Κέντρο Διάγνωσης Αξιολόγησης Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (ΚΕΔΑΣΥ» και «να υπάρχει και ένας παιδοψυχίατρος για τις περιπτώσεις που θεωρούνται πάρα πολύ δύσκολες τουλάχιστον με την λογική της υποστηρικτικής διδασκαλίας, της παράλληλης στήριξης».
Ειδικότερα, ο κ. Αμπελάς επισημαίνει:
«Πράγματι υπάρχουν γεγονότα βίας τα οποία μας ανησυχούν. Βέβαια, αυτά τα γεγονότα δεν είναι όλα το ίδιο. Υπάρχουν περιστατικά εκφοβισμού για τα οποία οφείλουν οι διευθυντές των σχολείων
να μας ενημερώνουν. Υπάρχουν περιστασιακά περιστατικά βίας με την έννοια ότι μπορεί να προκύψει μία διαφορά ανάμεσα σε μια ομάδα ή δύο πρόσωπα και, δυστυχώς, αντί να λύσουν την όποια διαφορά τους με έναν πιο φιλικό τρόπο, καταλήγουν στο να επιλύσουν τη διαφορά μέσω της βίας. Και υπάρχουν και περιστατικά βίας τα οποία οφείλονται σε ζητήματα διαχείρισης συναισθημάτων, διαχείρισης του θυμού, από παιδιά τα οποία ούτως η άλλως έχουν ένα ιστορικό γνωματεύσεων γύρω από τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται. Προφανώς, πάντα υπήρχαν, με μια άλλη όμως ποιοτική διάσταση και με μια πιο ουσιαστική αντιμετώπιση. Υπήρχε μια τάση τότε, να χωρίζουν τα παιδιά οι συμμαθητές τους, πολλές φορές πριν από τους καθηγητές μας. Τώρα, βλέπουμε ότι τα παιδιά αποστασιοποιούνται και τραβάνε βίντεο, σαν να είναι ένα θέαμα που πρέπει να το παρακολουθήσουμε. Αυτή την ποιοτική διαφορά δεν μπορούμε να μη τη συνδέσουμε με την εποχή του covid. Είναι προφανές ότι είναι πολύ πιο έντονα (τα φαινόμενα) την τελευταία διετία – τριετία. Νομίζω ότι σε πρώτη φάση οφείλεται στο ότι σε κρίσιμες ηλικίες στερήθηκαν κοινωνικές δεξιότητες, δεξιότητες συνεργασίας, ειρηνικής επίλυσης, αρκετοί μαθητές μας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περιστατικά εντοπίζονται κυρίως στις μεγάλες τάξεις του δημοτικού και στο γυμνάσιο. Για τα λύκεια και τα ΕΠΑΛ δεν έχω κάποια πληροφόρηση έντονης αντιπαράθεσης σε καθημερινή βάση όσο, αντίθετα, παίρνουμε πληροφορίες ότι στα γυμνάσια είναι πολύ πιο εύκολο. Και αυτό το αποδίδω πρώτα στο ηλιακό – ανωριμότητα, δεύτερον αυτοί οι μαθητές του γυμνασίου είναι αυτοί που στερήθηκαν σε μεγάλο βαθμό την εκπαιδευτική διαδικασία τα κρίσιμα χρόνια του covid, τρίτον θεωρώ ότι μεγάλο ρόλο εδώ παίζουν οι σύγχρονοι ρυθμοί της οικογένειας. Οι γονείς σε πολύ μεγάλο βαθμό στο άγχος του να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα επιβίωσης οικονομικής, λείπουν πολλές ώρες από το σπίτι και φυσικά τα παιδιά μεγαλώνουν σε μεγάλο βαθμό μόνα τους. Μπορούμε να εικάσουμε, όπως δείχνουν και οι μελέτες, ότι πολλές φορές τα παιδιά που χρησιμοποιούν τη βία, έχουν υποστεί βία, άρα μπαίνει και ο παράγοντας της ενδοικογενειακής βίας, ο οποίος πολλές φορές προκαλεί τέτοιου είδους φαινόμενα μέσα στα σχολεία ως αντίκτυπο στα παιδιά που την έχουν υποστεί».
Ο κ. Αμπελάς παρατηρεί ακόμα ότι «επειδή έχουν χάσει λίγο έως πολύ κάποια παιδιά τον προσανατολισμό τους, αντί δηλαδή να επιδιώκουν την ανάδειξή τους για κάτι θετικό, αναζητούν την επιβεβαίωση για κάτι αρνητικό. Ψάχνουν μια τέτοια επιβεβαίωση (π.χ. like σε βίντεο βίας στα κοινωνικά δίκτυα) για την οποία κάποτε, μάλλον θα ντρεπόμασταν λίγο, θα αισθανόμασταν ενοχή για τέτοια πράξη. Τώρα, βλέπουμε ότι πολλές φορές αυτό θεωρείται ένας τρόπος επιβεβαίωσης. Και αυτό έχει να κάνει με το πώς αυτοί οι μαθητές λειτουργούν μέσα στο σχολείο. Τι θετικές ευκαιρίες τους δίνει το σχολείο αλλά και η οικογένεια στο να δείξουν τα θετικά στοιχεία που έχουν αυτά τα παιδιά».
Καταλήγοντας, ο κ. Αμπελάς σημείωσε ότι «όλες οι δομές πρέπει να έχουν μεγαλύτερη στελέχωση γιατί οι ανάγκες πια είναι πολύ περισσότερες. Δηλαδή, ο άμεσος συνεργάτης μας που είναι το ΚΕΔΑΣΥ χρειάζεται μεγαλύτερη στελέχωση σε ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς για να μπορούν οι συνάδελφοι όχι μόνο να διαγιγνώσκουν τα ζητήματα αλλά να μπορούν να υποστηρίζουν τη συμβουλευτική τους. Θα έλεγα ότι πια, εφόσον έχουμε αυτή την αυξημένη καταγραφή περιστατικών, πρέπει, τηρουμένων και των δεδομένων που υπάρχουν, η πολιτεία να δει επιτακτικά το ζήτημα της στελέχωσης όλων των σχολείων με ψυχολόγο και κοινωνικό λειτουργό. Πρέπει να γίνει ένα βήμα σε επίπεδο σχολικής μονάδας ώστε όλες, χωρίς καμία εξαίρεση, να μπαίνουν σε μία ομπρέλα παρουσίας ψυχολόγου και κοινωνικού λειτουργού. Το ΚΕΔΑΣΥ πρέπει οπωσδήποτε να εμπλουτιστεί με αντίστοιχα στελέχη για να μπορούν οι συνάδελφοι να ασκούν τον συμβουλευτικό τους ρόλο ακόμα καλύτερα και σε ένα άλλο επίπεδο που ξεπερνά τις δομές της Δευτεροβάθμιας, να υπάρχει και ένας παιδοψυχίατρος για τις περιπτώσεις που θεωρούνται πάρα πολύ δύσκολες».
Ελένη Γκιργκινούδη: «Σημαντική η πρώιμη παρέμβαση»
«Οι σύγχρονες έρευνες στον χώρο της ειδικής αγωγής αναδεικνύουν την σημαντικοτητα της έγκαιρης διάγνωσης και πρώιμης παρέμβασης από την νηπιακή ακόμη ηλικία. Πολλοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι είναι καθοριστική στην εξέλιξη των παιδιών μαθησιακά αλλά και κοινωνικά», μας λέει η Σύμβουλος Εκπαίδευσης Ειδικής Αγωγής και Ενταξιακής Εκπαίδευσης, Ελένη Γκιργκινούδη.
«Είναι αδιανόητο λοιπόν το ΚΕΔΑΣΥ (Κέντρο Διάγνωσης Αξιολόγησης Συμβουλευτικής και Υποστήριξης) και το Κέντρο Ψυχικής Υγείας, να μην έχουν στελεχωθεί από παιδοψυχιατρο και οι γονείς των παιδιών με διάχυτες και συναισθηματικές διαταραχές να περιμένουν τρεις ή και έξι μήνες για μια αξιολόγηση από ιδιώτη παιδοψυχίατρο. Εύκολα λοιπόν αντιλαμβάνεται κανείς ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες χάνουμε πολύτιμο χρόνο για για την μαθησιακή εξέλιξη και την ένταξη των μαθητών μας».
Χρήστος Πραματευτάκης: «Ευθύνη όλων μας οι λύσεις»
«Το θέμα της παραβατικότητας ανηλίκων είναι δεδομένο. Υπάρχει σε όλο τον νομό Χανίων και είναι ευθύνη όλων μας και της πολιτείας και των φορέων και των συλλόγων να κάνουμε ορισμένες κινήσεις ούτως ώστε να δώσουμε αυτές τις λύσεις που θα μπορούσαν αν όχι να εκλείψουν, να περιορίσουν αυτό το φαινόμενο».
Τα παραπάνω τονίζει, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Χανίων, Χρήστος Πραματευτάκης.
Ο κ. Πραματευτάκης αναφέρθηκε σε πρόσφατη ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στα Χανιά με θέμα “Φιλική Δικαιοσύνη Ανηλίκων: Δικονομικές εγγυήσεις σε ανήλικους που κατηγορούνται, είναι ύποπτοι ή μάρτυρες σε ποινικές υποθέσεις. Οδηγία 800/2016” και τόνισε τη σημασία του να σωθεί κάθε παιδί από παραβατικές συμπεριφορές
Ανενεργή η Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων
Ανενεργή παραμένει η Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων (Ε.Π.Α.) Νομού Χανίων (Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου που υπάγεται στο Yπουργείο Δικαιοσύνης) η οποία στεγαζόταν σε διαμέρισμα στην οδό Σφακίων και είχε βοηθήσει κατά το παρελθόν ανήλικους παραβάτες.
Μια ιστορία από το 2008
Το φαινόμενο μπορεί να παρουσιάζει σήμερα έξαρση αλλά δεν είναι μόνον… φαινόμενο της εποχής μας.
Τον Ιανουάριο του 2008, όταν και πάλι είχαν σημειωθεί σοβαρά περιστατικά (τότε μέσα στην πόλη και στο ενετικό λιμάνι) με ανηλίκους, που είχαν ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό ενός Χανιώτη.
Τα “Χανιώτικα νέα” σε ρεπορτάζ τους (21.1.2008) με τίτλο: “Βία εκτός ορίων”, είχαν επισημάνει ότι «ενώ το πρόβλημα έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις, δεν υπάρχει στα Χανιά προνοιακός φορέας ο οποίος να ασχολείται προληπτικά και επί της ουσίας με τα φαινόμενα παιδικής βίας και παραβατικής συμπεριφοράς νέων και ιδίως ανηλίκων».