1973. Απόγευμα της 17ης του Νοέμβρη.
Ελλάς* πυρ! Ελλήνων* πυρ! Χριστιανών* πυρ!
Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;
Γιώργος Σεφέρης, 1968
Σε ένα συνηθισμένο ψάξιμο στην κλίμακα των Βραχέων του ραδιοφώνου, μάλλον από λάθος, βρίσκομαι στα FM. Ψάχνοντας και εκεί πέφτω στις αγωνιώδεις εκκλήσεις ενός νεαρού (Δημήτρης Παπαχρήστος) και μιας νεαρής (Μαρία Δαμανάκη) που καλούσαν τους Αθηναίους και τις Αθηναίες στο κέντρο της Αθήνας, στο Πολυτεχνείο.
Έμεινα για λίγο στο σταθμό αυτό. Είχα ακούσει για την κατάληψη του Πολυτεχνείου από τους φοιτητές. Κατάλαβα πως κάτι σοβαρό συνέβαινε εκεί. Βρισκόμουν στο σπίτι μου και είχαμε μόλις τελειώσει το μεσημεριανό γεύμα παρέα με τον κουμπάρο και φίλο μου Μ.Λ. Παραμείναμε για λίγο στο ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου. Ήταν ακόμη νωρίς το απόγευμα. Κοιταχτήκαμε στα μάτια με τον κουμπάρο μου. Δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Οι γυναίκες μας ήταν ακόμη στην κουζίνα και συζητούσαν. Ετοιμαστείτε, τους λέω, πάμε στο Πολυτεχνείο. Εξήγησα με λίγα λόγια αυτό που υπέθετα ότι συνέβαινε και τους θύμισα τα γεγονότα της Νομικής των αρχών του έτους. Σε πέντε λεπτά είμαστε όλοι στο δρόμο. Περπατήσαμε από του Ζωγράφου στο Σύνταγμα και από εκεί στο Πολυτεχνείο. Παρατηρήσαμε μια σχετικά αυξημένη παρουσία αστυνομικών στους δρόμους, τίποτε άλλο περίεργο όμως. Στο Πολυτεχνείο η εικόνα ήταν διαφορετική. Από τα Χαυτεία μέχρι τη συμβολή της Πατησίων με την Αλεξάνδρας ο κόσμος ήταν πατείς με πατώ σε. Συνθήματα, τραγούδια, χέρια υψωμένα, γροθιές σφιγμένες. Δεν είχα εικόνα επαναστατικών κινητοποιήσεων.
Ο Μάης του ΄68 ήρθε φευγαλέα στη σκέψη μου. Οι στρυμωγμένοι γύρω μου άγνωστοι, μικροί και μεγαλύτεροι, άνδρες και γυναίκες είχαν πρόσωπα που μου φαίνονταν φωτισμένα, χαρούμενα, αποφασισμένα. Απευθυνόμουν στους κοντινούς σε μένα, για λόγους χωρίς ενδιαφέρον, μόνο και μόνο για να τους αποκαλέσω συντρόφους. Κάποια στιγμή, είχε ήδη σκοτεινιάσει, ακούστηκαν δυνατές φωνές που συνιστούσαν να κινηθούμε προς την Αλεξάνδρας γιατί λέει έρχεται στρατός στο Πολυτεχνείο. Το πλήθος άρχισε να απομακρύνεται από το Πολυτεχνείο, κινούμενο προς την 3η Σεπτεμβρίου και την Αλεξάνδρας. Φύγαμε από τους τελευταίους και είχαμε φτάσει στο ύψος της Αλεξάνδρας όταν ακούστηκε ένα παράξενο βουητό και μια λέξη να φτερουγίζει σαν αγριεμένη, υπερφυσική σφήκα στα κεφάλια όλων μας. Μπάτσοι… μπάτσοι… μπάτσοι… Σιδερόφρακτοι αστυνομικοί, με τα γκλοπς ανά χείρας και προτεταμένα εν είδη μακεδονικής σάρισας εισέβαλαν στην Αλεξάνδρας από την οδό Μπουμπουλίνας και άρχισαν να επιτίθενται προς τους διασκορπιζόμενους προς όλες τις κατευθύνσεις συγκεντρωμένους ατάκτους. Έχασα τους δικούς μου και βρέθηκα μόνος πάνω στη νησίδα στην αρχή της Αλεξάνδρας. Αλαφιασμένος, αγριεμένος φώναξα δυνατά στον αέρα πως, «εγώ δεν πάω πουθενά!», όταν ένα γκρουπ πέντε-έξη αστυνομικών πέφτουν απάνω μου και άρχισαν τα ρόπαλα να μετρούν τα πλευρά μου με πολυβολικό ρυθμό. Προσπάθησα να σηκωθώ και τους φωνάζω με όση δύναμη είχα «είμαι αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού εν ενεργεία!»
Πώς βρήκα το θάρρος, το θράσος θα έλεγα και τους το φώναξα αυτό; Μόλις πριν ένα μήνα είχα αποφυλακιστεί από το ΕΑΤ/ΕΣΑ. Δεν είχα καν ταυτότητα ακόμη. Μόνο το αποφυλακιστήριό μου. Δεν ήμουν τίποτε… Η κραυγή έπιασε τόπο και τέσσερα χέρια με σηκώνουν προσεκτικά και συνοδεύοντάς με απολογούνται – θα σκεφτήκανε φαντάζομαι πως «κάποιος δικός μας είναι αυτός» – και μου δείχνουν το δρόμο στον οποίο έπρεπε να κινηθώ. Βρέθηκα στη Φερών και μπήκα στην πρώτη πολυκατοικία που βρήκα την εξωτερική της πόρτα ανοιχτή. Ανέβηκα δυο ορόφους και χτύπησα το κουδούνι ενός διαμερίσματος. «Ποιος είναι;», ακούστηκε μια αδύναμη, γυναικεία φωνή. «Ένας χτυπημένος» απάντησα. Άνοιξε αργά η πόρτα. Την έσπρωξα βιαστικά και μπήκα μέσα. «Συγνώμη για την ανησυχία», είπα στην μεσόκοπη ευγενική κυρία και σωριάστηκα σε μια πολυθρόνα που βρήκα μπροστά μου.
«Θέλετε μήπως να φωνάξω ένα γνωστό μου γιατρό; Είστε καλά;» «Όχι, όχι. Είμαι καλά. Σας ευχαριστώ. Θα μείνω εδώ για μια-δυο ώρες, αν μου το επιτρέψετε και θα φύγω. Μου δίνετε σας παρακαλώ ένα ποτήρι νερό;»
«Να υποθέσω πως έρχεστε από το Πολυτεχνείο. Αχ, βρε παιδιά μου. Αυτοί εδώ που μας κυβερνούν είναι πολύ σκληροί. Εγώ παιδί μου είμαι, πώς να σου το πω, συντηρητικιά, δεξιά είμαι και δεν με ενοχλεί κανένας. Μείνε πάντως εδώ όσο θέλεις. Μπορείς να ξαπλώσεις σ’ αυτόν εδώ τον καναπέ. Είναι άνετος και θα ξεκουραστείς καλύτερα.»… Ξάπλωσα στον καναπέ. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
Στη σκέψη μου πηγαινορχόντουσαν οι Παπαδoπουλαίοι αγκαζέ με τους Παττακούς, τα τσιράκια τους, οι λογής πληροφοριοδότες που θαρρείς φύτρωναν γύρω και κυρίως πίσω μας καθώς τα άγρια ζιζάνια στο σπαρμένο χωράφι. Για να τους χτυπήσεις αυτούς χρειάζεται σχέδιο, χρειάζεται κόσμος ικανός και αποφασισμένος, είναι αναγκαίες οι διεθνείς διασυνδέσεις. Για τα παιδιά του Πολυτεχνείου, της Νομικής, για αυτά ακριβώς τα δικά μας παιδιά, τα παιδιά όλων μας, έτρεφα πάντα αισθήματα θαυμασμού, γνωρίζοντας βέβαια πως δεν αρκούν τα ξεσπάσματα μιας νεολαίας που ασφυκτιούσε και θα ασφυκτιά πάντα όταν τη στραγγαλίζουν κάθε μορφής και ιδεολογίας ανελεύθερα καθεστώτα. Μέχρι σήμερα οι φωνές
«εδώ Πολυτεχνείο… …
… εδώ Πολυτεχνείο»…
γίνονται ένα με τους στίχους του Ελύτη και με συνεπαίρνουν: ……………και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη
την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες……
Στις μέρες μας το έπος του Πολυτεχνείου θυμούνται κάθε χρόνο οι Έλληνες φοιτητές και οι μανάδες και οι πατεράδες τους και «τιμούν» την επέτειο με μια ακατανόητη, μπορεί και απολύτως κατανοητή, ελληνικής κοπής πορεία από το Πολυτεχνείο στην Αμερικανική Πρεσβεία, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να τιμήσουν τους εξεγερθέντες και τα θύματα της πραγματικά μνημειώδους εξέγερσης, αλλά και να στιγματίσουν την αμερικάνικη εμπλοκή στη χουντική επταετία. Το πώς εξελίχτηκε όλα αυτά τα χρόνια η περίφημη πορεία του Πολυτεχνείου μόνο οργή, ντροπή και θλίψη μπορεί να προκαλεί σ’ αυτούς που εμπνευστήκαν και δημιούργησαν αυτό το θρυλικό αντιχουντικό έπος.
ΕΦΕΕ δεν υπάρχει πια, οι φοιτητές δεν μπορούν ούτε στοιχειωδώς να συνεννοηθούν για οτιδήποτε, οι κουκουλοφόροι, οι ροπαλοφόροι, οι κάθε λογής περιθωριακοί εκδικητές και βέβαια οι θρασείς αντιστασιακοί του καναπέ έχουν πάρει στα χέρια τους την υπόθεση και το Πολυτεχνείο τείνει να εμφυτευτεί στη μνήμη των νεότερων, αλλά και κάμποσων από εμάς τους μεγαλύτερους, σαν εκδήλωση βίας και καταστροφών, βομβών μολότοφ, μισαλλοδοξίας, μικροκομματικής και κομματικής εκμετάλλευσης.
Θυμούμαι μια από τις τελευταίες ειρηνικές πορείες για την επέτειο του Πολυτεχνείου, στην οποία συμμετείχα με πολλούς φίλους και συντοπίτες Ζωγραφιώτες.
1981. Περίπου 200.000 άτομα ξεκινήσαμε από το χώρο του Πολυτεχνείου και μέσω της Σταδίου θα πορευόμασταν μέχρι την Αμερικανική Πρεσβεία. Πολλά τα συνθήματα που ακούγονταν. Κυριαρχούν το «ΝΑΤΟ-ΣΙΑ-Προδοσία» και «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία». Σε μια σχετικά ήσυχη στιγμή, κάπου στο ύψος της Πλατείας Κλαυθμώνος αρχίζω να τραγουδώ όσο πιο δυνατά μπορώ το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Αστραπιαία το «πήραν» αρκετοί από τους συμπορευόμενους. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μια σχεδόν απόκοσμη βουή με τη μελωδία του κρητικού ριζίτικου τραγουδιού πλημμύρησε το κέντρο της Αθήνας και έσβησε κάθε άλλο ήχο. Βγήκα στην άκρη της πορείας. Σταμάτησα εκστασιασμένος. Ανατρίχιασα. Δεν ξανάζησα τέτοιες στιγμές και φοβούμαι δεν πρόκειται να ξαναζήσω!…
Έτσι κι αλλιώς πάντως το «Πολυτεχνείο» έγραψε τη δική του αιματοβαμμένη ιστορία. Έδωσε ένα ακόμη σκληρό χτύπημα στη Χούντα και επηρέασε καίρια τις πολιτικές και όχι μόνο εξελίξεις….
Υ.Γ.:
1.- Το πιο πάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Μανώλη Μπουζάκη, με τίτλο «Ο δρόμος του Ποσειδώνη».
2.- Ο Μανώλης Μπουζάκης συμμετείχε στο Κίνημα του Ναυτικού εναντίον της Χούντας του 1967 και για το λόγο αυτό μαζί με το συμμαθητή του και συντοπίτη μας, δικηγόρο Αντώνη Γκαζή, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο αλήστου μνήμης κολαστήριο της Χούντας ΕΑΤ/ΕΣΑ.