17 Νοέμβρη, ήρθε πάλι! Το συναίσθημα μέσα μου σ’ έξαρση. Σφίγγοντας, δαγκώνω και ματώνω τα χείλη μου.
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, κάνοντας την αυτοκριτική μου, αυτομαστιγώνομαι μαζοχιστικά, συνεπαρμένος από τις ψυχικές μου ελλείψεις. Εγώ, ο μικρόψυχος που δεν ανέχομαι νάναι απών. Εγώ, με τη μεγάλη καρδιά που μπορεί με τέτοιο πάθος να ζηλεύει. Δεν ήμουνα και ‘γω, εκεί. Το κορμί μου δε στιγματίστηκε από τις πληγές πού ‘χαν κάποιοι τη χαρά ν’ αποκτήσουν στο κορμί τους. Καμιά σφαίρα δε διαπέρασε το υλικό μου είναι. Το μυαλό μου δε θρυμματίστηκε από τον αχό, τους κρότους, τις φωνές, τα τραγούδια, τα συνθήματα και τα ταμπούρλα. Δεν ανέβηκα την ανηφόρα, είμαι ακμαίος, με την τσάκιση στο κοστούμι που φόρεσα στους δρόμους με τις φωτιές, ατσαλάκωτο. Η κάπνα από τις μολότοφ δε με άγγιξε, ήταν πολύ μακρυά. Δεν ένωσα το χέρι μου κι οι ίνες, οι μύες του κορμιού μου δε συσπάστηκαν στην ίδια συχνότητα, τον ίδιο ρυθμό με κείνο των παιδιών που τα ‘λεγαν αλήτες. Μόνο θυμάμαι κι αργοσβήνω! Έχω κτήμα μου τη γλυκιά κατάρα να θυμάμαι πως, “δεν ήμουνα και ‘γω, εκεί”.
Δε θέλω να το σκέφτομαι, μα την ίδια στιγμή τ’ αποζητώ και διψώ να μην ξεχάσω. Το αίμα του κορμιού μου, δε χύθηκε ποτάμι από τις διάτρητες φλέβες μου. Το αίμα της ψυχής μου τρέχει στάλα-στάλα χρόνια τώρα. Κάθε τέτοια μέρα, πλημμυρίζει τις απέραντες λεκάνες της συνείδησης και λειαίνει τις χαραγματιές του εγκεφάλου και της γνώσης μου. Τα κόκαλά μου δεν έσπασαν από τα χτυπήματα των γκλομπς και, το ηθικό μου είναι θρυμματισμένο από το άγχος της απουσίας.
Γιατί; Ένα μεγάλο “γιατί,” πλανιέται και πιέζει τα μηνίγγια μου, Ανεβάζοντας τον πυρετό τα ύψη και προκαλώντας μου διαρκείς και αβάσταχτες ημικρανίες. Ήμουνα από κείνους που έχασαν την ευκαιρία να μπουν στο πάνθεον των αθανάτων. Υποφέρω, γιατί δεν υψώθηκα. Δεν έγινα εγώ ο μικρός, ΜΕΓΑΣ. Αμφισβητώ τον εαυτό μου κι αναρωτιέμαι, γιατί δεν έκανα το κάτι πιότερο. Δεν μπορώ να πιστέψω, να δεχτώ πως δεν μπορούσα. Άφησα τους άλλους να μου κλέψουν τη δόξα.
Γιατί; Αφού και ‘γω είχα το δικαίωμα! Αυτοί φταίνε, Αυτοί, μου την αφαίρεσαν ή εγώ, έχασα την ευκαιρία που φτερούγισε; Δε ζύγιασα καλά τα πράγματα. Έπρεπε να ‘μαι κει, κοντά. Να πέρναγα τη θάλασσα, να γινόμουν ένα μ’ αυτούς, να ‘χα πλαστεί από το ίδιο μείγμα. Αρρωσταίνω στην ιδέα πως, τα γράμματα της ιστορίας, χρυσά κι ανεξίτηλα, γράφουν μόνο γι’ αυτούς, με κεφαλαία κι ανάγλυφα. Θέλω να σβήσω ή, μάλλον, όχι! Από το φθόνο τον καλά νοούμενο, θέλω να χαράξω και το δικό μου όνομα ανάμεσα στα κείνων. Μα, το μολύβι μου σπάει στο πρώτο πιάσιμο. Παίρνω στυλό διαρκείας. Το μελάνι του εξαφανίζεται, μόλις αφήνεται στο ιδεατό χαρτί της ιστορίας. Όλα μοιάζουν ένα παραμύθι. Ναι, έτσι είναι, μπορεί να μην είναι αλήθεια, πρέπει να το πιστέψω. Δεν αντέχω νάμαι τραγική φιγούρα, μια καρικατούρα απέναντι στα τέλεια σμιλεμένα αγάλματα των ηρώων.
Πονάω, ένα λαβωμένο στις φτερούγες του πουλί που δεν μπορεί να πετάξει, να κοιτάξει από ψηλά μ’ υπεροψία τα γήινα. Μόνο έρπω, εγώ γίνομαι χαμαιλέοντας, ο αϊτός, ο βασιλιάς και υπερόπτης. Αγιάτρευτα ο χρόνος κυλά, 1973- 1983- 1993- 2003 …, αργός, βασανιστικός κι ανελέητος. Κάθε χρόνο, τα ίδια, κάθε χρόνο την ίδια μέρα.
Δε γιατρεύομαι, τα τραύματα δεν επουλώνονται και ‘γω, δεν το θέλω. Το ‘χω ανάγκη, είναι η δόση του μαζοχισμού μου. Να περνώ, να γερνώ, να μαθαίνω, να υποφέρω και να θυμάμαι με πόνο αβάσταχτο. Με την καρδιά μου να ‘ναι αφύσικα σκληρή και μαλακή, συνάμα.
Και μ’ αρέσει, μου γλυκαίνει τον πόνο και με γιγαντώνει. Μου δροσίζει τη δίψα της ψυχής. Μου δίνει το κουράγιο της συνέχειας της θύμησης, της μνήμης μέσα από τη ζήλια μου. Για κείνο τον αγώνα, κείνη τη δόξα, το μεγάλο όραμα τ’ ακόμα ανεκπλήρωτο.
Για να παλέψω με τον εαυτό μου, τους άλλους, τους μεγάλους, την κοινωνία και τους άρχοντες. Τους κάθε λογής βασιλιάδες που απαιτούν και το δικό μου προσκύνημα. Χάνομαι. Εγώ ο μικρός που διψά να μεγαλώσει, να τρανέψει έστω και μέσα από τις θύμησες, πριν το κύκνειο άσμα συντελεστεί. Θέλω και σε μένα ν’ αφιερώσουν ύμνους και εμβατήρια, να πλέξουν εγκώμια, να ψάλλουν ωσαννά και να πουν τραγούδια. Να φωνάξουν τ’ όνομα μου από τα μεγάφωνα και ν’ ακουστεί στους ίδιους μεγακύκλους με το σταθμό του Πολυτεχνείου, να κλέψω λίγη από τη δόξα μέσα από τα κάγκελα.
Κουράγιο, εαυτέ μου. Αντεξε λίγο ακόμα, κράτησε τον επιθανάτιο ρόγχο σου μη σβήσει. Ισως, οι σάλπιγγες ηχήσουν και για σένα, στο θριαμβικό εμβατήριο της δικαίωσης της απουσίας σου!
*Ο Ιωάννης Μ. Ροζάκης είναι μέλος Πνευματικών Δημιουργών Χανίων