Εκεί που άλλοτε λουλούδιαζε η πλάση
και τα αηδόνια τραγουδούσανε στα δάση
Εκεί που άλλοτε σμιλεύανε ψυχές
και οι Αγγέλοι ψέλνανε ουράνιες προσευχές.
Εκεί πια τώρα τα λουλούδια δεν ανθούνε
Εκεί πια τώρα τα πουλιά δεν τραγουδούνε
Εκεί πια τώρα υπάρχουν μόνο αντεροβγάλτες
Τούρκοι υπάρχουνε· της γης οι ψυχοβγάλτες.
Πολύ τον αγαπώ τον Πόντο, γιατί μοιάζει με την Κρήτη,
την Κρήτη μου, την Κρήτη των αγώνων και των θυσιών,
την Κρήτη των Ολοκαυτωμάτων και των θαυμάτων.
Την Κρήτη! Την Κρήτη!
Από την πρώτη στιγμή τον αγάπησα τον Πόντο. Πριν ακόμα διαβάσω την ιστορία του, πριν ακόμα τον μάθω, τον αγάπησα, γιατί έχει το σχήμα και τη μορφή της αθάνατης χιλιαγαπημένης, της Κρήτης μου. Είπα· δεν μπορεί, δεν γίνεται, αφού έχει τη μορφή της θα ‘χει και την ψυχή της.
Δεν έπεσα έξω. «Μία η μορφή, μία και η ψυχή!» Δεν έπεσα έξω! Ίσως και η φωνή του αίματος, ίσως η ρίζα, η πανάρχαιη εκείνη όσο κι ο κόσμος κοσμογεννήτρα φύτρα να μίλησε μέσα μου. Αργότερα διάβασα και κατάλαβα…
«Η περιοχή κατοικείται από αυτόχθονα ελληνικόν πληθυσμόν δωρικής και κρητικής προελεύσεως…» Αυτό ήταν. Η φωνή του αίματος πρωτομίλησε μέσα μου, γι’ αυτό δεν έσφαλα, γι’ αυτό δεν λάθεψα στης κρίσης το λεπτό σημείο, γι’ αυτό από τώρα και στο εξής δίκαια θα ονομάζω τον Πόντο πρωτοξαδέλφι μου κι αδέλφι μου, φίλο μου γκαρδιακό, κι αδελφοκτό μου.
Έχουν κάτι πολύ γλυκό, κάτι το πολύ ζεστό κι ανθρώπινο οι Πόντιοι οι αδελφοί μου στο βλέμμα τους· τον πόνο! Τον βαθύ κι ατελείωτο, τον πελώριο κι αγιάτρευτο, τον αγιασμένο πόνο. Έχουν κάτι το αφάνταστα μεγαλόπρεπο, κάτι το απλησίαστο και απόκοσμο, κάτι το αλλιώτικο και απόμακρο οι πόντιοι οι αδελφοκτοί μου στο βλέμμα τους· την περηφάνια, την έμφυτη περηφάνια της ράτσας τους. Έχουν κάτι το συνταρακτικό, κάτι το συγκλονιστικό, κάτι το θεϊκό οι Πόντιοι οι αδελφοί μου και οι αδελφοκτοί μου στο βλέμμα τους· την πίστη! Την ακλόνητη, την ασάλευτη χριστιανική πίστη.
Πόνος! Περηφάνια! Πίστις! Να τα τρία άγια προτερήματα της ακατάβλητης αυτής ράτσας. Τον είδα τον καιρό της Ειρήνης να ωραιοποιεί τη ζωή του, να δημιουργεί, να μεγαλουργεί, να τιθασεύει την ύλη και να την κάνει πνεύμα· Τον είδα τον καιρό της φοβέρας να στέκεται άφοβος, άτρομος, γεμάτος αξιοπρέπεια και ανδρισμό μπροστά στη θεομηνία που στο κεφάλι του ξεσπούσε· Τον είδα τον καιρό της άκρας απελπισίας, τον καιρό της σταύρωσης, να παίρνει τα βουνά και τα λαγκάδια, να σηκώνει παντιέρα και με το αίμα του να γράφει σελίδες ασύγκριτης παλικαριάς και δόξας· Τον είδα τον καιρό του αξεπέραστου Βυζαντινού μεγαλείου αλλά και τον καιρό της Βυζαντινής παρακμής, να αποτελεί το πιο υγιές αλλά και το πιο ανδρείο τμήμα του βυζαντινού στρατού· Τον είδα σ’ όλες τις φάσεις της πολυτάραχης ιστορικής του πορείας. Τον είδα στη Σταύρωση του μα και στην Ανάσταση του. Τον είδα, τον παρακολούθησα, τον έζησα, τον πόνεσα, τον έμαθα. Γι’ αυτό τον εκτιμώ, γι’ αυτό τον αγαπώ και τον σέβομαι, γι’ αυτό τον καμαρώνω τον Πόντιο τον αδελφό μου. Γιατί σ’ όλες τις δοκιμασίες, σ’ όλες τις θυσίες στάθηκε άντρας, στάθηκε παλικάρι.
Πολύ τον αγαπώ, τον εκτιμώ και τον σέβομαι τον Πόντιο τον αδελφό μου, γιατί στα χρόνια της παντοδυναμίας των Τούρκων, στα χρόνια της πιο μαύρης και απάνθρωπης σκλαβιάς δεν το ‘βαλε κάτω, άρπαξε τ’ άρματα, πήρε τα βουνά, κήρυττε τη λευτεριά. Πολέμησε· ναι πολέμησε! Μόνος, κατάμονος εκεί πάνω στις ψηλές κι απάτητες βουνοκορφές των περήφανων ποντιακών βουνών υπεράσπισε μ’ ηρωισμό και αυταπάρνηση την τιμή της οικογένειας του, την τιμή του Πόντου, την τιμή του Ποντιακού Ελληνισμού.
Κορυφαία ώρα του Πόντου: Η Αντίσταση!
Κορυφαία έκφραση της Αντίστασης: Το Αντάρτικο!
Κορυφαία έκφραση της ξέφρενης Ποντιακής παλικαριάς: η Σάντα!
Δεν ήταν προμελετημένη η αντίσταση, ούτε καν οργανωμένη. Είχαν γίνει βέβαια μερικές προσπάθειες για την προμήθεια όπλων, μερικές μυστικές συγκεντρώσεις, αλλά μέχρι εκεί· τίποτα παραπάνω.
Το αντάρτικο στον Πόντο δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια αυθόρμητη κίνηση, μια ενστικτώδης κίνηση διαμαρτυρίας ενός πανάρχαιου περήφανου λαού ενάντια στην απάνθρωπη τουρκική καταπίεση. Δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα ξέσπασμα παλικαριάς ενός αλύγιστου λαού που μ’ επικεφαλής έναν αντάρτη- Μητροπολίτη, Γερμανός Καραβαγγέλης τ’ όνομα του, όχι μόνο προστάτευε τα ιερά και τα όσια του ποντιακού λαού, αλλά, κι εδώ είναι το πιο σπουδαίο, ανταπέδωσε στα ίσα τα χτυπήματα που ομολογουμένως υπήρξαν θανατηφόρα.
Η Σάντα! Κακοτράχαλα, απλησίαστα βουνά του ανατολικού Πόντου και στη μέση επτά άγονα χωριά των Σανταίων – Σανταίοι: σαν να λέμε οι Σουλιώτες, σαν να λέμε οι Σφακιανοί, σαν να λέμε οι Κρητικοί. Τον ίδιο καιρό που βρόντηξε το καριοφίλι στα βουνά της Ρούμελης και του Μοριά, τον ίδιο καιρό βρόντηξε και το τουφέκι στα βουνά της Σάντας. Απόρθητο κάστρο η Σάντα. Αποκούμπι των κατατρεγμένων η Σάντα, τιμωροί των απάνθρωπων τουρκικών θηριωδιών οι Σανταίοι. Μπροστάρηδες του αγώνα οι ζουρλοπερήφανοι απροσκύνητοι εκείνοι πολεμιστές, αψηφούν, περιφρονούν το τουρκικό σαρίκι, ειρωνεύονται και προκαλούν τους Τούρκους. Αγάδες και Πασάδες που δεν μπορούν να χωνέψουν τέτοια ελευθερία, τέτοια ανεξαρτησία, τέτοια λεβεντιά.
Παλικάρια απ’ τα γεννοφάσκια τους οι Σανταίοι, μπαίνουν ανοιχτά στα τουρκοχώρια και μέρα μεσημέρι τιμωρούν τον Αγά που τόλμησε ν’ αμφισβητήσει τα προνόμια τους (προνόμια απονεμηθέντα με σουλτανικά φιρμάνια) ή τους Τούρκους που εγκληματούν σε βάρος του ποντιακού στοιχείου. Παλικάρια οι Σανταίοι, μα και οι γυναίκες τους παλικάρια. Σαν τους άντρες τους πολεμούσαν, το ίδιο μ’ αυτούς δεινοπαθούσαν και μοιράζονταν χαρές και λύπες.
Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των γυναικών της Σάντας που πολλές φορές ξεπέρασαν σ’ ανδρεία και καπατσοσύνη τους άνδρες τους, αλλά χαρακτηριστικές είναι και οι περιπτώσεις εκείνες που προτίμησαν τον θάνατο απ’ τη σκλαβιά και την ατίμωση. Μαζί στην Ειρήνη, μαζί και στον πόλεμο. Μαζί στη Σταύρωση μαζί και στην Ανάσταση.
Δεν ήταν πλούσια περιοχή η Σάντα, εκεί χορτάρι δεν φύτρωνε. Δεν πλήρωναν παραπανίσιους φόρους οι Σανταίοι, λίγους μόνο στην αρχή, αργότερα κι αυτοί καταργήθηκαν, ήταν όμως το μήλο της έριδος όλων των Πασάδων της Τουρκίας. Όλοι ήθελαν να τσαλακώσουν την έμφυτη περηφάνια αυτών των ανθρώπων, αυτών των γιγάντων του πολέμου, αυτών των ΠΡΟΜΑΧΩΝ που με κανένα τρόπο δεν ήθελαν να υποταχτούν.
Δέκα Σανταίοι μ’ ασπίδα τα βουνά τους κρατούσαν ολόκληρο τουρκικό Σύνταγμα. Τους έτρεμαν οι Tούρκοι τους Σανταίους. Έτρεμαν τον θυμό τους, τη δίκαιη οργή τους, την πάντοτε επαναστατημένη ανυπόταχτη ψυχή τους. Ολόκληρες τουρκικές στρατιές με πολυβόλα και κανόνια τσακίστηκαν. Οι Σανταίοι ανδραγάθηκαν, έγραψαν σελίδες δόξας και ηρωισμού, που μόνο η ανθρώπινη φαντασία μπορεί να συλλάβει, μα και ο υπόλοιπος Πόντος δεν υστέρησε. Στις περιοχές του Δυτικού Πόντου: της Αμισούς, της Πάφρας, της Αμάσειας, της Μερζιφρούντας γράφτηκαν σελίδες απαράμιλλου επικού μεγαλείου. Όλος ο Πόντος ανδραγάθησε στον υπέρ όλον αγώνα.
Έναν νόμο ήξεραν οι Πόντιοι. «Οδόντα αντί οδόντος!», και μα την αλήθεια αυτόν τον νόμο τον υπολόγιζαν πολύ οι Τούρκοι. Δεν χωράτευαν καθόλου οι λεβέντες εκείνοι. Δεν χάριζαν κάστανα που λένε, κι όταν αργότερα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ο Πόντος έμεινε ο τελευταίος υπερασπιστής στην τυραννισμένη Μικρασιατική γη, κι ολόκληρη η τουρκική πλημμυρίδα στράφηκε εναντίον του – οι Πόντιοι- πήραν και πάλι τα βουνά, άφησαν τις πόλεις τους, τα σπίτια τους, τα υπάρχοντα τους, συνέχισαν το τουφεκίδι στ’ απόρθητα βουνά τους.
Την ιστορία του Πόντου αν διαβάσεις, θ’ ανατριχιάσεις. Τη μαρτυρική Οδύσσεια του πολυβασανισμένου αυτού λαού, αν διαβάσεις, θα κλάψεις από περηφάνια για τον λεβέντη εκείνο λαό που ποτές του δεν υποτάχτηκε, θα κλάψεις από περηφάνια και θαυμασμό για τους λεβέντες εκείνους που κρατούσαν πάντα μια τελευταία σφαίρα για τον εαυτό τους, και που όταν κι αυτή τους τέλειωνε κατρακυλούσαν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους στις απύθμενες χαράδρες, ζητωκραυγάζοντας, τραγουδώντας τον αθάνατο του Ρήγα στίχο.
Πολύ τον αγαπώ τον Πόντιο αδελφό μου. Πολύ τον αγαπώ, τον εκτιμώ και τον σέβομαι, γιατί όχι μόνο φάνηκε παλικάρι, όχι μόνο δεν υποτάχτηκε, όχι μόνο δεν υπερασπίστηκε τ’ Άγιο τρίπτυχο Τιμή – Θρησκεία – Πατρίδα, αλλά και εκδικήθηκε τον άγριο, βάρβαρο, απολίτιστο Ανατολίτη Τούρκο για τα όσα αποτρόπαια έκαμε σε βάρος της μαρτυρικής φυλής του.