» Jim Thompson
(μτφρ. Κίκα Κραμβουσάνου, εκδόσεις Οξύ)
Το 1986 κυκλοφόρησε το συγκεκριμένο βιβλίο για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Γνώση, με τίτλο Κάτοικοι 1280 και με ασπρόμαυρο εξώφυλλο που περισσότερο παρέπεμπε σε δυστοπικό μυθιστόρημα παρά σε ξεκαρδιστικό pulp ανάγνωσμα. Βιβλίο που για χρόνια αντίκριζα στο υπόγεια της Πρωτοπορίας και παρά το όποιο φλερτ δεν αγόρασα ποτέ μέχρι που κάποια στιγμή εξαντλήθηκε. Το 2013, κυκλοφόρησε ξανά, πάλι από τις εκδόσεις Γνώση, σε νέα μετάφραση και με διαφορετικό εξώφυλλο, έκδοση που συνοδευόταν και από κάποια σκίτσα, με τίτλο: Χίλιες διακόσιες ογδόντα μαύρες ψυχές, έκδοση που δεν υπέπεσε έγκαιρα στην αντίληψή μου. Τριάντα πέντε χρόνια μετά την πρώτη πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος στα ελληνικά, οι εκδόσεις Οξύ, από τις οποίες κυκλοφορεί μεγάλο μέρος της πλούσιας εργογραφίας του παραγνωρισμένου όσο ζούσε Τζιμ Τόμπσον, αποφάσισαν να το εκδώσουν ξανά, σε νέα μετάφραση, διατηρώντας τον παιχνιδιάρικο πρωτότυπο τίτλο Pop. 1280, συντομογραφία του population, και επενδύοντας σ’ ένα πανέμορφο ποπ εξώφυλλο. Οι εκδοτικές εποχές αλλάζουν.
Μάλιστα κύριε, την είχα καλά στρωμένη τη φάση, όσο πιο καλοστρωμένη γίνεται μια φάση δηλαδή. Ήμουν Σερίφης στην Κομητεία Ποτς, καθάριζα ένα διχίλιαρο το χρόνο στο νερό, χώρια κάτι εξτραδάκια που κονομούσα στην απέξω. […] Αυτό που αγαπούσα ήταν ο εαυτός μου και ήμουν διατεθειμένος να κάνω ό,τι ήταν απαραίτητο για να συνεχίσω να λέω ψέματα, να εξαπατώ, να μπεκροπίνω, να ξενοπηδάω και να πηγαίνω κάθε Κυριακή στην εκκλησία με τους υπόλοιπους αξιοσέβαστους πολίτες.
Ο Νικ Κόρεϊ είναι Σερίφης στην Κομητεία Ποτς των χιλίων διακοσίων ογδόντα κατοίκων, όπως η ταμπέλα στην είσοδο της πόλης πληροφορεί τον επισκέπτη, οι περισσότεροι εκ των οποίων ουδέποτε απομακρύνθηκαν από τα όρια της, γεγονός που τους ωθεί να τη θεωρούν ως το κέντρο του κόσμου τους. Διεφθαρμένος και βολεμένος στο αξίωμά του, ο Κόρεϊ για άλλο δεν ενδιαφέρεται παρά για να διατηρήσει τα κεκτημένα, φροντίζοντας να επανεκλέγεται ξανά και ξανά, μην και αναγκαστεί να πάρει το δάκτυλο από το μέλι.
Αντιμετωπίζει υποψήφιους δελφίνους, επίσης διεφθαρμένους αξιωματούχους, προαγωγούς που τον χλευάζουν επειδή τον δωροδοκούν, αλλά κυρίως, έτσι όπως είναι επιρρεπής στη γυναικεία γοητεία, διάφορες ερωμένες που απαιτούν μονοπώλιο. Σκαρώνει διάφορες δολοπλοκίες και καταφέρνει πάντοτε να βγαίνει ευνοημένος. Με επίκεντρο τον Κόρεϊ, στον οποίο και δίνει τον ρόλο του αφηγητή, ο Τόμπσον στήνει μια σπαρταριστή κωμωδία καταστάσεων, ευφάνταστη, με διαρκή ευρήματα. Όμως, «χιούμορ είναι όταν παρ’ όλ’ αυτά γελάς», κάτι που ο συγγραφέας το γνωρίζει πολύ καλά. Δεν υπάρχει ίσως καλύτερος τρόπος να κριτικάρεις την πραγματικότητα από τη σάτιρα, έτσι και ο συγγραφέας, μέσα από την αστεία ιστορία του Σερίφη Κόρεϊ, δράττεται της ευκαιρίας να σχολιάσει τα κακώς κείμενα της εξουσίας, την αυθαιρεσία, τις επαφές με τον υπόκοσμο, την ασυδοσία του αξιώματος, χωρίς όμως να αφήνει απέξω και την κοινωνία στο σύνολό της.
Ο Κόρεϊ γίνεται συμπαθής για λόγους που θα έπρεπε να γίνεται αντιπαθής. Η αφέλεια που τον χαρακτηρίζει και η ειλικρίνεια των προθέσεών του λειτουργούν αντισταθμιστικά. Περισσότερο μοιάζει με καρικατούρα παρά με πραγματικό πρόσωπο. Η υπερβολή λειτουργεί περίφημα ως αντίβαρο της παντελούς έλλειψης του ηρωικού στοιχείου από τον κεντρικό χαρακτήρα, πράγμα που τον διασώζει στα μάτια του αναγνώστη. Το Pop. 1280 θα μπορούσε να διαβαστεί και ως ένα καταγγελτικού χαρακτήρα μυθιστόρημα. Δεν λέω πως θα μπορούσε να ‘ναι γιατί στον πυρήνα του είναι ένα κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα που αναδεικνύει διάφορες παθολογίες, παρά το γέλιο που αβίαστα παράγει, γέλιο που συντροφεύει τη μυθοπλαστική σύμβαση, αφού, χωρίς αυτή, άμεσα θα μετατρεπόταν σε οργή. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί συγγραφική πρόθεση να καταστεί συμπαθής ή να δικαιολογηθεί ο Κόρεϊ. Ο Τόμπσον έξυπνα καταφεύγει στο γκροτέσκο και στην κατά μία έννοια γελοιοποίηση του Κόρεϊ και της καθημερινότητάς του, του τρόπου του να αντικρίζει και να αντιμετωπίζει τα εμπόδια που του παρουσιάζονται στον αγώνα για τη διατήρηση του αξιώματος του Σερίφη.
Το Pop. 1280 είναι ένα από τα πλέον αστεία μυθιστορήματα που έχω διαβάσει, παρότι το γέλιο του είναι πικρό και επιβεβαιωτικό της παραδοχής πως έτσι έχουν τα πράγματα. Στις κωμωδίες καταστάσεων είθισται το κεντρικό πρόσωπο, μέσα από όσα του συμβαίνουν, να προκαλεί το γέλιο. Συχνά, αυτό το γέλιο είναι ενοχικό, καθώς γίνεται εις βάρος κάποιου, όπως όταν κάποιος παραπατά και σκοντάφτει και οι μάρτυρες, όχι όλοι αλλά αρκετοί, γελούν χωρίς να σκέφτονται, τη στιγμή εκείνη τουλάχιστον, τον πόνο και την ντροπή που ο άτυχος διαβάτης νιώθει. Το διαφορετικό και κατά τη γνώμη μου ευφυές στην περίπτωση του Pop. 1280 είναι πως εδώ το γέλιο το προκαλεί ο θύτης και όχι το θύμα. Ακόμα πιο ευφυές είναι το γεγονός πως ο Τόμπσον στη θέση του θύματος βάζει τον ανυπεράσπιστο ή τον λιγότερο δυνατό πολίτη, εντείνοντας περαιτέρω κατά αυτόν τον τρόπο την εσωτερική αντίφαση της κωμικής πρόσληψης από πλευράς αναγνώστη, που κατά πάσα πιθανότητα θα μπορούσε να ‘ναι θύμα ενός Κόρεϊ, και αφού (πιστεύει πως) δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο, γελάει τελικά εις βάρος του ίδιου του του εαυτού. Δεν θα δυσκολευτεί κανείς να εντοπίσει ομοιότητες ανάμεσα στο μυθιστόρημα του Τόμπσον και τη σύγχρονη καθημερινότητα, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εκεί που συχνά πυκνά κάποιος φαινομενικά αφελής μέτοχος εξουσίας βρίσκεται στο επίκεντρο της σάτιρας για κάποια δήλωση ή πράξη, χωρίς να λαμβάνεται ισότιμα υπόψη ούτε το όφελος που έλαβε μέσω αυτής ούτε το γεγονός πως αποτελεί θύμα μόνο προσωρινά και αναίμακτα συνεχίζοντας να διατηρεί ακέραιο τον ρόλο του θύτη.
Το Pop. 1280, όπως κάθε σπουδαίο έργο σάτιρας, πετυχαίνει να επιζήσει και μετά από την παράσταση, όταν το γέλιο κοπάσει και η συνθήκη λάβει τις πραγματικές της διαστάσεις.