Ο λόγος για το πρόσφατο σύγγραμμα του φίλου και συνοδοιπόρου δρος Αλεξάνδρου Παπαδερού, Άρχοντος Υπομνηματογράφου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, που τιτλοφορείται “Με τον Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίον επί τραχείας οδού”, και φέρει υπότιτλο: “Τα της γενέσεως της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης-Τεκμήρια” (Εκδ. Μέθεξις 2014).
Το βιβλίο είναι «Αφιερωμένο με ευγνωμοσύνη σε όσους εν καθαρά καρδία συμπορεύθηκαν στην εκπλήρωση του οράματος» της ιδρύσεως μιας Ορθοδόξου Ακαδημίας στην Κρήτη. Μιας Ακαδημίας κατά τα πρότυπα των Χριστιανικών Ακαδημιών που είχαν ιδρυθεί στην μεταπολεμική (Δυτική) Ευρώπη, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1945, προκειμένου να λειτουργούν, καθώς υπογραμμίζει ο κ. Παπαδερός στο προλογικό του σημείωμα, «ως τόποι και τρόποι συνάντησης της Εκκλησίας με τον σύγχρονο άνθρωπο, προς από κοινού αντιμετώπιση προβλημάτων, με τις μεθόδους του ελεύθερου, αντικειμενικού, ψύχραιμου διαλόγου αμοιβαίας οικοδομής».
Ξεφυλλίζοντας κανείς το ογκώδες αυτό βιβλίο (656 σελίδες!), διαπιστώνει ότι τα πρώτα σπέρματα για την δημιουργία ενός ξεχωριστού, στην μορφή και το είδος, εκκλησιαστικού ιδρύματος στην Κρήτη, είχαν ήδη ριφθεί στις αρχές τις δεκαετίας του 1950. Όταν, ο μετεκπαιδευόμενος στο Παρίσι Αρχιμανδρίτης Ειρηναίος Γαλανάκης, σε ένα γράμμα του, απευθυνόμενο στον Αλέξανδρο Παπαδερό, μιλούσε, μεταξύ άλλων, για μια εποχή κατά την οποία «η Εκκλησία έχει μια ιστορική αποστολή για τη σωτηρία του κόσμου…, ο οποίος συντρίβεται και ζητά φως και σωτηρία». Με το γράμμα τούτο, ο βαθύνους και διορατικός αυτός ιερωμένος, καλούσε τα πνευματικά του τέκνα να γίνουν «συνεργοί και βοηθοί» του, σε περίπτωση που η Εκκλησία θα του ανέθετε κάποτε υψηλότερες «ευθύνες και καθήκοντα».
Το «κάλεσμα» αυτό επανελήφθη, κατά δραματικό μάλιστα τρόπο, έπειτα από μια δεκαετία. Από τον Επίσκοπο, πλέον, Ειρηναίο, στον οποίον η Εκκλησία είχε αναθέσει το 1957 την διαποίμανση της Επισκοπής (τότε) Κισάμου και Σελίνου. «Πότε θα κατεβής; Χρειάζομαι ανθρώπους, Αλέκο μου, ανθρώπους χρειάζομαι», έλεγε στον Παπαδερό με το από 28 Μαρτίου 1960 γράμμα του. Ο Αλέξανδρος, όμως, αδυνατούσε τότε να ανταποκριθεί στην προτροπή του πνευματικού του πατέρα και να επιστρέψει πάραυτα στην πατρώα γη, δοθέντος ότι, όχι μόνο έπρεπε να συνεχίσει τις μεταπτυχικές του σπουδές στη Γερμανία, αλλά και διότι στο μεταξύ είχε αναλάβει, με σύμβαση, καθήκοντα Επιστημονικού Βοηθού στο Πανεπιστήμιο τού Μainz.
Ενδέχεται, η άρνηση αυτή του Παπαδερού να πίκρανε αρχικά τον πνευματικό του πατέρα. Ωστόσο είχε, νομίζω, και τη θετική της πλευρά! Διότι, ακριβώς, κατά την συνεχιζόμενη αυτή “φοιτητική” παραμονή τού Αλεξάνδρου στην Γερμανία, είχαν γίνει οι πρώτες ζυμώσεις, προκειμένου όπως λάβει σάρκα και οστά το όνειρο της ιδρύσεως ενός, υψηλών προδιαγραφών, Εκκλησιαστικού Ιδρύματος στην Δυτική Κρήτη.
Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου εξιστορεί πώς, κατά την διάρκεια των σπουδών του, ο Αλέξανδρος Παπαδερός, έχοντας τις ευλογίες τού Επισκόπου Ειρηναίου, συνήψε σχέσεις με ένα ευρύτατο κύκλο Εκκλησιαστικών και Ακαδημαϊκών παραγόντων τής Γερμανίας, στους οποίους, με επιστολές και αναλυτικά υπομνήματα, εξέθετε το ζητούμενον. Η Επισκοπή Κισάμου και Σελίνου, τους πληροφορούσε, προσπαθεί να οικοδομήσει μια Εκκλησιαστική Ακαδημία, με αποστολή «να συναντά τον μοντέρνο άνθρωπο με τα προβλήματα της καθημερινότητάς του, να οδηγεί αυτά σε αποσαφήνιση υπό το φως του Ευαγγελίου και να μαρτυρεί, έτσι, την ενότητα της ζωής, εν τη ελευθερία του Ευαγγελίου». Ο ελληνικός λαός, συνέχιζε στην συνηγορία του ο Παπαδερός, που έχει συρθεί στη διαδικασία των αλλαγών του συγχρόνου κόσμου, «απειλείται σήμερα από τον κίνδυνο να χάσει τις θρησκευτικές και τις ηθικο-πνευματικές δυνάμεις, που σε περιόδους μεγίστης δοκιμασίας εξασφάλισαν την επιβίωσή του».
Ως εκ τούτου, υπογράμμιζε, ο λαός αυτός χρειάζεται μια γενικότερη επιμόρφωση σε όλα τα επίπεδα, θρησκευτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, οικονομικά. Έχει ανάγκη μιας αγωγής, που είναι δυνατόν να επιτευχθεί με την σύσταση μιας Ακαδημίας στην Κρήτη υπό τήν ευθύνη της Ημιαυτόνομης Ἐκκλησίας Κρήτης και υπό σκέπη τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο θα παράσχει σ’αυτήν μια πανορθόδοξη και διαχριστιανική ακτινοβολία, αλλά και την δυνατότητα επικοινωνίας, όχι μόνο με τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά και με τον λοιπό Χριστιανικό κόσμο.
Ο «ανυπόμονος» Παπαδερός κρατούσε, φυσικά, ενήμερο τον πνευματικό του πατέρα για όσα συζητούσε με τους Γερμανούς εκκλησιαστικούς παράγοντες σχετικά με την ίδρυση της Ακαδημίας. Ωστόσο, ο γέροντάς του φαινόταν μάλλον «συγκρατημένος». Επικροτούσε μεν το εγχείρημα, αλλά συνιστούσε… υπομονή!
«Τα σχέδιά σου με την Ακαδημία Γωνιάς τα βρίσκω καλά και απαραίτητα», έλεγε στο πνευματικό του τέκνο. «Είναι και δικές μου σκέψεις. Θα βαδίσουμε όμως σιγά σιγά» (Γράμμα προς Αλ. Παπαδερό, 11.1.1961). Η τελευταία αυτή παρατήρηση οφειλόταν, προφανώς, στο ότι την περίοδο εκείνη, στα σχέδια του Επισκόπου Ειρηναίου προτεραιότητα είχε ένα πολυλειτουργικό ίδρυμα στη Γωνιά Κολυμπαρίου, το οποίο έμελλε να στεγάσει σχολείο, παιδικές κατασκηνώσεις και ένα συνεδριακό κέντρο.
Η «επί τραχείας οδού» πορεία Γέροντος και πνευματικού αναστήματος συνεχίσθηκε σχεδόν επί μια δεκαετία. Έπρεπε πρώτα να παρακαμφθούν ποικίλης φύσεως εμπόδια και, κυρίως, να πεισθεί η Ιεραρχία της Κρήτης περί της σπουδαιότητος του εγχειρήματος. (Είναι χαρακτηριστικό ότι στο από 31.12.1961 προς τον Παπαδερό γράμμα του, ο Ειρηναίος εξέφραζε ουκ ολίγη πικρία για την στάση των συνεπισκόπων του λέγοντας: «Η ευλογία του Θεού στην Επισκοπή μας έχει ήδη προκαλέσει τόσους φθόνους. Περιμένω μόνο από το Πατριαρχείο κατανόηση»). Υπήρχε, ακολούθως, επείγουσα ανάγκη εξασφαλίσεως πόρων τόσο για την ανέγερση των κτιριακών εγκαταστάσεων, όσο και για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων τής ιδρυθησόμενης Ακαδημίας. Τέλος, έπρεπε να χορηγηθούν οι απαιτούμενες άδειες της Ελληνικής Πολιτείας.
Επιτέλους, έπειτα από πολλούς κόπους και μόχθους, και την εξασφάλιση κονδυλίων εκ μέρους κοινωφελών Ιδρυμάτων της Γερμανικής Ευαγγελικής Εκκλησίας, (ΕΚD), διά του υπ΄αρ. 838/31.12.1970 Βασιλικού Διατάγματος, η Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης (ΟΑΚ) ελάμβανε σάρκα και οστά ως ένα «Θρησκευτικόν Κοινωφελές Καθίρυμα Ιδιωτικού Δικαίου». Ένα Καθίδρυμα το οποίο, σύμφωνα με τον Κανονισμό του, τελούσε (και συνεχίζει να τελεί) υπό την κανονική εξάρτηση της Ι. Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου, ευρισκόμενο συνάμα υπό την πνευματική προστασία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ένα Ίδρυμα με τριπλή αποστολή, και σε επίπεδο Παγκρήτιο, Πανορθόδοξο και Διαχριστιανικό.
Μιλώντας στα εγκαίνια της ΟΑΚ, (13.10. 1968), ο Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίος δεν έκρυπτε την χαρά του με την υλοποίηση του οράματος. Την ίδρυση δηλ. μιας Ακαδημίας ταγμένης: α) να διακονήσει την Κρήτη, την Ελλάδα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και συνόλην την Ορθοδοξία, β) να προωθήσει τον Διορθόδοξο, Διαχριστιανικό και Διαθρησκειακό διάλογο, και γ) να ενθαρρύνει τον διάλογο της Ορθοδοξίας με την παλινδρομούσα σύγχρονη κοινωνία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, την Ανατολική Μεσόγειο και στον κόσμο γενικά.
«Δεν ισχυριζόμεθα, έλεγε, ότι η Ακαδημία θα σώσει τον κόσμον. Κανείς δεν σώζει τον κόσμον, παρά μόνον ο ίδιος ο Θεός, ο Σωτήρ του κόσμου(…). Αλλά το έργον μας τούτο το θεωρούμεν έργον πίστεως, χριστιανικής ευθύνης και χριστιανικών οραματισμών. Είναι έργον πίστεως, και προς τον Θεόν πρωτίστως απευθύνομεν τας ευχαριστίας και την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην μας».
Ο Μητροπολίτης Ειρηναίος ιδιαιτέρως ευχαριστούσε και «όλους εκείνους, οι οποίοι, κατά ένα οιονδήποτε τρόπον συνετέλεσαν ώστε να τελειωθεί το έργον», μάλιστα δε τον Αρχιμ. Παρθένιο, Ηγούμενο της Ι. Σταυροπηγιακής Μονής Γωνιάς Χανίων, (η οποία, σημειωτέον, είχε διαθέσει την επικαρπία 60 στρεμμάτων βραχώδους γης για την ανέγερση των εγκαταστάσεων της Ακαδημίας), τα μέλη της Επιτροπής Ιδρύσεως της Ακαδημίας και, ως εικός, τον Γενικό Διευθυντή της, Αλέξανδρο Παπαδερό, τον οποίο χαρακτήριζε «πολύτιμο συνεργάτη και συνιδρυτή». (βλ. “Διάλογοι Ευθύνης”, τόμ. Α΄, τεύχ. 1, 1971, σελ. 33).
Στα ίδια μήκη κύματος βρισκόταν και ο Αλέξανδρος Παπαδερός με την, επί τοις εγκαινίοις, ομιλία του. Προσδιορίζοντας την Ακαδημία ως ένα Ίδρυμα με κύριο προορισμό να ασκεί “διάλογο”, ο Παπαδερός έθετε αυτήν στη διάθεση της Εκκλησίας Κρήτης και στη διακονία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ελπίζοντας ότι θα αποβεί «ένας τόπος, μια γέφυρα για την καλύτερη γνωριμία και κοινωνία, για ένα γόνιμο συμπνευματισμό των Ορθοδόξων, σε μια κρίσιμη στιγμή της ιστορίας, κατά την οποία η Ορθοδοξία οφείλει να δώσει πειστικά την μαρτυρία της» προς τον έξω κόσμο.
Το ότι η Ακαδημία θα υπηρετήσει με ζήλο και φρόνηση το οικουμενικό έργο της καταλλαγής των χριστιανικών Εκκλησιών είναι αυτονόητο, προσέθετε. Αυτό είναι «το ανόθευτο φρόνημα της Ορθοδοξίας» τόνιζε. «Οικουμενικό το κήρυγμα της Βασιλείας τού Θεού και οικουμενικό το Ελληνικό σκεύος, με το οποίον έφθασε το χαρμόσυνο άγγελμα ως τα πέρατα της γης. Οικουμενικοί οι μεγάλοι Πατέρες της Ορθοδοξίας. Οικουμενικό το μαρτύριό της, οικουμενική η μαρτυρία και η Ιστορία της. Οικουμενικό, όχι “εξ υφαρπαγής”, αλλά κατά τον σταθερό του προσανατολισμό, το πρώτο στην τάξη Πατριαρχείο της Ορθοδοξίας, τμήμα του οποίου αναπόσπαστο είναι και η Αποστολική Εκκλησία της Κρήτης. Οικουμενική η Θεολογία της Ορθοδοξίας, οικουμενική η λατρεία, η αποκαραδοκία, η ουσία και η αποστολή της. Και αν υπήρξε συχνά οικουμενική και η πικρία της, οικουμενική μαρτυρείται σήμερα η αγάπη και η συγγνώμη της. Με αυτήν τήν έννοια θα καλλιεργήσει το Ίδρυμα διεκκλησιαστικές επαφές, κατά τις οποίες ελπίζουμε πως θα δώσει μια χρήσιμη, για την διακονία της καταλλαγής, μαρτυρία της Ορθοδοξίας». (βλ. “Διάλογοι Ευθύνης”, σελ. 66-87).
Δύο χρόνια προ των εγκαινίων της Ο.Α.Κ., και σε μέρες που δεν είχε ακόμη εξομαλυνθεί η τραχεία οδός επί της οποίας βάδιζαν γέροντας και τεκνίον, ο Ειρηναίος, σε γράμμα του προς την Αλέξανδρο, έλεγε: «Δεν γνωρίζουμε τι έχει γράψει ο Θεός στην απέραντη δωρεά της χάριτός Του για μένα και για σένα και για τη συνεργασία μας. Μπορούμε μόνο να είμαστε πάντοτε έτοιμοι και άξιοι και να προχωρούμε κάτω από το φως και το κραταιό χέρι Του» (Ε. προς Α., 23.9.1966). Οι 4 και πλέον γόνιμες και παραγωγικές δεκαετίες που ακολούθησαν στη Γωνιά, φανέρωσαν ότι όντως «ην χειρ Κυρίου μετ’ αυτών» (Πρ.11,21).
Τον ρόλο του Μητροπολίτου Ειρηναίου και του Αλεξάνδρου Παπαδερού στην γένεση και ανάπτυξη του, για τα Ορθοδοξα δεδομένα, πρωτοποριακού αυτού Ιδρύματος, είχε τονίσει ιδιαίτερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος κατά το πρώτο ποιμαντορικό ταξίδι του στην Κρήτη. «Η Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης, έλεγε, οφείλει την ύπαρξιν και τον δυναμισμόν αυτής εις δύο γνησίους Κρήτας, τον άγιον Κισάμου και Σελίνου κ. Ειρηναίον και τον Άρχοντα κ. Αλέξανδρον Παπαδερόν». Και συνέχιζε υπογραμμίζοντας ότι, «αι βασικαί αρχαί αι διέπουσαι την δραστηριότητα της Ακαδημίας, η επικαιρότης του εκκλησιαστικού λόγου και ο εκσυγχρονισμός αυτού μετά του πνεύματος του διαλόγου και της καταλλαγής, αποτελούν ηχώ και εφαρμογήν του πνεύματος του εκπεμπομένου μετά δυνάμεως εκ του Ιερού Φαναρίου, ιδία κατά τον παρόντα αιώνα. Διά τούτο, προσέθετε ο Πατριάρχης, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον άνευ δισταγμού έθεσε την Ο.Α.Κ. υπό την αιγίδα και προστασίαν αυτού, θεωρούσα αυτήν επιτελικόν αυτού όργανον εις την προώθησιν και υλοποίησιν του οράματος της ενότητος και της καταλλαγής». (Βλ. Ι. Μ. Χατζηφώτη, “Φανάρι-Κρήτη. Ο Οικουμενκός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην Εκκλησία Κρήτης”, Αθήνα, 1998, σελ. 209).
Ο Αλέξανδρος Παπαδερός, έπειτα από δεκαετίες ολόκληρες γόνιμης και ανεκτίμητης προσφοράς στην Ορθοδοξία και την χριστιανική οικουμένη από την έπαλξη της Γωνιάς, απεσύρθη από την ενεγό υπηρεσία, αφού «επετέλεσε έργο λαμπρό και ευλογημένο, με κατάθεση ψυχής, όραμα και ατέλειωτες προσπάθειες, για να γίνει η Ορθόδοξη Ακαδημία αυτό που είναι σήμερα», καθώς τόνιζε ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος σε ευχαριστήριο προς αυτόν γράμμα του (7.3.2014). Η έκλειψή του, όμως, από το Διορθόδοξο και Διαχριστιανικό προσκήνιο δεν σημαίνει ποσώς “αναχωρητισμό”!
Παρά το προκεχωρημένο της ηλικίας του, ο φιλότιμος και ακαταπόνητος αυτός εργάτης του αμπελώνος του Κυρίου έχει ακόμη περισσή ικμάδα και δυναμισμό, όπως και διάθεση να φανεί χρήσιμος στην Εκκλησία, σε ώρες ανάγκης. Να μη λησμονούμε ότι στον, απανταχού της οικουμένης, Ορθόδοξο χώρο, άνθρωποι της ιδιοφυΐας και του βεληνεκούς ενός Παπαδερού σπανίζουν σήμερα.