Στο σταυροδρόμι τση ζωής και στη γνωστή τη στράτα
μου γνώρισες την Αρετή και πρόσταξες: “περπάτα!”…
Μικρό κ’ αμάλαγο παιδί άκουσα τη βουλή σου
άκουσα και την Αρετή, μα είχε…τη φωνή σου…
Γλυκόλαλη σαν λόγου σου με πήρε απ’ το χέρι,
κάθε κακή συνήθεια, την έκοψε…μαχαίρι…
`Ηταν η στράτα δύσκολη, μ’ αγκάθια κ’ ανηφόριες
όμως, δεν πισωγύρισα, ήξερα πως μ’ εθώριες.
Κ’ όποτε ελαχάνιαζα σε τούτην(ε) τη στράτα
γλυκιά φωνή στα μέσα μου, μου έλεγε: “περπάτα!”…
Έφτασα σε μια κορυφή πτυχία φορτωμένος,
κ’ έλεγε ο περίγυρος, πως ήμουνα “φτασμένος”…
Κ’ όμως, ακόμη απορώ βαθιά μεσ’ στην ψυχή μου
για τα σοφά τα λόγια σου, μάν’ αναλφάβητή μου…
Και σαν το καντηλάκι σου ανάβω και χαλάλι,
αισθάνομαι το χνώτο σου στη φλόγα του και πάλι…