Από την αρχή της Αναγέννησης, η αγορά τέχνης είναι µέρος της παγκόσµιας οικονοµίας. Οι τέχνες και η πολιτιστική παραγωγή προσθέτουν σηµαντικές πραγµατικές αξίες στο ΑΕΠ πολλών χωρών και µια ισχυρή συµβολική συνεισφορά στο κύρος για τους ιδιοκτήτες, είτε είναι ιδιώτες συλλέκτες είτε πόλεις είτε χώρες.
Οι σηµαντικές διακυµάνσεις των τιµών που µπορεί να παρατηρηθούν στην αγορά καλλιτεχνικών αγαθών µπορούν να εξηγηθούν όχι µόνο από τη µοναδικότητα των έργων τέχνης και τις οικονοµικές συνθήκες, αλλά και από τις µεταβαλλόµενες προτιµήσεις των αγοραστών.
Όπως αναφέρεται και σε ένα πρόσφατο άρθρο της Μ. Αδαµοπούλου στα Νέα (20-21 Απριλίου 2024, σελ. 26), «το χρηµατιστήριο και η αγορά τέχνης δεν διαφέρουν και τόσο. Η τέχνη δεν είναι επένδυση, αλλά δυστυχώς η επένδυση είναι τέχνη», γράφουν οι οικονοµικοί αναλυτές της εφηµερίδας Financial Times.
Πολυκριτήριο µοντέλο παλινδρόµησης
Η ανάλυση της επένδυσης στην τέχνη έχει δύο µεγάλα εµπόδια. Το πρώτο είναι η σχετική έλλειψη δεδοµένων, καθώς οι πωλήσεις έργων τέχνης γίνονται πολύ λιγότερο συχνά από τις χρηµατοοικονοµικές συναλλαγές. Το άλλο είναι ότι κάθε έργο τέχνης είναι διαφορετικό εποµένως γίνεται δύσκολο να συγκρίνουµε πώς εκτιµάται ένα έργο σε σχέση µε ένα άλλο. Αν και κανένας µεµονωµένος δείκτης δεν καταγράφει τέλεια κάθε παράγοντα που επηρεάζει τις εκτιµήσεις της τέχνης, οι δείκτες τέχνης διαδραµατίζουν σηµαντικό και αυξανόµενο ρόλο βοηθώντας τους επενδυτές να κατανοήσουν την αγορά τέχνης.
Εφαρµογή
Με βάση τα παραπάνω, έγινε προσπάθεια να αναπτυχθεί ένα πολυκριτήριο µοντέλο διατακτικής παλινδρόµησης (ordinal regression) για τη µελέτη των προτιµήσεων των αγοραστών καλλιτεχνικών έργων τέχνης. Το ερώτηµα που τίθεται είναι: µε ποια κριτήρια οι υποψήφιοι αγοραστές αγοράζουν έργα τέχνης;
Τα δεδοµένα βασίζονται σε ένα µεγάλο σύνολο στοιχείων δηµοπρασιών από την αγορά επίπλων Art Decο. Προκειµένου να αναπτυχθεί µια αξιόπιστη βάση δεδοµένων, έχει συλλεχθεί µεγάλος όγκος πληροφοριών από ιστορικούς καταλόγους δηµοπρασιών. Πρέπει να σηµειωθεί ότι τα πρώτα ίχνη των πωλήσεων επίπλων Art Deco µπορεί να βρεθούν στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Η βάση δεδοµένων που προκύπτει απαριθµεί τα αντικείµενα επίπλων που προσφέρονται στη Γαλλία µεταξύ 1959 και 2004 και στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη από το 1992 έως το 2004. Η βάση δεδοµένων περιέχει πληροφορίες σχετικά µε τις τιµές στις οποίες πωλήθηκε ένα έπιπλο καθώς και πληροφορίες σχετικά µε την κατηγορία των προϊόντων και τον τόπο, το χρόνο και το είδος της πώλησης. Επίσης, είναι διαθέσιµες πληροφορίες σχετικά µε την αυθεντικότητα του έργου, την κατάσταση διατήρησής του, συνοδευτικά έγγραφα, αναφορές, κριτικές ή πιστοποιητικά.
Αποτελέσµατα
Με βάση το άρθρο των Ε. Grigoroudis, L. Noel, E. Galariotis, C. Zopounidis (An ordinal regression approach for analyzing consumer preferences in the art market, European Journal of Operational Research, 290, 2021, 718-733), καθορίστηκαν τρεις βασικές διαστάσεις ενός έργου τέχνης που προσδιορίζουν την απόφαση των αγοραστών.
Αυθεντικότητα
Καλλιτεχνική αξία
Φυσικά χαρακτηριστικά (διατήρηση, µέγεθος, κ.λπ.)
Στη συνέχεια, ένα σύνολο 11 κριτηρίων επιλέχθηκαν σύµφωνα µε τις παραπάνω διαστάσεις που είναι τα ακόλουθα:
Αυθεντικότητα
Σφραγίδα/υπογραφή
Βιβλιογραφικές αναφορές
Προέλευση
Εξειδίκευση
Καλλιτεχνική αξία
Καλλιτεχνική σχολή
Έγγραφα/κριτικές
Βιβλιογραφία
Έκθεση
Υλικά
Φυσικά χαρακτηριστικά
Κατάσταση διατήρησης
Μέγεθος
Η περίοδος της µελέτης χωρίστηκε σε 5 περιόδους:
1959-1980
1981-1990
1991-1995
1996-2000
2001-2004
Με τη βασική υπόθεση ότι οι αγοραστές προσέχουν τις τρεις διαστάσεις ενός έργου τέχνης, τα αποτελέσµατα δείχνουν ότι η τιµή ενός επίπλου Art Deco εξαρτάται πρωτίστως από την καλλιτεχνική του ποιότητα, όπως αξιολογείται κυρίως µετά το κριτήριο της καλλιτεχνικής σχολής. Αυτό το κριτήριο φαίνεται σηµαντικό σε όλες τις περιόδους. Από την άλλη πλευρά, η έκθεση του έργου, ειδικά σε µουσείο, επηρεάζει έντονα την τιµή του ειδικά τις δύο πρώτες περιόδους. Ωστόσο, η σηµασία αυτού του κριτηρίου µειώνεται µε την πάροδο του χρόνου, κυρίως επειδή άλλες πηγές πληροφοριών µπορεί να χρησιµοποιηθούν από αγοραστές.
Τα κριτήρια βιβλιογραφία και έγγραφα/κριτικές, που αναφέρονται στις εξειδικευµένες πληροφορίες παραγωγής – κατάλογοι εκθέσεων, άρθρα εποχής – επηρεάζουν την τιµή σε διαφορετικό βαθµό, ανάλογα µε την περίοδο της µελέτης. Ωστόσο, ο συνδυασµός αυτών των δύο κριτηρίων εµφανίζεται να έχει σηµαντικό ρόλο σε όλη την εξεταζόµενη περίοδο. Ακόµη, η ποιότητα των υλικών (σπάνια αποστάγµατα ξύλου, παρουσία ελεφαντόδοντου, περιτύλιγµα δέρµατος) έχει επίσης σηµαντική επίδραση στην τιµή αν και αυτή η επιρροή φαίνεται να µειώνεται µε την πάροδο του χρόνου. Αυτό εξηγείται από την εµφάνιση νέων υλικών που υιοθέτησε το στυλ Art Deco (πχ. συνθετικά υλικά) µετά τη δεκαετία του 50.
Τα κριτήρια υπογραφή/σφραγίδα και βιβλιογραφικές αναφορές φαίνεται να έχουν χαµηλή επίδραση στην τιµή. Ειδικότερα, µια σήµανση ή µια σφραγίδα µπορεί να µη σηµαίνει τίποτα για την ανθεκτικότητά του. Πολλές φορές στην αγορά τέχνης υπάρχει η παραδοχή ότι «κάθε µη γνήσιο είναι υπογεγραµµένο…».
Τέλος, τα φυσικά χαρακτηριστικά ενός έργου φαίνονται λιγότερο σηµαντικά για τους αγοραστές σε όλες τις πέντε περιόδους. Ειδικότερα, η κατάσταση διατήρησης παραδόξως δεν φαίνεται να είναι καθοριστικό κριτήριο (στους καταλόγους δηµοπρασιών, η φυσική κατάσταση του έργου καταγράφεται ελάχιστα).
Συµπερασµατικά, η µελέτη έδειξε για πρώτη φορά την εφαρµογή ενός πολυκριτήριου µοντέλου παλινδρόµησης στην αγορά έργων τέχνης. Έδειξε επίσης τα πιο σηµαντικά κριτήρια τα οποία οδηγούν τις προτιµήσεις των αγοραστών έργων τέχνης. Μελλοντικές έρευνες πρέπει να απαντήσουν σε ερωτήµατα όπως αν τα έργα τέχνης υψηλότερης ποιότητας (συνήθως τα πιο ακριβά) έχουν και τις υψηλότερες αποδόσεις, (Μ. Αδαµοπούλου, Τα Νέα).
Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Ακαδηµαϊκός
Πολυτεχνείο Κρήτης
Επίτιµος ∆ρ. ΑΠΘ
Paris School of Business