Η σύγχυση που οδήγησε στην «κατά λάθος» κατάληψή του μερικές ώρες μετά την ανακωχή
Τις τελευταίες βδομάδες επανέρχεται συχνά στην επικαιρότητα το θέμα της Αμμοχώστου και του «κλειστού τομέα» της, του Βαρωσιού. Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ερσίν Τατάρ φαίνεται να επιδιώκουν το σταδιακό «άνοιγμα» της περιοχής υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση, με σκοπό να «αξιοποιήσουν» το τουριστικό δυναμικό της προς όφελος των Τουρκοκυπρίων.
H πολιτική αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με πλήθος ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και με τις προτάσεις αρκετών Γενικών Γραμματέων (Κουρτ Βαλντχάιμ, Χαβιέ Πέρες δε Κεγιάρ, Μπούτρος Γκάλι και Κόφι Ανάν), οι οποίοι έχουν προτείνει την «επιστροφή» του Βαρωσιού υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση ή την υπαγωγή του υπό τη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών, ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα επέτρεπαν στους νόμιμους κατοίκους να επιστρέψουν (περί τους 25.000 μόνο στο Βαρώσι, περίπου 35.000 σε όλη την Αμμόχωστο). Παραβλέποντας τα απαράγραπτα δικαιώματα ιδιοκτησίας και επιστροφής των ανθρώπων αυτών, οι Ερντογάν και Τατάρ έχουν οχυρωθεί πίσω από τη θέση «δύο λαοί – δύο κράτη στην Κύπρο» και επιχειρούν το «άνοιγμα» της πόλης λίγο-λίγο, ώστε να καταφέρουν τον στόχο τους με όσο το δυνατόν λιγότερες διεθνείς αντιδράσεις.
Με δεδομένο ότι οι Τούρκοι δεν σχεδίαζαν αρχικά να καταλάβουν το Βαρώσι, αξίζει μια σύντομη αναδρομή σε εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι του 1974, ώστε να θυμηθούμε πως χάθηκε η άλλοτε ακμαία πόλη του Ευαγόρα και να κάνουμε και εμείς την αυτοκριτική μας…
Η Αμμόχωστος πριν την εισβολή
Η Αμμόχωστος ήταν επί αιώνες το σημαντικότερο λιμάνι της Κύπρου, αν όχι η σημαντικότερη πόλη της. Σε αντίθεση με την υπόλοιπη Κύπρο, αντιστάθηκε σθεναρά στους Οθωμανούς επί έναν περίπου χρόνο (1570-1571), και πλήρωσε σημαντικό «φόρο αίματος» γι’ αυτό. Υπό την οθωμανική διοίκηση παρήκμασε, αλλά μετά την απόδοση της Κύπρου στους Άγγλους, το 1878, οι τελευταίοι επέκτειναν το λιμάνι της και κατασκεύασαν σιδηρόδρομο προς τη Λευκωσία, ο οποίος αργότερα επεκτάθηκε προς τη Μόρφου και το Καραβοστάσι. Η Αμμόχωστος αναπτύχθηκε ακόμα περισσότερο τα πρώτα χρόνια μετά την ανεξαρτησία (1960), οπότε εξελίχθηκε σε μεγάλο εμπορικό και οικονομικό κέντρο, αλλά και σε δημοφιλές τουριστικό θέρετρο, το οποίο επισκέπτονταν πολλοί διάσημοι της εποχής. Σημαντικά πλεονεκτήματα της πόλης ήταν οι καλές υποδομές της, η καλά διατηρημένη παλιά πόλη της, η γειτνίαση με πλήθος μνημεία και, φυσικά, οι μεγάλες αμμώδεις παραλίες της. Οι παραλίες αυτές ήταν ταυτόχρονα ιδανική τοποθεσία για αποβατική επιχείρηση, για αυτό οι ελληνικές και κυπριακές ένοπλες δυνάμεις έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση της άμυνας της περιοχής, όταν η Τουρκία απείλησε να επέμβει το 1964 και το 1967. Η Βρετανία και ΗΠΑ κατάφεραν να την αποτρέψουν, αλλά η Τουρκία τελικά επενέβη το 1974.
Η Αμμόχωστος κατά την πρώτη φάση της εισβολής (Αττίλας Ι)
Σε αντίθεση με την κοινή στρατηγική λογική και τις εκτιμήσεις Ελλήνων και ξένων επιτελών, η τουρκική αποβατική δύναμη δεν επιχείρησε απόβαση στην ακτή βόρεια της Αμμοχώστου, αλλά στη μικρή και χωρίς «στρατηγικό βάθος» ακτή Πενταμίλι, δυτικά της Κερύνειας. Κατά την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής (20-22 Ιουλίου 1974) τα τουρκικά στρατεύματα έδωσαν έμφαση στην εξασφάλιση του εκεί προγεφυρώματος και του θύλακα Λευκωσίας – Αγύρτας, και η Αμμόχωστος δεν απειλήθηκε σοβαρά, αν και έγιναν αρκετές διελεύσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από την πόλη (για εκφοβισμό) και σποραδικοί βομβαρδισμοί. Οι Τουρκοκύπριοι που είχαν οχυρωθεί μέσα στην παλιά πόλη ενίσχυσαν τις θέσεις τους, ελπίζοντας ότι ο τουρκικός στρατός δεν θα αργούσε να τους «απελευθερώσει». Ωστόσο, μετά από μεσολάβηση των ΗΠΑ και της Βρετανίας οι αντιμαχόμενοι άρχισαν στο τέλος του μήνα διαπραγματεύσεις στη Γενεύη, όπου οι Τούρκοι ζήτησαν απερίφραστα τη διχοτόμηση του νησιού (τη δημιουργία δύο εδαφικά διακριτών διοικήσεων) και την επιβολή ομοσπονδιακού μοντέλου. Η ελληνοκυπριακή και η ελληνική πλευρά επιχείρησαν να συζητήσουν τις διαθέσιμες επιλογές με νηφαλιότητα και σκοπό την επίτευξη μιας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης, αλλά οι συνομιλίες κατέρρευσαν λόγω των τελεσιγραφικών απαιτήσεων της τουρκικής πλευράς.
Η πρώτη μέρα του Αττίλα ΙΙ
Δύο μόλις ώρες μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στη Γενεύη, οι τουρκικές δυνάμεις εξαπέλυσαν τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου το δεύτερο κύμα της εισβολής στην Κύπρο, τον «Αττίλα ΙΙ». Σκοπός τους ήταν να καταλάβουν τις περιοχές που δεν κατάφεραν να αποκτήσουν με τις συνομιλίες, διασπώντας τις αμυντικές γραμμές της Εθνικής Φρουράς (του στρατού της Κύπρου) εκατέρωθεν της Λευκωσίας, ώστε να φτάσουν μέχρι τη Μόρφου και τη Λεύκα στα δυτικά, και την Αμμόχωστο και το λιμάνι της στα ανατολικά. Η κυριότερη αμυντική γραμμή της Εθνικής Φρουράς στα ανατολικά της Λευκωσίας εκτεινόταν νότια του Κουτσοβέντη προς τη Μια Μηλιά και την Παλουρ(κ)ιώτισσα, προάστιο της Λευκωσίας. Η διάσπαση της γραμμής αυτής θα επέτρεπε στα τουρκικά στρατεύματα να «χυθούν» στην πεδιάδα της Μεσαορίας και να δημιουργήσουν πρόσθετα προβλήματα στις κυπριακές και ελλαδικές δυνάμεις, να «απελευθερώσουν» τον υπό πολιορκία θύλακα του Τζιάους (ή Σερνταρλί) και να προελάσουν εύκολα και γρήγορα μέχρι την Αμμόχωστο.1
Παρά τη γενναία αντίσταση κάποιων μονάδων της Εθνικής Φρουράς, οι αμυνόμενοι δεν άντεξαν πολύ. Η ναρκοθέτηση που είχε γίνει μεταξύ των χωριών Χαμίτ Μάνδρες και Μια Μηλιά μετά τον Αττίλα Ι δεν φαίνεται να ενίσχυσε ιδιαίτερα στην αμυντική προσπάθεια, καθώς τα τουρκικά άρματα δεν συνάντησαν καμία δυσχέρεια κατά την προέλασή τους.2 Μετά τη διάσπαση της γραμμής αυτής, οι τουρκικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν προς τον αεροδιάδρομο της Τύμπου και το Εξω Μετόχι, απ’ όπου και σχεδίαζαν να προωθηθούν προς Αμμόχωστο. Πολλά τμήματα της Εθνικής Φρουράς υπερφαλαγγίστηκαν από τα τουρκικά άρματα και συμπτύχθηκαν προς την Κυθρέα, το Νέο Χωριό, το Τραχώνι και το Παλαίκυθρο, ενώ άλλα κατέφευγαν βορειότερα και αποκόπηκαν λόγω της τουρκικής προέλασης. Σε αντίθεση με ότι είχε συμβεί στην ακτή γύρω από την Κερύνεια, στη Μεσαορία τα εχθρικά άρματα είχαν ιδανικό πεδίο δράσης. Η έκταση στην οποία προέλαυναν τα τουρκικά άρματα ήταν πεδινή με ελάχιστες εδαφικές εξάρσεις, οι οποίες απείχαν χιλιόμετρα η μία από την άλλη και δεν προσφέρονταν για αμυντική οργάνωση. Ιδανικές ήταν όμως οι συνθήκες και για την τουρκική αεροπορία, καθώς δεν υπήρχαν αντιαεροπορικά όπλα και τα πεζοπόρα τμήματα ή τα οχήματα της Εθνικής Φρουράς αποτελούσαν εύκολους στόχους ακόμα και για απαίδευτους πιλότους.
Το απόγευμα της 14ης Αυγούστου η τουρκική 39η Τεθωρακισμένη Μεραρχία ανέκοψε την προέλασή της λίγα χιλιόμετρα έξω από το Λευκόνοικο, ενώ νοτιότερα άλλες δυνάμεις της κινήθηκαν κατά μήκος του παλιού δρόμου Λευκωσίας- Αμμοχώστου, καταλαμβάνοντας τα χωριά Αφάνεια, Άσσια και Βατυλή. Έτσι, το βράδυ της 14ης Αυγούστου τα όρια της τουρκικής προέλασης στα ανατολικά ήταν τα χωριά Γούφες, Ψύλλατος, Μουσουλίτα και Βατυλή.
Η κατάληψη της Αμμοχώστου (15 Αυγούστου)
Την επομένη, Πέμπτη 15 Αυγούστου 1974, οι τουρκικές δυνάμεις συνέχισαν την προέλασή τους προς την Αμμόχωστο με σχετική βραδύτητα, παρότι δεν συναντούσαν καμία ουσιαστική αντίσταση. Το μεσημέρι καταλήφθηκε το Λευκόνοικο και το Πραστιό, ενώ το ΓΕΕΦ (Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς) διέταξε τα υπολείμματα των μονάδων που είχαν υποχωρήσει να οργανώσουν νέα γραμμή άμυνας στην περιοχή των χωριών Στύλλοι και Λιμνιά, όπου υπήρχαν οχυρωματικά έργα κατασκευασμένα από το 1964. Το πρόβλημα ήταν ότι τα έργα αυτά είχαν σχεδιαστεί έτσι ώστε να αποτρέψουν απόβαση ή προέλαση τμημάτων από τη θάλασσα προς τη Λευκωσία, ενώ ο εχθρός προσέγγιζε από την αντίθετη κατεύθυνση. Κατά συνέπεια, τα έργα αυτά είχαν ελάχιστη χρηστική αξία και η γραμμή αυτή εγκαταλείφθηκε στο άκουσμα της προσέγγισης τουρκικών αρμάτων χωρίς να δοθεί μάχη. Στο μεταξύ, το ίδιο μεσημέρι οι δυνάμεις του 15ου Τακτικού Συγκροτήματος εγκατέλειψαν κατόπιν συνεννόησης με το ΓΕΕΦ την περιοχή του Τρικώμου και κατευθύνθηκαν μέσω Κοντέας προς τη Λάρνακα.
Από το πρωί της ίδιας μέρας η τουρκική αεροπορία βομβάρδιζε διαρκώς τις θέσεις της Εθνικής Φρουράς πέριξ της Αμμοχώστου, με αποτέλεσμα να καταστραφεί ο Αστυνομικός Σταθμός, το κτήριο της Α΄ Ανωτέρας Διοικήσεως και άλλα κτήρια ζωτικής σημασίας. «Μέσα εις κατάστασιν φοβεράς συγχύσεως και αγωνίας, ήρχισαν να εγκαταλείπονται τα φυλάκια και αι θέσεις χωρίς να έχουν ακόμη εμφανισθή τα τουρκικά άρματα. Οι περισσότεροι των κατοίκων είχον εγκαταλείψει την πόλιν κατά την προτεραίαν, ενώ οι ολίγοι εναπομείναντες έφευγον τώρα και αυτοί εν τάχει, αφού αι πληροφορίαι ανέφερον ότι τα τανκς ευρίσκοντο ήδη εις απόστασιν ολίγων χιλιομέτρων εκ της Αμμοχώστου. Διέφευγον δια της στενής λωρίδος της πόλεως [προς Λάρνακα], σπεύδοντες να μην αποκοπουν οπίσω από τας εχθρικάς γραμμάς και υποστούν όσα υπέστησαν εκατοντάδες Ελληνοκυπρίων εις την Κερύνειαν και την Καρπασίαν».3
Η στρατιωτική διοίκηση Αμμοχώστου διέταξε την Εθνική Φρουρά να αμυνθεί κατά των επερχόμενων τουρκικών στρατευμάτων στα υψώματα κοντά στο Κέντρο Σπουδών, βορειοδυτικά της πόλης. Η διατήρηση της θέσης αυτής υπό τον έλεγχο των ελληνοκυπριακών δυνάμεων εξυπηρετούσε έναν διπλό σκοπό, καθώς από τη μία διατηρούσε τον κλοιό γύρω από την παλιά πόλη, όπου είχαν εγκλειστεί οι Τουρκοκύπριοι, ενώ παράλληλα απέτρεπε την είσοδο των τουρκικών αρμάτων στην πόλη από τα δυτικά. Για την εκπλήρωση αυτής της αποστολής το ΓΕΕΦ διέθεσε τρία άρματα Τ34, έναν ουλαμό αναγνωρίσεως από τέσσερα τεθωρακισμένα Μarmor Harrington, μία πυροβολαρχία πυροβόλων των 6 λιβρών και μια διλοχία αποτελούμενη επί το πλείστον από αξιωματικούς και λοχίες. Παρότι η συγκέντρωση αυτών των δυνάμεων ήταν αξιοσημείωτη υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν, αυτές παρέμεναν ανεπαρκείς για την εκπλήρωση της αποστολής που τους ανατέθηκε.
Σύμφωνα με τον Καρδιανό, «Τας απογευματινάς ώρας, και ενώ οι Τούρκοι ώδευον πλέον εξ όλων των κατευθύνσεων προς την Αμμόχωστον, εγκατελείφθη η δημιουργηθείσα αμυντική γραμμή, διότι εκρίθη ότι δεν εξυπηρέτει πλέον τους σκοπούς δια τους οποίους εδημιουργήθη. Περί την 5ην απογευματινήν ήρχισαν να συμπτύσσονται και οι πολιορκούσαι την παλαιάν Αμμόχωστον δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς. Εντός ολίγου, η ωραία πόλις του Ευαγόρου, άλλοτε σφριγώσα, αλλά τώρα απονεκρωμένη και έρημος, θα έπιπτεν εις χείρας των Τούρκων, ανυπεράσπιστος».4 Πράγματι, αργά το απόγευμα της 15ης Αυγούστου τα τουρκικά στρατεύματα εισήλθαν σχεδόν ανεμπόδιστα στην παλιά πόλη της Αμμοχώστου, τερματίζοντας την πολιορκία της παλιάς πόλης και καταλαμβάνοντας το λιμάνι της, το οποίο ήταν το σημαντικότερο της Κύπρου την εποχή εκείνη. Το ίδιο βράδυ και την επομένη το πρωί, 16 Αυγούστου, οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν θέσεις στη νότια πλευρά των τειχών της παλιάς πόλης και στα βόρεια της λεωφόρου Λάρνακος (σήμερα «15ης Αυγούστου»), χωρίς να επιχειρήσουν να προελάσουν νοτιότερα.
Η κατάληψη του Βαρωσιού μετά την ανακωχή
Η περιοχή νότια των θέσεων αυτών, το λεγόμενο «ελληνικό τμήμα» της Αμμοχώστου, επίσης γνωστό ως Βαρώσι ή Βαρώσια (που στα τουρκικά σημαίνει «προάστιο»), είχε αρχίσει να εκκενώνεται από τους κατοίκους του στις 14 Αυγούστου, κυρίως εξαιτίας των αεροπορικών βομβαρδισμών. Το απόγευμα της 15ης Αυγούστου, λίγες ώρες πριν την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στην παλιά πόλη, το Βαρώσι είχε αδειάσει από τους περισσότερους κατοίκους του, ενώ σε αυτό δεν υπήρχαν πια ούτε δημοτικές, ούτε αστυνομικές αρχές, ούτε άλλες υπηρεσίες. Μετά την επίτευξη της ανακωχής, στις 16 Αυγούστου το απόγευμα (η ανακωχή θα είχε ισχύ από τις 16.00) ή την επομένη, 17 Αυγούστου, οι Τούρκοι επιδίωξαν μέσω της UNFICYP επαφή με τις αρχές του ελληνικού τμήματος της Αμμοχώστου, προκειμένου να διευθετήσουν θέματα παροχής νερού, ηλεκτρισμού και άλλων υπηρεσιών στην παλιά πόλη. Όταν όμως ο Καναδός ταξίαρχος τους πληροφόρησε ότι η πόλη είχε εγκαταλειφθεί, οι Τούρκοι αποφάσισαν να καταλάβουν και την υπόλοιπη πόλη, συνεχίζοντας την προέλαση μέχρι τον Άγιο Μέμνωνα και την Κάτω Δερύνεια, σταματώντας εκεί όπου σήμερα ξεκινάει η ουδέτερη ζώνη.5
Ως αποτέλεσμα αυτής της «παρεξήγησης», οι Τούρκοι κατέλαβαν όλη την πόλη χωρίς να το σχεδιάζουν, με αποτέλεσμα περίπου 25.000 με 30.000 Ελληνοκύπριοι να στερηθούν το δικαίωμα της επιστροφής στα σπίτια και τις περιουσίες τους με το τέλος των εχθροπραξιών. Σύμφωνα με μία άποψη, η παράδοση της Αμμοχώστου στους Τούρκους χωρίς μάχη ήταν αποτέλεσμα οδηγίας που δόθηκε στο ΓΕΕΦ από την Αθήνα να εφαρμόσει την τακτική «υποχωρητική κίνησις μετά τηρήσεως επαφής, επιβραδύνουσα τον ρυθμό προχωρήσεως των αντιπάλων». Ωστόσο, στην περίπτωση της Αμμοχώστου σημειώθηκε σειρά λαθών: Αρχικά, η υποχωρητική κίνηση έγινε χωρίς να τηρηθεί οποιαδήποτε επαφή με τον εχθρό, ώστε να διαφανεί αν σκόπευε να καταλάβει τον ελληνικό τομέα της Αμμοχώστου. Δεύτερον, μέσα στην πόλη και τα περίχωρά της υπήρχαν αρκετές και αναξιοποίητες έως τότε δυνάμεις, με επαρκή οπλισμό για την επιτυχή διεξαγωγή πολυήμερου αγώνα μέσα σε κατοικημένες περιοχές. Οι δυνάμεις αυτές θα μπορούσαν να ενισχυθούν σημαντικά με τις μονάδες που εγκατέλειπαν με τάξη την περιοχή της Καρπασίας. Αυτές, ενώ πέρασαν κατά την υποχώρησή τους έξω από την Αμμόχωστο, αντί να οδηγηθούν μέσα στην πόλη και να καταλάβουν επίκαιρες θέσεις, διατάχθηκαν να μεταβούν στο Καλό Χωριό και τις Αγγλισίδες της Λάρνακας, πάνω από 60 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά.6
Τρίτον και σπουδαιότερο, ήταν γνωστό -πριν ακόμα αρχίσει ο Αττίλας ΙΙ- πως η κατάληψη του ελληνικού τμήματος της Αμμοχώστου δεν περιλαμβανόταν στα σχέδια των Τούρκων. Αυτό έγινε φανερό τόσο κατά την παρουσίαση του Σχεδίου Ντενκτάς, το οποίο παρουσιάστηκε το πρωί της 12ης Αυγούστου 1974 και προέβλεπε τη δημιουργία μιας διζωνικής ομοσπονδίας, όπου το τουρκοκυπριακό κράτος θα καταλάμβανε το 34% της Κύπρου,7 όσο και κατά την παρουσίαση του Σχεδίου Γκιουνές, το οποίο παρουσιάστηκε το ίδιο απόγευμα ως εναλλακτική στο πρώτο και προέβλεπε τη δημιουργία δύο ελληνικών και πέντε ή έξι τουρκικών περιοχών, οι οποίες θα οργανώνονταν ως καντόνια.8 Σε κάθε περίπτωση, ήταν ξεκάθαρο πως οι Τούρκοι δεν απέβλεπαν στην κατάληψη του ελληνικού τομέα της Αμμοχώστου, αλλά μέσα στη σύγχυση και την πίεση των ημερών η πολιτική ηγεσία δεν ενημέρωσε το ΓΕΕΦ για τις τουρκικές προτεραιότητες, με αποτέλεσμα να μην αντιταχθεί σοβαρή άμυνα στην περιοχή.
Στις 17 Αυγούστου, μία μέρα μετά την κήρυξη της εκεχειρίας, οι κυπριακές αρχές κάλεσαν από το ραδιόφωνο τους αστυνομικούς που υπηρετούσαν στην πόλη να παρουσιαστούν στην Τεχνική Σχολή της Αμμοχώστου στον Άγιο Μέμνονα. Το σκεπτικό της έκκλησης φαίνεται να ήταν να δοθούν σημεία οργανωμένης ζωής, ώστε να αποτρέψουν την τουρκική προέλαση, αλλά ήταν πλέον αργά.9 Ανυπομονώντας να επιστρέψουν στα σπίτια τους, πολλοί κάτοικοι που το άκουσαν μπήκαν στην πόλη και συνελήφθησαν από τα τουρκικά στρατεύματα. Εκατό τριάντα από αυτούς στάλθηκαν αιχμάλωτοι στην Τουρκία, πολλοί σκοτώθηκαν εν ψυχρώ και άλλοι παραμένουν αγνοούμενοι. Τα περισσότερα γυναικόπαιδα διώχτηκαν πίσω στις ελεύθερες περιοχές, αλλά και μεταξύ αυτών υπήρχαν αρκετοί νεκροί και αγνοούμενοι.
Μερικούς μήνες μετά την ολοκλήρωση της κατάληψης της Αμμοχώστου, οι τουρκικές αρχές άρχισαν να εγκαθιστούν Τουρκοκύπριους στις περιοχές εκτός της παλιάς πόλης, με σκοπό τη διασπορά τους στην περιοχή και τη δημιουργία ερεισμάτων που αργότερα θα μπορούσαν να επικαλεστούν για να μην την εκκενώσουν. Αντιλαμβανόμενοι ωστόσο ότι δεν υπήρχε το πληθυσμιακό δυναμικό για να εποικίσουν τον ελληνικό τομέα της πόλης -ή τουλάχιστον όχι ακόμα- αποφάσισαν να «κλείσουν» το Βαρώσι και να το διατηρήσουν ως «διαπραγματευτικό χαρτί» για μια μελλοντική λύση. Σαράντα εφτά χρόνια αργότερα, το Βαρώσι εξακολουθεί να θεωρείται κλειστή στρατιωτική περιοχή, στην οποία έχει πρόσβαση μόνο ο τουρκικός στρατός και η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ στην Κύπρο, η UNFICYP.
Η οριστικοποίηση της γραμμής κατάπαυσης του πυρός
Το πρωί της 16ης Αυγούστου τα τουρκικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Μόρφου και τα περισσότερα γειτονικά χωριά, ενώ το μεσημέρι της ίδιας μέρας μπήκαν στην πολιορκούμενη Λεύκα και λίγο αργότερα στον Λιμνίτη. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ανακοίνωσε ότι δέχεται νέα κατάπαυση του πυρός που θα ίσχυε από τις 18.00 το απόγευμα, μόνο και μόνο για να την παραβιάσει επανειλημμένα τις επόμενες μέρες. Στις 17 Αυγούστου οι τουρκικές δυνάμεις συνέχισαν να προελαύνουν σχεδόν σε όλη τη γραμμή του μετώπου. Στα δυτικά βελτίωσαν τις θέσεις τους καταλαμβάνοντας τα χωριά Ελιά, Αγκολέμι, Καλό Χωριό και Πέτρα στα νοτιοδυτικά της Μόρφου, ενώ ισχυρές δυνάμεις έριξαν κατά του χωριού Φυλλιά, το οποίο κατέλαβαν το ίδιο απόγευμα, ενώ λίγο αργότερα κατέλαβαν την Αυλώνα και ανατολικότερα το Πυρόι (Πυρόγι), εξασφαλίζοντας την επικοινωνία με τον θύλακα της Λουρουτζίνας.
Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, 18 Αυγούστου, τα τουρκικά τμήματα επιτέθηκαν κατά του χωριού Δένεια, υποστηριζόμενα από σφοδρά πυρά όλμων και πυροβολικού. Μετά από σκληρή μάχη ωρών, κατά τις 11.00 π.μ. οι Τούρκοι κατέλαβαν το χωριό, ενώ τα τμήματα της ΕΛΔΥΚ αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν νότια του χωριού. Ωστόσο, μέσα σε μερικές ώρες οι τουρκικές δυνάμεις εγκατέλειψαν τον οικισμό -πιθανώς μετά από επέμβαση της UNFICYP- το οποίο παρέμεινε έκτοτε στην ουδέτερη ζώνη. Την ίδια μέρα οι Τούρκοι επιχείρησαν να καταλάβουν την κωμόπολη Αθηαίνου, αλλά απωθήθηκαν από μικρή ομάδα ένοπλων κατοίκων που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό και αμύνθηκαν σθεναρά μέσα στον οικισμό, αναγκάζοντας το τουρκικό απόσπασμα να υποχωρήσει.
Παρότι μετά από αυτές τις συγκρούσεις η γραμμή κατάπαυσης του πυρός φαινόταν να σταθεροποιείται, δέκα μέρες αργότερα οι τουρκικές δυνάμεις προωθήθηκαν για «λόγους ασφαλείας» μέχρι τα όρια με τις βρετανικές βάσεις στα ανατολικά, καταλαμβάνοντας τα χωριά Καλοψίδα, Αχερίτου, Μακράσυκα και Άχνα στις 28 Αυγούστου. Την ίδια μέρα επιτέθηκαν στο χωριό Τρούλλοι της Λάρνακας, το οποίο κρατήθηκε από μόλις είκοσι Εθνοφρουρούς υπό τον ταγματάρχη Κυριάκο Διονυσιάδη, και η γραμμή τελικά οριστικοποιήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου, αφού οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν τα χωριά Γαλήνη, Λουτρό και Ξερόβουνος, αν και απωθήθηκαν από τη Βαρίσεια και την περιοχή του Πύργου Τηλλυρίας χάρη στη σθεναρή άμυνα που αντέταξαν οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς. Έκτοτε τα Κόκκινα, αποτελούν θύλακα των κατεχομένων, στον οποίο η πρόσβαση για τις τουρκικές δυνάμεις είναι εφικτή μόνο με ελικόπτερα και σκάφη.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω επιχειρήσεων, τα τουρκικά στρατεύματα κατέλαβαν και κατέχουν έως σήμερα το 36,7% της Κύπρου, στο οποίο βρίσκονταν το 70% των πλουτοπαραγωγικών πηγών του νησιού, το 46% της βιομηχανικής παραγωγής του νησιού, το 48% των καλλιεργήσιμων γεωργικών εκτάσεων, το 65% των ξενοδοχείων και το 87% των υπό ανέγερση μονάδων. Οι νόμιμες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στερήθηκαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τον Διεθνή Αερολιμένα Λευκωσίας, το μόνο διεθνές αεροδρόμιο του νησιού, καθώς και το λιμάνι της Αμμοχώστου, από το οποίο διακινούνταν το 83% του εξωτερικού εμπορίου της Κύπρου. Υπό τον έλεγχο των νόμιμων αρχών παρέμεινε μόλις το 55,5% του νησιού, καθώς στο νησί υπάρχουν επίσης οι «Κυρίαρχες Βρετανικές Βάσεις» (Sovereign Base Areas) που αποτελούν το 4,4% της Κύπρου, και η ουδέτερη ζώνη, που τελεί υπό την εποπτεία της UNFICYP και αποτελεί το 3,4% της Κύπρου.
Από το 1974 έως σήμερα τα Ηνωμένα Έθνη έχουν καλέσει επανειλημμένα την Τουρκία να αποσύρει τα στρατεύματά της από το νησί και να συνεργαστεί για μια ισορροπημένη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, αλλά αυτό δεν έχει καταστεί δυνατό έως σήμερα. Αντιθέτως, το 1983 η Τουρκία ενθάρρυνε ή ανέχθηκε την ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» στις κατεχόμενες περιοχές, ενός παράνομου κρατικού μορφώματος που δεν έχει αναγνωρίσει έως σήμερα καμία άλλη χώρα (εξ ου και αναφέρεται ως «ψευδοκράτος»). Σαράντα εφτά χρόνια μετά την εισβολή, το δράμα των εκτοπισθέντων, των εγκλωβισμένων και των συγγενών των αγνοουμένων εξακολουθεί να αποτελεί μια ανοιχτή πληγή, χωρίς να διαγράφεται στον ορίζοντα η προοπτική επίτευξης μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης ή έστω να υπάρχει η στοιχειώδης διάθεση να αναζητηθεί. Για πόσο ακόμα;
*Ο Δρ. Γιώργος Λιμαντζάκης είναι τουρκολόγος – ιστορικός
Πηγές – Βιβλιογραφία
• Καρδιανός Διονύσιος (ψευδώνυμο του Σπύρου Παπαγεωργίου), Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον (γ΄ έκδοση), Εκδόσεις Κ. Επιφάνιου, Λευκωσία 2003.
• Κληρίδης Γλαύκος, Η Κατάθεσή μου, τόμος 4, Εκδόσεις Αλήθεια, Λευκωσία 1991.
• Λάμπρου Κ. Γιάννης, Ιστορία του Κυπριακού: Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2004, Λευκωσία 2004.
• Μπήτος Γ. Ιωάννης, Από την Πράσινη Γραμμή στους δυο Αττίλες, β΄ έκδοση, Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, Αθήνα 1998.
• Πολυβίου Πολύβιος, Η διπλωματία της εισβολής, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2010.
• Τζερμιάς Παύλος, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, μετάφραση από τα γερμανικά (Geschichte der Republik Zypern), Libro, 2001.
1. Γ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού, 2004, σ. 600.
2. Δύο τινά μπορεί να οδήγησαν σε αυτό το θλιβερό αποτέλεσμα: α) η ναρκοθέτηση έγινε με τρόπο εμφανή και πρόχειρο, και οι Τούρκοι είδαν ή έμαθαν μέσω ποιων χώρων ήταν ακίνδυνο να κινηθούν, και β) οι άνδρες της Ειρηνευτικής Δύναμης είχαν σημειώσει τις επικίνδυνες θέσεις, και ενδέχεται κάποιοι από αυτούς να τις διέρρευσαν στους Τούρκους. Δ. Καρδιανός, Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον, 2003, σ. 515.
3. Δ. Καρδιανός, Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον, 2003, σ. 576.
4. Δ. Καρδιανός, Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον, 2003, σ. 576-577.
5. Με τον όρο «υπόλοιπη πόλη» δεν εννοείται μόνο το κλειστό τμήμα που αργότερα έμεινε γνωστό ως Βαρώσι, αλλά και οι συνοικίες Χρυσοσπηλιώτισσα, Άγιος Γεώργιος, Ακρόπολη, Αγία Ζώνη και Σταυρός, που αργότερα εποικίστηκαν με Τουρκοκύπριους και Τούρκους έποικους.
6. Γ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού, 2004, σ. 603.
7. Σύμφωνα με το Σχέδιο Ντενκτάς, η συνοριακή γραμμή μεταξύ των δύο κρατιδίων θα ξεκινούσε στα δυτικά από την περιοχή του Λιμνίτη ή της Λεύκας, θα έτεμνε τη Λευκωσία και θα κατέληγε στα όρια της παλιάς πόλης της Αμμοχώστου με το Βαρώσι, αφήνοντας το λιμάνι της πόλης στον τουρκοκυπριακό τομέα. Γ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού, 2004, σελ. 592.
8. Το μεγαλύτερο τουρκικό καντόνι θα βρισκόταν στο βορρά και θα είχε έκταση περίπου 17% της επικράτειας, περιλαμβάνοντας ολόκληρο το μέχρι τότε τουρκικό προγεφύρωμα, εκτεινόμενο ανατολικά μέχρι τον τουρκικό τομέα της Αμμοχώστου. Τα υπόλοιπα τέσσερα ή πέντε καντόνια θα σχηματίζονταν γύρω από τη Λεύκα, την Πόλη Χρυσοχού, την Πάφο, τη Λάρνακα και τη Γαληνόπορνη, και θα έπρεπε να έχουν πρόσβαση στη θάλασσα, ώστε να επικοινωνούν ανεμπόδιστα με την Τουρκία. Για περισσότερα σχετικά με το σχέδιο αυτό, βλέπε Π. Πολυβίου, Η διπλωματία της εισβολής, 2010, σ. 102-105.
9. Δ. Καρδιανός, Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον, 2003, σ. 578.