Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται μια σημαντική αύξηση σε απόλυτο αριθμό αφίξεων τουριστών στη χώρα μας. Ενδεχομένως η αύξηση αυτή να οφείλεται σε κάποιες θετικές για εμάς συγκυρίες, αλλά η ουσία όμως παραμένει η ίδια. Για τη φετινή τουριστική περίοδο οι προβλέψεις ήταν άκρως ενθαρρυντικές, πράγμα το οποίο εν μέρει αποδεικνύεται -τουλάχιστον για την ώρα- στην πράξη. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΣΕΤΕ, μέχρι και τον μήνα Μάιο υπάρχει μια αύξηση αφίξεων περίπου στο 4,8%.
Γεννώνται όμως πολλά ερωτήματα για τους χειρισμούς της κυβέρνησης σε μείζονα θέματα, τα οποία χρήζουν απαντήσεων. Μας αρκεί να στηριζόμαστε στις ευνοϊκές γεωπολιτικές κυρίως συγκυρίες και μόνο για να πανηγυρίζουμε τα «ρεκόρ» αφίξεων τουριστών; Πώς εκμεταλλευτήκαμε το εμπάργκο των Ρώσων τουριστών προς την Τουρκία ώστε να τους φέρουμε στην Ελλάδα για τις διακοπές τους; Η αύξηση αυτή αποτυπώνεται οικονομικά στην αγορά; Πώς ενεργήσαμε για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της εποχικότητας; Πώς αντιμετωπίσαμε το προσφυγικό ζήτημα στα νησιά για να μην επηρεαστούν την τουριστική σεζόν;
Οι απαντήσεις στα ζητήματα αυτά σίγουρα δεν θα πρέπει να μας κάνουν πολύ υπερήφανους. Η Ελλάδα τα τελευταία 3-4 χρόνια εκμεταλλευόμενη τις αναταράξεις στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής κέρδισε ένα κομμάτι της πίτας από την παγκόσμια τουριστική αγορά. Δεν κατάφερε όμως να το εδραιώσει και δεν κατάφερε σε καμία περίπτωση να αναπτυχθεί σε επίπεδο υποδομών ώστε να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες των ανθρώπων που θα μας επισκεφθούν για να εξυπηρετηθούν ποιοτικότερα.
Ακούμε εδώ και τόσους μήνες για το ότι θα πλημμυρίσουμε από Ρώσους τουρίστες την τουριστική περίοδο που διανύουμε. Φροντίσαμε όμως να διατηρούμε μόλις 3 κέντρα έκδοσης τουριστικής βίζας σε ολόκληρη τη χαώδη έκταση της Ρωσίας και μάλιστα σε απόσταση 1.000 χιλιομέτρων το ένα από το άλλο. Τα κέντρα αυτά μάλιστα ξεκίνησαν να στελεχώνονται τον μήνα Απρίλιο, λίγο πριν δηλαδή την έναρξη της νέας τουριστικής περιόδου. Αντιλαμβάνεται επομένως κανείς ότι ο Ρώσος που ενδεχομένως να ήθελε να περάσει τις διακοπές του στην Ελλάδα, δεν θα μπει στη διαδικασία να περάσει τόσο μεγάλη ταλαιπωρία για την έκδοση της βίζας που απαιτείται.
Τα τελευταία στοιχεία που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας αναφέρουν μια αύξηση των αφίξεων για τον μήνα Μάιο της τάξης περίπου του 3,7% σε σχέση με πέρυσι. Η αύξηση αυτή όμως ΔΕΝ αποτυπώθηκε στην αγορά. Αντίθετα για τον ίδιο μήνα η αγορά είχε μια πτώση τουλάχιστον 40% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους. Η αύξηση αυτή μάλιστα δεν αποτυπώθηκε ούτε στις κρατήσεις των ξενοδοχειακών μονάδων καθώς από το 3,7% της αύξησης μόλις το 1% φάνηκε στο αριθμό των κλινών. Το πρόβλημα αυτό εστιάζεται κυρίως στο φαινόμενο της οικονομίας διαμοιρασμού (sharing economy), απευθείας κρατήσεις δηλ. καταλυμάτων μέσω διαδικτύου, που το τελευταίο διάστημα έχει γίνει ευρέως διαδεδομένο και στη χώρα μας.
Η εποχικότητα είναι το μόνιμο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο κλάδος του τουρισμού στην Ελλάδα. Ενώ όλες οι κυβερνήσεις που έχουν περάσει δείχνουν μεγάλη ευαισθησία για το πρόβλημα, καμία δεν κατάφερε να αλλάξει κάτι δραστικά. Δεν είναι αρκετό να συζητάμε για τις εναλλακτικές μορφές τουρισμού, που πιθανότατα να είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος, αν δεν υπάρξουν ουσιαστικές παρεμβάσεις που θα κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.
Σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία, τα νησιά, που ήρθαν αντιμέτωπα με το μείζον θέμα του προσφυγικού, έχουν υποστεί κυριολεκτικά καθίζηση είτε όσον αφορά στις κρατήσεις – αφίξεις είτε στο κομμάτι της τοπικής αγοράς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η Μυτιλήνη με μείωση αφίξεων κατά 43,5% και η Κως κατά 21,8% για τον μήνα Μάιο! Και σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί η αύξηση του Φ.Π.Α. στα νησιά, τα οποία μέχρι πρότινος βρίσκονταν σε ειδικό καθεστώς.
Τις τελευταίες ημέρες δειλά – δειλά έχει ξεκινήσει να εμφανίζεται ξανά στο προσκήνιο η άποψη περί ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδιασμού με πλάνο δεκαετίας για το τουριστικό προϊόν στην Ελλάδα. Είναι πράγματι πολύ σημαντικό για τη χώρα να διαθέτει έναν στρατηγικό σχεδιασμό, ο οποίος θα ακολουθείται πιστά, ανεξαρτήτως Κυβερνήσεων και προσώπων που αναλαμβάνουν το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο. Ένας σχεδιασμός, ο οποίος θα συνταχθεί από καταρτισμένους διακομματικούς επιστήμονες και επιχειρηματίες του κλάδου χωρίς να χωρά αμφισβήτηση στην αξιοπιστία και τις προθέσεις τους. Ένας σχεδιασμός που θα έχει προκύψει μετά από διαβούλευση, συνεργασία και συνέργειες με τους φορείς και τους επαγγελματίες του τουρισμού που ζουν και γνωρίζουν τα προβλήματα του χώρου από μέσα. Ένας σχεδιασμός που θα επιχειρήσει ένα re-branding της τουριστικής ταυτότητας της χώρας διεθνώς. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να κατακτήσουμε υψηλότερα ρεκόρ τόσο σε αφίξεις όσο σε έσοδα, αλλά κυρίως, σε ποιότητα, σύγχρονες υποδομές και υπηρεσίες που θα ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητα και την ελκυστικότητα του τουριστικού προϊόντος.
*περιφερειακός σύμβουλος Κρήτης