Το συνήθιζαν από παλιά οι Ασηγωνιώτες να «πειράζουν» τσοι κατωμερίτες, ειδικά τους μουτίδες, δηλαδή αυτούς που είχαν κάνει συζεψιές με Τούρκους. Εκείνους που είχαν βάλει στο στόχαστρο όμως ήταν η γνήσιοι Τούρκοι, που κατοικούσαν στα πεδινά χωριά. Ειδικά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, τους είχαν κάνει τη ζωή δύσκολη. Τους εντόπιζαν κάθε φορά και με μια μικρή εκστρατεία έφερναν στη Γωνιά (Ασηγωνιά) το κοπάδι, τα οζά ή τις αίγες και αρκετές φορές έκλεβαν και βόδια του Τούρκου. Ειδικά στην διάρκεια των τελευταίων επαναστάσεων, ο πληθυσμός του χωριού κάθε φορά διπλασιαζόταν.
Χαρακτηριστικό το ριζίτικο:
«Δώσε μου το τουφέκι μου
και τ’ αργυρό μαχαίρι
να πάω στην Ασηγωνιά
που δε μπατούνε Τούρκοι
που δε πλερώνουν τζερεμέ
χαράτσι του Σουλτάνου»
Έπρεπε λοιπόν να τραφούν. Έτσι, η προτροπή του Καπετάνιου σε νεαρούς κοπελολόους :
– Άμετε μωρέ από σια κάτω να αρπάξετε κιαμιά γκομάτε οζά γη κιαμιά ματζιέτα να τα σφάξωμενε…
Η ιστορία αυτή έγινε την πρώτη δεκαετία του 1900, όπως μου τη διηγήθηκε ο Μπλατζιομάρκος (Μάρκος Γύπαρης) του οποίου ο ένας των πρωταγωνιστών ήταν ο παππούς του.
Είχαν εντοπίσει έναν Τούρκο αγά στην Παλαίλιμνο, ένα χωριό Ρεθεμνιώτικο, που διατηρούσε ένα αρκετά μεγάλο κοπάδι αίγες. Το κουβένδιαζαν λοιπόν ο παππούς του Μάρκου ο Μπλατζιαντρουλής (Ανδρέας Γύπαρης) με το Μαυρούκο (Γιώργη Κυμιώνη). Κάποιος γνωστός του Μπλάτζιο του είχε δώσει σχετικές πληροφορίες.
– Ελάτε μωρέ να του τσοι πάρετε του κερατά του αγά. Είναι κιαμιά εξήνταρε αίγες και κιάνα δυο- τρεις τράες. Μα να ’χετε το νου σας γιατί τση βλέπει καλά ο κερατάς. Ούλη μέρα δε φεύγει από κοντά ντονε. Και το βράδυ έχει εκεία ένα γιδόσπιτο και κοιμάται κι αυτός εκειά και θαρρώ πως έχει κι ένα παλιοντούφεκο, μόνο να’χετε το νου σας όντε θα’ρθετε.
Το κουβένδιαζαν λοιπόν οι δυο τους:
– Ε! Είντα λέεις εδά να πάμενε να του τση πάρουμενε του τουρκαλά;
– Ναι μπε Ανδρέα μα να κρατούμενε και τα τουφέκια μας γιατί δε γατέεις είντα θα μας απαντήξει.
Έτσι λοιπόν αγοό το σκέφθηκαν καλά, το αποφάσισαν.
Όπως μου είπε ο Μάρκος, είχαν διαλέξει μια άγρια χειμωνιάτικη μέρα του Νοέμβρη : «Φύσαγε πολύ και έκανε μια γκρυγιώτη. Ήτανε ένας μαϊστροβοράς απού χάλανε το κόσμο».
Πήγαν λοιπόν και παρακολούθησαν τον αγά όλη μέρα που έβοσκε τσ’ αίγες του. Όντενε βράδιασενε τσ’ έφερενε και τσ’ έκλεισενε στο γιδόσπιτο.
Άπης έφυγενε η χανούμισά ντου με το γάιδαρο φορτωμένο ξυλά για το χωριό. Εμπήκενε στο γιδόσπιτο και έκλεισε τη μπόρτα από μέσα.
Σε μια ουλιά ώρα επήγανε και στέσανε αυτί και τον ακούσανε απού ρουχάλιζε. Επήγανε σιγά-σιγά και βγάλανε το κοντομιρί. Ένα σίδερο αντιρίδα της πόρτας και την άνοιξαν με προσοχή, και μπήκε ο ένας μέσα.
Ήξεραν πως στην μέσα μπάντα έιχε ένα μεγάλο παραθύρι που το έφραζε από μέσα καλά και πήγε και το άνοιξε. Οι αίγες ήσαν μαθημένες να μπαινοβγαίνουν από το παραθύρι και μόλις το είδαν ανοικτό, όρμησαν και βγήκαν όλες έξω. Και συνέχισε ο Μάρκος. Όντε ν’ ήτανε στη κούφη τη μπέρα μπάντα, τον ακούσανε και έπαιζενε μπαλωτές.
Φαίνεται πως εμετάπνισενε και είδε πως ελείπανε οι αίγες. Τση πείρανε και τση λαλούσανε και τση πήγανε στη Γωνιά (Ασηγωνιά).
Την επόμενη μέρα ο αγάς πήγε στις Σαϊτούρες και βρήκη τον Μπικοσήφη, έναν Γωνιώτη που έμενε εκεί, και υπελόγισε πως πιθανόν είχε σχέση με Γωνιώτες. Κατά τύχη ήταν πεθερός του Μπλάτζιο.
Αυτό που έγινε να του κλέψουν τσ’ αίγες το θεώρησε μεγάλη προσβολή και όπως έλεγαν ήταν και μεγάλος εγωιστής.
– Σήφη ανε μου βρεις τσ’ αίγες απού μου κλέψανε, και σάικα είναι χωριανοί σου Γωνιώτες, θα σου χαρίσω το χωράφι απού’χω στον «Γκομινίσκο» στη Γκαρωτή τη μπέρα μπάντα.
Ο Κομινίσκος ήταν από τα πιο εύφορα χωράφια της περιοχής και ήταν ποτιστικό.
Ο Μπικοσήφης πήγε στη Γωνιά και άρχισε να διαλαλεί τσ’ αίγες, ρωτώντας πιο μπροστά τους συγγενείς του. Δεν άργησε να εντοπίσει τους δράστες που ένας ήταν ο ίδιος του ο γαμβρός.
– Ναι, εμείς τση πείραμενε με το Μαυρούκο.
– Είπε μου ο αγάς πως άνε του τσοι βρω θα μου δώσει το χωράφι ντου στον Κομινίσκο απού κάνει δυο τρεις φορές παραπάνω απού τσ’ αίγες…
Ο Μπλάτζιος πήγε και βρήκε το Μαυρούκο.
– Γιώργη ο αγάς λέει πως άνε του τση δώσημενε οπίσω θα δώσει το χωράφι στο Γκομινίσκο. Είντα λες; Εγώ λέω να του τση γειαείρωμενε.
– Εγώ δε θέλω χωράφια, μόνο όντε θα ξαναπάμενε ταχιά την άλλη θα μου δώσεις κι εμένα δυο παρτίδες.
Πράγματι μετά από μερικές ημέρες πήγαν προς τον Άη Βασίλη και πήραν πενήντα οζά και τα πήρε όλα ο Μαυρούκος.
Έτσι λοιπόν ο αγάς πήρε πίσω τσ’ αίγες του και σώθηκε ο εγωισμός του κι επήρε ο Μπικοσήφης το χωράφι στον Κομινίσκο που νομίζω πως ακόμα το έχουν οι απόγονοί του. Και όπως μου είπε ο Μάρκος το πούλησε ο Μπλατζιος στους κουνιάδους του όταν έκτιζε κοντά στον «Βούτακα» το παλιό μαγαζί-καφενείο του Μπλατζιοσήφη.
Υ.Γ. Αναμάζωξα πάλι ούλες τσοι καινούργιες «Ιστορίες τσ’ Ασηγωνιώτικης Ρίζας» και τσ’ έκαμα ένα νέο βιβλίο που θα έχει τον τίτλο «Ροζοναρίσματα τσ’ Ασηγωνιώτικης Ρίζας» και είναι το 5ο της σειράς και τα διαθέτουν στο Ρέθυμνο το βιβλιοπωλείο «Κλαψινάκης» και στα Χανιά το βιβλιοπωλείο «Το βιβλίο» του Γεωργίου Σκανδάλη, Κολοκοτρώνη 29.
Η ΑΣή Γωνιά ειχε παντα ομορφες και ατέλειοτες ιστορίες