Η προχθεσινή εκδήλωση “Το Πολυτεχνείο, µνήµη του µέλλοντος” στο «Μουσείο Τυπογραφίας Γιάννη και Ελένης Γαρεδάκη» µε τη συνδιοργάνωση του «Χώρου Τέχνης Χανίων» του φίλου Γιάννη Μαρκαντωνάκη µου δίνει την δυνατότητα µίας µικρής παρέµβασης από τις στήλες των “Χ. ν.” σε διάφορα θέµατα τα οποία τέθηκαν στη συζήτηση µετά την εξαιρετική εισήγηση της συναδέλφου µου Καθηγήτριας Π. Ρηγοπούλου (Τµήµα Επικοινωνίας και ΜΜΕ, ΕΚΠΑ) η οποία είχε ένα πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Είναι γνωστό ότι στις 2.30 ξηµερώµατα της 21ης Απριλίου τεθωρακισµένα οχήµατα περικύκλωσαν το ελληνικό κοινοβούλιο και το κέντρο της Αθήνας ενώ στρατιωτικές δυνάµεις κατέλαβαν υπουργεία, δηµόσια κτήρια, τον ΟΤΕ και τους ραδιοθαλάµους του κρατικού ραδιοφώνου. Ταυτόχρονα, οµάδες στρατιωτικών προχωρούσαν σε µαζικές συλλήψεις εκατοντάδων πολιτών και πολιτικών παραγόντων. Οι στρατιωτικές µονάδες λειτούργησαν στη βάση ενός νατοϊκού σχεδίου το οποίο ονοµαζόταν «Προµηθεύς». Το σχέδιο αυτό τέθηκε σε άµεση εφαρµογή από τους συνωµότες και εκτός τους χιλιάδες δηµοκρατικούς πολίτες, φιλελεύθερους πολιτικούς και κυρίως µέλη και στελέχη της Αριστεράς συνελήφθησαν δεκάδες δηµοσιογράφοι, διευθυντές εφηµερίδων και εκδότες. Μεταξύ αυτών και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος και άλλα µέλη της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης. Ο ∆ιαµαντόπουλος, θεωρεί ότι, «ο βασιλιάς Κωνσταντίνος συµβιβάστηκε νοµιµοποίησε το κίνηµα και όρκισε κυβέρνηση υπό τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κ. Κόλλια» (∆ιαµαντόπουλος 1997: 240). Σύντοµα, όµως, έγινε αντιληπτό ότι η πραγµατική εξουσία ήταν στα χέρια µιας οµάδας συνταγµαταρχών µε επικεφαλής τους Γεώργιο Παπαδόπουλο, Νικόλαο Μακαρέζο και τον ταξίαρχο, Στυλιανό Πατακό.
Ο Νόµος ∆ΞΘ/1912 Περί κατάστασης πολιορκίας που ενεργοποιήθηκε µε το βασιλικό διάταγµα προέβλεπε, µεταξύ άλλων, τη σύλληψη πολιτών, χωρίς να έχει προηγηθεί κατηγορία, την απαγόρευση των συγκεντρώσεων, την απαγόρευση σχηµατισµού ενώσεων µε στόχο την δηµιουργία εργατικού συνδικάτου, την απαγόρευση απεργιών. Επίσης, την απαγόρευση δηµοσίευσης οποιασδήποτε πληροφορίας µέσω του Τύπου. Οι πραξικοπηµατίες κατήργησαν την κοινοβουλευτική δηµοκρατία, τα συνταγµατικά δικαιώµατα των πολιτών και µε αυθαίρετους νόµους τους οποίους οι ίδιοι εξέδωσαν προσπάθησαν να επιβάλλουν την εξουσία τους.
Η οµάδα των συνωµοτών χρησιµοποίησε όµως και αρκετούς αντιδηµοκρατικούς νόµους τους οποίους τα αστικά πολιτικά κόµµατα είχαν ψηφίσει µετά τον εµφύλιο πόλεµο, προκειµένου να θωρακίσουν το αυταρχικό ηµι-κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστηµα. Όπως αναφέρει ο Αλεβιζάτος «Το καθεστώς της 21ης Απριλίου διέθετε το τεράστιο πολιτικό πλεονέκτηµα να έχει βρει σχεδόν άθικτο το σύνολο του ‘παρασυνταγµατικού οπλοστασίου’ της προηγούµενης περιόδου. Αυτό που απλά έκανε είναι να εξασφαλίσει την εφαρµογή τους κάτω από τις νέες συνθήκες» (Αλεβιζάτος 2005: 601).
Ο στρατός και ο ξένος παράγοντας
Ο αυξηµένος ρόλος του στρατού στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία έχει αναλυθεί εκτενώς (Χαραλάµπης 1985; Βερέµης 1983; Μουζέλης 1978; Σκαµνάκης 2020). Η εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου του 1967 είναι αφενός αποτέλεσµα αυτής της ιστορικής ιδιοµορφίας και αφετέρου των ευρύτερων πολιτικών συνθηκών οι οποίες ακολούθησαν τον εµφύλιο πόλεµο, όπως αναφέρθηκε και σε προηγούµενα κεφάλαια.
Η πιθανή επάνοδος της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές οι οποίες είχαν προγραµµατιστεί για τις 28 Μάιου του 1967 είχε δηµιουργήσει έντονο σκεπτικισµό και φόβο όχι µόνο σε ένα µεγάλο µέρος των κυρίαρχων πολιτικών και οικονοµικών ελίτ αλλά κυρίως στον στρατό στον οποίο κυριαρχούσαν ακροδεξιά στοιχεία.
Ο φόβος αυτός δεν σχετιζόταν τόσο µε τις ήπιες πολιτικές µεταρρυθµίσεις που επιδίωκε η ηγεσία της Ένωσης Κέντρου αλλά κυρίως µε τις µαζικές κινητοποιήσεις και το αίτηµα για ουσιαστικό εκδηµοκρατισµό και πρωτίστως µε την άνοδο της Αριστεράς.
∆ύο βασικοί παράγοντες συνθέτουν τη φυσιογνωµία του στρατού πριν την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Ο πρώτος σχετίζεται µε την κυριαρχία των πιο δεξιών και αντικοµµουνιστικών αξιωµατικών σε ανώτερο και κατώτερο επίπεδο. Μετά το αποτυχηµένο κίνηµα της Θεσσαλονίκης το 1935, το οποίο οδήγησε στην επικράτηση της αντιβενιζελικής παράταξης και την παλινόρθωση της µοναρχίας, υπήρξαν µαζικές προγραφές στον στρατό, µε αποτέλεσµα να αποµακρυνθούν όλοι οι δηµοκρατικοί αξιωµατικοί. (Meynaud 1974: 32).
Η εκκαθάριση του στρατού από τους αντιµοναρχικούς και δηµοκρατικούς αξιωµατικούς συνεχίστηκε και µε την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του 1936 (Μουζέλης 1978: 255). Αλλά και λίγο αργότερα στη Μέση Ανατολή ο στρατός γνώρισε µια σηµαντική αφαίµαξη από τα πιο προοδευτικά στοιχεία. Σε αυτό θα πρέπει να προσθέσουµε και τις διώξεις όσων αξιωµατικών πέρασαν κατά τη διάρκεια της γερµανικής κατοχής µε το µέρος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται µε το γεγονός ότι ο στρατός από µία συστηµατική παρέµβαση που εγκαινιάστηκε το 1843 και συνεχίστηκε έως και το 1936 (Σκαµνάκης 2020) πέρασε µετά τον εµφύλιο πόλεµο, σταδιακά, σε συνθήκες αυξηµένης αυτονόµησης και µη συστοίχησης πλέον µε τους βασικούς πόλους της πολιτικής διαίρεσης.
Αυτά τα δύο στοιχεία, δηλαδή αφενός η κυριαρχία των ακροδεξιών στοιχείων µε την ιδιόρρυθµη ακροδεξιά ιδεολογία και αφετέρου η αυτονόµηση από ένα καχεκτικό πολιτικό σύστηµα, υπήρξαν οι βασικοί λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην επιβολή του πραξικοπήµατος τον Απρίλιο του 1967. Οι διάφορες προσεγγίσεις που αναφέρονται στη µη ταύτιση, τουλάχιστον αρχική, των κυρίαρχων εγχώριων οικονοµικών ελίτ και του ξένου παράγοντα µε τους πραξικοπηµατίες όχι µόνο υστερούν αλλά και διαψεύδονται από τις µετέπειτα εξελίξεις. Ο Μουζέλης αναφέρει ότι, ενώ πράγµατι η µεγαλύτερη ώθηση για την επιβολή της στρατιωτικής ∆ικτατορίας προήλθε µέσα από τον ίδιο τον στρατό, ωστόσο, αυτή «ήταν άµεσα συνδεδεµένη µε την απειλή που συνιστούσε η αυξανόµενη πολιτική κινητοποίηση απέναντι στην κυριαρχία του µέσα στις επικρατούσες σχέσεις» (Μουζέλης 1987: 251).
Ως εκ τούτου, ακόµα και αν ο στρατός ενήργησε αυτόνοµα, το πραξικόπηµα ήταν αποτέλεσµα των ευρύτερων µετεµφυλιακών πολιτικών, κοινωνικών συσχετισµών και της οικονοµικής κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα. Το αυταρχικό µεταπολεµικό πολιτικό οικοδόµηµα, οι έντονες ταξικές αντιθέσεις και η στρεβλή οικονοµική ανάπτυξη µε την παρασιτική λειτουργία του ελληνικού κεφαλαίου κυοφόρησαν την αυτονόµηση του στρατού και το στρατιωτικό πραξικόπηµα.
Αλλά και ο ξένος παράγοντας και ειδικά οι ΗΠΑ, έπαιξαν έναν σηµαντικό ρόλο στη µετέπειτα διατήρηση και ενίσχυση της δικτατορίας. Ο Ψυχρός Πόλεµος σε συνδυασµό µε την πολιτική αστάθεια στη χώρα και τις λαϊκές κινητοποιήσεις, την ριζοσπαστικοποίηση και την άνοδο της Αριστεράς είχαν δηµιουργήσει έντονο προβληµατισµό στις ΗΠΑ. Η συνέχιση της εξάρτησης µπορούσε να επιτευχθεί καλύτερα µε την επιβολή µιας δικτατορίας. Ταυτόχρονα, οι εξελίξεις τόσο στον αραβικό κόσµο όσο και το Κυπριακό ζήτηµα µπορούσαν να αντιµετωπιστούν καλύτερα από µια άµεσα ελεγχόµενη στρατιωτική κυβέρνηση στην Ελλάδα.
Οι Αµερικανοί ήταν αρκετά ανήσυχοι και επεδίωκαν να διατηρήσουν καλές σχέσεις µε την Ελλάδα της οποίας η γεωπολιτική σηµασία ήταν ιδιαιτέρως σηµαντική. Επίσης, σχετικά µε τον ρόλο του αµερικανικού παράγοντα σε αυτά τα γεγονότα, δεν µπορεί να υπάρξει καµία αµφιβολία, «ότι πριν από τον Απρίλιο, οι αξιωµατούχοι της Ουάσιγκτον είχαν αποδεχτεί ένα δεξιό στρατιωτικό πραξικόπηµα ως µία διέξοδο από το πολιτικό αδιέξοδο που πιθανώς να ωφελήσει τα αµερικανικά ενδιαφέροντα στην Ελλάδα» (Ιατρίδης 1980a: 71).
Ενώ, όµως, οι ΗΠΑ επιθυµούσαν µια στρατιωτική κυβέρνηση στην Ελλάδα και ενθάρρυναν τον Βασιλιά και τους στρατηγούς να οργανώσουν ένα στρατιωτικό πραξικόπηµα, µάλλον εξεπλάγησαν, όταν εκδηλώθηκε πραξικόπηµα µε επικεφαλής τους συνταγµατάρχες (Παπαχελάς 2007: 316-317).
Στη πραγµατικότητα, οι Αµερικανοί όχι µόνο γνώριζαν για τη δηµιουργία και τη δραστηριότητα του Ιερού ∆εσµού Ελλήνων Αξιωµατικών (Ι∆ΕΑ), µέλη του οποίου είχαν διατελέσει οι περισσότεροι συνωµότες, αλλά συνέβαλαν αποφασιστικά στην ισχυροποίηση του (Χαραλάµπης 1989: 151). Απλά ο σχεδιασµός των Αµερικανών για στρατιωτικό πραξικόπηµα δεν συµπεριελάµβανε την οµάδα των συνταγµαταρχών.
Η ιδεολογία των συνταγµαταρχών
Η στρατιωτική δικτατορία είχε ανάγκη από ένα πλαίσιο θέσεων το οποίο θα συγκροτούσε τον ιδεολογικό της λόγο. Εφόσον οι συνωµότες δεν µπορούσαν να παράξουν ιδεολογία, δανείστηκαν ιδεολογικά στοιχεία από διαφορετικά ρεύµατα. Η θρησκεία και ο εθνικισµός, η λατρεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισµού και του Βυζαντίου, οι ηθικές αξίες της οικογένειας και ο αντικοµµουνισµός αλλά και η ρητορική της “υπεράσπισης” των αδυνάτων και των φτωχών συνέθεταν ένα µείγµα το οποίο αποτέλεσε την ιδιότυπη και ασαφή ιδεολογική βάση του καθεστώτος. Τα χαρακτηριστικά αυτά συνοψίζονταν στα δύο περίφηµα τρίπτυχα «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» και στο «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών».
Η βασική, όµως, ιδεολογική συγκρότηση του καθεστώτος ήταν ο αντικοµουνισµός που καθόρισε το ιδεολογικό του πλαίσιο. Όπως αναφέρει η Παπαδηµητρίου «Ο αντικοµµουνισµός αποτέλεσε τη νοµιµοποιητική βάση του καθεστώτος που προέκυψε από το πραξικόπηµα και ως εκ τούτου κατέλαβε περίοπτη θέση στην ιδεολογία των Απριλιανών» (Παπαδηµητρίου 2010: 105). Το στρατιωτικό καθεστώς δεν µπορεί να συµπεριληφθεί στην κατηγορία των κλασικών καθεστώτων µε φασιστική ιδεολογία, διότι ο φασισµός προϋποθέτει µαζική κοινωνική βάση την οποία οι συνταγµατάρχες δεν διέθεταν.
Ο ιδεολογικός λόγος των συνωµοτών ήταν δάνειο αυταρχικών και λαϊκιστικών αντιλήψεων. Σύµφωνα µε τον Glogg « η λαϊκιστική προσέγγιση έχει µεγαλύτερη αληθοφάνεια από τη φασιστική, αν και η λαϊκιστική ρητορική του καθεστώτος έχει σε µεγάλο βαθµό διαψευσθεί από την πρακτική της» (Clogg 1972: 51). Ο Χαραλάµπης θεωρεί, επίσης, ότι «η φασιστική οργάνωση της κοινωνίας δεν ήταν ο στόχος της δικτατορίας ούτε υπήρξαν λαϊκές φασιστικές δυνάµεις που την υποστήριζαν» (Χαραλάµπης 1985: 1985). Ο Μουζέλης, επίσης, αναφέρει ότι υπήρχε σηµαντική διαφορά ανάµεσα στη ∆ικτατορία του Παπαδόπουλου και τα φασιστικά ή ηµι-φασιστικά καθεστώτα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας (Μουζέλης 1978: 257). Επί της ουσίας η προσπάθεια του καθεστώτος να συγκροτήσει ένα ιδεολογικό πλαίσιο ήταν ένα κράµα εθνικοφροσύνης, αντικοµµουνισµού και λαϊκισµού που όµως δεν βρήκε ενεργή και µαζική απήχηση.
Η έλλειψη ουσιαστικής αντίδρασης- απουσία του πολιτικού υποκειµένου
Εντύπωση όµως προκαλεί, ακόµα και σήµερα, η έλλειψη οργανωµένης αντίδρασης των πολιτικών οργανώσεων τόσο την ηµέρα της εκδήλωσης του πραξικοπήµατος όσο και λίγο αργότερα. Το γεγονός αυτό σχετίζεται µε σειρά παραγόντων.
Πρώτον, τα αστικά φιλελεύθερα πολιτικά κόµµατα, ήταν σχηµατισµοί παραγόντων χωρίς ουσιαστικά µαζική οργανωτική δοµή. Ακόµα και οι µεγάλες κινητοποιήσεις της δεκαετίας του 60’ δεν δηµιούργησαν προϋποθέσεις για µαζικούς κοµµατικούς σχηµατισµούς.
Όπως αναφέρει ο Χαραλάµπης το κέντρο και η αριστερή του πτέρυγα είχαν λανθασµένη αντίληψη των δυνατοτήτων τους, της πολιτικής συγκυρίας και του χαρακτήρα της πολιτικοποίησης (Χαραλάµπης 1985: 246).
Στον χώρο της Αριστεράς, η Ε∆Α φάνηκε ότι δεν ήταν προετοιµασµένη για ένα κίνηµα και δεν είχε ούτε την απαραίτητη οργάνωση, ούτε το υλικό, ούτε το µέγεθος για µία τέτοια αναµέτρηση (Παπανδρέου 2006: 376). Ο κοµµατικός µηχανισµός του ΚΚΕ, το µόνο το οποίο µαζικοποιήθηκε κατά την περίοδο της αντίστασης, είχε τεθεί εκτός νόµου, ενώ δεκάδες χιλιάδες µέλη του είχαν βρει καταφύγιο στις ανατολικές χώρες ή είχαν εκτελεστεί ή φυλακισθεί και εκτοπιστεί µετά την ήττα στον εµφύλιο πόλεµο.
∆εύτερον, το εργατικό κίνηµα είχε ουσιαστικά υποστεί µία συντριπτική ήττα και αποδεκατίστηκε στον εµφύλιο (Μουζέλης 1978: 289), ενώ ούτε η σχετική εκβιοµηχάνιση δεν οδήγησε στον σχηµατισµό µίας δυναµικής εργατικής τάξης που να αποτελούσε την πλειοψηφούσα αριθµητικά κοινωνική τάξη.
Η Ελλάδα παρέµενε µία, κυρίως, αγροτική οικονοµία ενώ τα εργατικά συνδικάτα, µε µερικές εξαιρέσεις, βρίσκονταν κάτω από τον κρατικό έλεγχο και την πελατειακή γραφειοκρατική συνδικαλιστική ηγεσία. Το γεγονός ότι υπήρξαν σηµαντικά στοιχεία οργάνωσης και κινητοποίησης, ειδικά τα τελευταία πέντε χρόνια πριν το πραξικόπηµα, φαίνεται ότι δεν έπαιξαν άµεσο ρόλο σε µία στοιχειώδη άµεση αντίδραση και κινητοποίηση, προκειµένου να αποτραπεί η συνωµοσία των συνταγµαταρχών.
Για παράδειγµα, η δηµιουργία των Συνεργαζόµενων Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων (Σεφεριάδης 1998:15) η οποία ως αντιπολίτευση στην κρατική ΓΣΕΕ έφθασε, στις αρχές του 1967, να συσπειρώσει 1000 περίπου συνδικαλιστικές ενώσεις, αλλά και το τεράστιο απεργιακό κύµα των ετών 1964-66 είναι ενδεικτικά των αλλαγών στην οργάνωση των συνδικάτων.
Το γεγονός αυτό δεν συνιστούσε, όµως, παράγοντα ο οποίος θα µπορούσε να µεταβάλει ριζικά την κατάσταση της οργάνωσης της εργατικής τάξης, έτσι ώστε να µπορέσει να αντιδράσει αποτελεσµατικά κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης του πραξικοπήµατος. Η έλλειψη του υποκειµενικού παράγοντα δεν άφηνε πολλά περιθώρια. Ο Χαραλάµπης θεωρεί ότι «Οι κυριαρχούµενες τάξεις δεν αντέδρασαν, διότι είχαν ήδη αντιδράσει. Ο ανένδοτος και οι αντιδράσεις στη βασιλική εκτροπή ήταν το ουσιαστικό περιεχόµενο και το όριο της πολιτικοποίησης. Άλλωστε αυτή ήταν και η γνωστή στους πραξικοπηµατίες ουσιαστική εγγύηση για την επιτυχία του πραξικοπήµατος» (Χαραλάµπης 1985: 243).
Τέλος οι συνωµότες στρατιωτικοί µπόρεσαν να αιφνιδιάσουν αφενός εξαιτίας της σηµαντικής οργανωτικής τους λειτουργίας και αφετέρου εξαιτίας του γεγονότος ότι οι τότε πολιτικές οργανώσεις και οι κοµµατικοί σχηµατισµοί µάλλον υποτίµησαν τις δυνατότητες των συνταγµαταρχών.
Το βασιλικό πραξικόπηµα και η διαµόρφωση του καθεστώτος των συνταγµαταρχών
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος προσδοκούσε ότι µετά το πραξικόπηµα σταδιακά θα, µπορούσε να αποκτήσει ξανά τον έλεγχο των εξελίξεων και για τον λόγο αυτόν κράτησε στάση αναµονής. Μετά την πάροδο όµως σχεδόν οκτώ µηνών, και εφόσον διαπίστωσε ότι οι στρατιωτικοί δεν είχαν καµία πρόθεση να του παραδώσουν την εξουσία, κινήθηκε να τους ανατρέψει, οργανώνοντας ένα νέο πραξικόπηµα αυτή τη φορά µε τους στρατηγούς.
Τον Ιανουάριο του 1968, οι ΗΠΑ έσπευσαν να αναγνωρίσουν το καθεστώς µετά από µια µικρή περίοδο αναστολής των διπλωµατικών σχέσεων. Η αναστολή ή καλύτερα η στάση αναµονής σχετιζόταν προφανώς µε τη διαπίστωση των προθέσεων των συνταγµαταρχών και µε τα γεωστρατηγικά συµφέροντα της υπερδύναµης στην περιοχή. Οι ΗΠΑ, επέλεξαν στη συνέχεια να υποστηρίξουν το καθεστώς σταθερά. Η αναγνώριση της δικτατορίας από όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις της Ευρώπη και όχι µόνο, ενθάρρυνε το καθεστώς, αλλά ταυτόχρονα δηµιούργησε µεγάλη απογοήτευση στις προσπάθειες οργάνωσης της αντίστασης.
Στο επίπεδο της αντίστασης, µετά την επικράτηση του καθεστώτος, άρχισαν σταδιακά να δηµιουργούνται οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις οι οποίες ήταν οργανωµένες σε µικρές οµάδες µε ισχυρή παρουσία και δραστηριότητα κυρίως στο εξωτερικό. Σε αυτό συνέβαλε ο εκπατρισµός ηγετικών στελεχών µε διεθνή απήχηση αλλά και η διασύνδεση των εγχώριων οργανώσεων, κυρίως της Αριστεράς, µε άλλες συγγενείς ιδεολογικά οργανώσεις στην Ευρώπη. Επισηµαίνεται ότι η συγκρότηση της αντιδικτατορικής αντίστασης ήταν ιδιαίτερη στα Χανιά µε τη σύλληψη και καταδίκη πολλών Χανιωτών από το έκτακτο στρατοδικείο. Σε όλους αυτούς η πόλη και οι κάτοικοι της οφείλουν τεράστια ευγνωµοσύνη.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ως ιστορικός σταθµός πολιτικού και κοινωνικού µετασχηµατισµού.
Στις 17 Νοεµβρίου 1973, εκδηλώθηκε εξέγερση των φοιτητών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στην Αθήνα. Η εξέγερση µετατράπηκε σε σύγκρουση µε τη συµµετοχή και των εργαζοµένων. Τα γεγονότα του Νοεµβρίου αναµφίβολα δηµιούργησαν συνθήκες κατάρρευσης του στρατιωτικού καθεστώτος και εσωτερικής κρίσης του. Ταυτόχρονα, λειτούργησε ως πολιτικός καταλύτης προκειµένου να δηµιουργηθούν συνθήκες έντονου ριζοσπαστισµού και πολιτικής κινητοποίησης. Θα µεταβάλει ριζικά το πολιτικό, πολιτισµικό και κοινωνικό τοπίο της χώρας απελευθερώνοντας τεράστιες δυνάµεις οι οποίες ήταν εγκλωβισµένες και χειραγωγηµένες στο µετεµφυλιακό αυταρχικό κράτος. Η κατάρρευση του στρατιωτικού καθεστώτος θα σηµάνει το οριστικό τέλος µίας µακροχρόνιας περιόδου ανοικτών παρεµβάσεων του στρατού στο πολιτικό σύστηµα.
Εάν το 1945 ήταν η αφετηρία της πολιτικής, κοινωνικής και ιδεολογικής επικράτησης της µειοψηφίας, το 1973 αποτέλεσε την αφετηρία της αποκατάστασης των κοινωνικών και πολιτικών δυνάµεων οι οποίες συγκροτούσαν την πλειοψηφία στη χώρα.
* Ο Αντώνης Σκαµνάκης είναι Καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο
Θεσσαλονίκης