Ο εορτασµός της Εκατονταετηρίδας από την Επανάσταση του 1821 πραγµατοποιήθηκε το 1930 στην επέτειο των εκατό χρόνων από τη λήξη της Επανάστασης και από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830, µε το οποίο η Ελλάδα αναγνωριζόταν ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος.
Για τον εορτασµό της Εκατονταετηρίδας συγκροτήθηκε Κεντρική Επιτροπή στην Αθήνα, η οποία συντόνιζε τη δράση των κατά τόπους νοµαρχιακών επιτροπών. Στην Επιτροπή των Χανίων συµµετείχαν µέλη που κατάγονταν από όλες τις επαρχίες του Νοµού. Ο επίσκοπος Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης εκπροσωπούσε την επαρχία Αποκορώνου, ο Χαρ. Πωλογιώργης την επαρχία των Σφακίων, ο Κυριάκος Στεφ. Ναξάκης της Κισσάµου, ο Νικόλαος Στυλ. Πιστολάκης της Κυδωνίας και ο Κωνσταντίνος Φούµης του Σελίνου. Στις αρχές Μαΐου 1930, η Επιτροπή Χανίων έλαβε τις τελικές αποφάσεις και κατάρτισε το πρόγραµµα των εκδηλώσεων για την πόλη των Χανίων και τις πέντε επαρχίες του Νοµού. Αποφασίστηκε, επίσης, ο εορτασµός να αρχίσει από τα Χανιά, στις 15 Ιουνίου 1930, να συνεχιστεί στο Ηράκλειο, στις 26 Αυγούστου, και να λήξει, πανελλαδικά, στη Μονή Αρκαδίου, στις 8 Νοεµβρίου 1930, µε την παρουσία του Ελ. Βενιζέλου.
Στα Χανιά
Από την αυγή της Κυριακής 15ης Ιουνίου 1930 η µουσική της Φρουράς Χανίων έδωσε το σύνθηµα της έναρξης του εορτασµού παιανίζοντας το εωθινό και καλούσε το λαό να συµµετέχει στις εορταστικές εκδηλώσεις. Νωρίς το πρωί φάνηκε στον ορίζοντα το εύδροµο καταδροµικό «Έλλη» (10 χρόνια αργότερα τορπιλίστηκε από τους Ιταλούς στο λιµάνι της Τήνου) το οποίο µετέφερε από την Αθήνα υψηλούς προσκεκληµένους, τον αντιπρόεδρο της Βουλής, Κ. Αλαβάνο, της Γερουσίας, καθηγητή Κ. Ζέγγελη, τον βουλευτή του Λαϊκού Κόµµατος Σπ. Τρικούπη, τα µέλη της Κεντρικής Επιτροπής Εορτασµού, Ι. ∆αµβέργη, Αµ. Φραντζή, Ι. Πετρίδη και αντιπροσωπία των Ενόπλων ∆υνάµεων. Ο δήµαρχος της πόλης Ιωάννης Μουντάκης, ο γερουσιαστής Κ. Φούµης, και ο δικηγόρος Κυριάκος Μητσοτάκης, µέλος της Επιτροπής, µετέβησαν µε βενζινάκατο στην «Έλλη» για να υποδεχτούν τους προσκεκληµένους και να τους συνοδεύσουν µέχρι το ναό του Αγίου Νικολάου Σπλάντζιας, για την δοξολογία. Στο ναό, παρουσία του Γενικού ∆ιοικητή Κρήτης- Υπουργού Γ. Κατεχάκη, ως εκπροσώπου της Κυβέρνησης, της επίσηµης αντιπροσωπίας από την Αθήνα, των Αρχών της πόλης, του ραβίνου Ευλαγών και πλήθους κόσµου τελέσθηκε δοξολογία και έπειτα κάτω από τον ιστορικό πλάτανο αναπέµφθηκε επιµνηµόσυνη δέηση για τους επώνυµους και ανώνυµους κληρικούς και λαϊκούς που φονεύθηκαν από τους Τούρκους στις κρητικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα. Η πλατεία της Σπλάντζιας είχε επιλεγεί από την Επιτροπή, γιατί εκεί στις 20 Μαΐου 1821 απαγχονίστηκε από τον τουρκικό όχλο ο επίσκοπος Κισσάµου Μελχισεδέκ και ο ιεροδιάκονος Καλλίνικος Βεροιαίος, αφού είχε γίνει γνωστό ότι και οι Κρήτες σχεδίαζαν να επαναστατήσουν. Έπειτα οι γενίτσαροι έσφαξαν τους χριστιανούς των Χανίων που δεν είχαν προλάβει να φύγουν εκτός των τειχών της πόλης.
Στο κενοτάφιο που είχε στηθεί κάτω από τον πλάτανο της Σπλάντζιας έγινε η κατάθεση των στεφάνων και από την «Έλλη», ρίχτηκαν συµβολικά, είκοσι ένας κανονιοβολισµοί. Έπειτα, ο επίσκοπος Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης µε στεντόρεια φωνή αναφέρθηκε στη δράση του κλήρου κατά τους απελευθερωτικούς αγώνες και στο µαρτύριο του επισκόπου Κισσάµου Μελχισεδέκ. Το απόγευµα της ίδιας µέρας οι Αρχές του Τόπου, οι επίσηµοι από την Αθήνα και ο λαός πήγαν στον Προφήτη Ηλία, στο Ακρωτήρι, όπου έγινε η κατάθεση του θεµελίου λίθου για το άγαλµα της Ελευθερίας. Ο Κωνσταντίνος Φούµης µίλησε στην τελετή και ανέφερε για το υπό ανέγερση µνηµείο, και τα εξής: «Η θεά Ελευθερία, το µνηµείο της οποίας την φαεινήν κρηπίδα θεµελιώνοµε σήµερον, επί του ιερού τούτου βράχου, αναπηδώσα από την σκαµµένη οβίδα την οποία εξέπεµψε το προς στιγµήν πνεύµα τής κατ’ αυτήν αντιδράσεως, βλοσυρά εν τη οργή της, αρειµάνιος και αποφασιστική, πάνοπλος κρατώσα την ασπίδα µε έµβληµα την κεφαλήν της Μέδουσας, το δόρυ, µε τον ιερόν πέλεκυν του ∆ιός εις την κορυφήν, θα ίσταται χάρµα των οφθαλµών και µνηµείον εις τους αιώνας και σύµβολον της υπέρ ελευθερίας αγωνισθείσης ανθρωπότητος».
Το απόγευµα παρέλασαν στο Πεδίον του Άρεως (γήπεδο) στρατιωτικά τµήµατα, η χωροφυλακή, σχολεία και πρόσκοποι. Από τον εξώστη παρακείµενης οικίας, ο γυµνασιάρχης Εµµανουήλ Γενεράλης εκφώνησε τον πανηγυρικό της ηµέρας. Το βράδυ, ο Γενικός ∆ιοικητής Κρήτης παρέθεσε δείπνο στους επισήµους στο σπίτι του, στη Χαλέπα. Εκείνη τη µέρα οι Χανιώτες είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν στον κινηµατογράφο του Κήπου την ταινία «Μαρία η Πενταγιώτισσα» (σενάριο- σκηνοθεσία Αχιλλέα Μαδρά). Η πόλη φωταγωγήθηκε όλη τη νύχτα. Στον µιναρέ της Σπλάνζιας είχαν κρεµαστεί δεκάδες λαµπιόνια. Η «Έλλη» ναυλοχούσε και αυτή φωταγωγηµένη ανοικτά του παλιού λιµανιού. Ο εορτασµός της Εκατονταετηρίδας στα Χανιά κινηµατογραφήθηκε από τον Χαρίλαο Σπανδάγο και από τον Τύπο της εποχής πληροφορούµαστε ότι η ταινία επρόκειτο να «προβληθεί προσεχώς». ∆υστυχώς δεν έχει βρεθεί µέχρι σήµερα αυτό το κινηµατογραφικό ντοκουµέντο.
Στην επαρχία Κυδωνίας

Κέντρο του εορτασµού της Εκατονταετηρίδας στην επαρχία Κυδωνίας ήταν τα χωριά Λούλος και Μαλάξα. Την Κυρικάκη 22 Ιουνίου 1930 ο Γενικός ∆ιοκητής Κρήτης, ο ∆ήµαρχος Χανίων, ο Μέραρχος, ο ∆/τής Χωροφυλακής, τα µέλη της Επιτροπής Εορτασµού του νοµού Χανίων και πολλοί Κεραµειανοί, κάτοικοι Χανίων, αναχώρησαν από το καφενείο του Κλώνου µε αυτοκίνητα για να φτάσουν στον Λούλο. Ο δρόµος προς τα Κεραµειά ήταν πολύ επικίνδυνος, χωµατόδροµος, στενός, µε συνεχείς στροφές και γκρεµνούς που έκοβαν την ανάσα και προξενούσαν ίλιγγο.
Μετά από αρκετή ταλαιπωρία, οι επίσηµοι έφτασαν στα Κεραµειά, όπου οι ντόπιοι τους περίµεναν, για να τους οδηγήσουν στον Λούλο. Αµαξιτός δρόµος δεν υπήρχε και η µετάβαση από τα Κεραµειά στον Λούλο έγινε µέσα από µονοπάτια. Ο Λούλος είναι ένας σηµαντικός ιστορικός τόπος, γιατί εκεί διεξήχθη, στις 14 Ιουνίου 1821, η πρώτη νικηφόρα για τους Κρητικούς µάχη της επανάστασης του 1821.
Μερικοί επίσηµοι κάθισαν σε µουλάρια και άλογα, άλλοι, από κακή συνεννόηση, έφτασαν µέχρι τον Λούλο µε τα πόδια. Πλήθος κόσµου είχε συγκεντρωθεί από τα κοντινά χωριά στον ναό της Αγίας Τριάδας του Λούλου για να συµµετάσχει στις εκδηλώσεις. Την ίδια µέρα ο Επίσκοπος Αγαθάγγελος τέλεσε και τα εγκαίνια του ναού. Στο προαύλιο της εκκλησίας είχε στηθεί κενοτάφιο στο οποίο είχε γραφτεί η φράση: “Ειπέ εις την Πατρίδα µας, ω ξένε, ότι πιστοί στους Νόµους κειτόµεθα”, παράφραση του επιγράµµατος του Σιµωνίδη και είχαν αναρτηθεί τιµητικά οι φωτογραφίες, δύο Κεραµειανών οπλαρχηγών, του Λυβιοπέτρου ή Σαρίκου, οπλαρχηγού του 1821 και του γιου του Εµµανουήλ Λύβιου (Λυβιάκη), αγωνιστή στην Επανάσταση του 1866 και επί δεκαετία δηµάρχου των Κεραµειών. Στο κενοτάφιο τελέσθηκε επιµνηµόσυνη δέηση για τους πεσόντες στους απελευθερωτικούς αγώνες και ιδιαίτερα στις µάχες που διεξήχθησαν στην επαρχία Κυδωνίας, το 1821. Ακολούθησε η κατάθεση στεφάνων. Εµπνευσµένο λόγο εκφώνησε ο Γεώργιος Παπουτσάκης, ταγµατάρχης σε τιµητική αποστρατεία, τραυµατίας της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο οποίος δολοφονήθηκε, λίγα χρόνια αργότερα, στα µαύρα χρόνια του Εµφυλίου.
Μετά το πέρας της τελετής, προσφέρθηκε στον κόσµο παραδοσιακό κέρασµα µε τσικουδιά. Έπειτα οι επίσηµοι αναχώρησαν για να συνεχίσουν στη Μαλάξα το πρόγραµµα του εορτασµού. Η Μαλάξα δεσπόζει πάνω από το λιµάνι της Σούδας και την πόλη των Χανίων, γι’ αυτό αποτέλεσε σε όλες τις επαναστάσεις φυσικό καταφύγιο και ορµητήριο των χριστιανών. Στη στρατηγική περιοχή, που περιλαµβάνει τη νοητή γραµµή από τα Κεραµειά µέχρι το Θέρισσο, τη Ζούρβα, και τους Λάκκους διεξήχθησαν πολλές µάχες κατά τη διάρκεια των κρητικών επαναστάσεων. Στο τέλος της Επανάστασης του 1866 οι Τούρκοι έκτισαν τον πύργο της Μαλάξας και εγκατέστησαν φρουρά. Ο πύργος αυτός καταλήφθηκε και γκρεµίστηκε από τους επαναστάτες στην Επανάσταση του 1897.
Οι Μαλαξιανοί υποδέχτηκαν εγκάρδια τους επισήµους από τα Χανιά και τους οδήγησαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όπου ψάλθηκε επιµνηµόσυνη δέηση και εκφωνήθηκε ο πανηγυρικός από τον Στυλιανό Πιστολάκη, στενό συνεργάτη του Ελευθερίου Βενιζέλου. Έπειτα οι επίσηµοι φιλοξενήθηκαν στην ευρύχωρη αίθουσα του ∆ηµοτικού Σχολείου, δίπλα στο ναό, όπου είχε στρωθεί τραπέζι, µε τη φροντίδα του Γ. Θωµαδάκη, προέδρου της κοινότητας. Ο γερουσιαστής Κωνσταντίνος Φούµης τραγούδησε ριζίτικα και µαζί του όλοι οι συνδαιτυµόνες. Στο προαύλιο του Σχολείου στήθηκε χορός, αλλά η απρόσµενη καλοκαιρινή µπόρα τον διέκοψε σύντοµα. Μετά το µεσηµέρι οι επίσηµοι αναχώρησαν για τα Χανιά.
Στο Καστέλλι Κισσάµου
Σε παλαιότερο δηµοσίευµα στην εφηµερίδα «Χανιώτικα νέα», (25-1-2022) είχαµε παρουσιάσει τον εορτασµό της Εκατονταετηρίδας στην Κίσσαµο, που έγινε την Κυριακή 15 Ιουλίου 1830. Από τα ρεπορτάζ των δηµοσιογράφων της εποχής φαίνεται ότι αυτός ο εορτασµός είχε εντυπωσιάσει τους συµµετέχοντες και ήταν πράγµατι ξεχωριστός, µε την πάνδηµη συµµετοχή των κατοίκων της Επαρχίας, τις µεγαλοπρεπείς δάφνινες αψίδες στους δρόµους της κωµόπολης, το εντυπωσιακό κενοτάφιο στην πλατεία ∆ικαστηρίων, την παρουσία του Γενικού ∆ιοικητή Κρήτης, των πολιτικών και στρατιωτικών Αρχών των Χανίων, του ∆ιοικητή του αγγλικού αεροπλανοφόρου, την παρουσία απογόνων αγωνιστών, την έκθεση αυθεντικών πολεµικών σηµαιών και όπλων, τη φιλοξενία, το εορταστικό γεύµα. Από την τελετή έχει σωθεί ένα φωτογραφικό στιγµιότυπο.
Στα Σφακιά
Στο Ασκύφου, την Κυριακή, 15 Αυγούστου 1930, διεξήχθη το πρώτο µέρος του εορτασµού της Εκατονταετηρίδας. Σε αυτόν τον τόπο, το 1821, οι Σφακιανοί νίκησαν τους Τούρκους και τους απώθησαν προς το Λαγγό του Κατρέ. Από τ’ Ασκύφου, επίσης, στην Επανάσταση του 1866 η Γενική Συνέλευση των Κρητών κήρυξε την Ένωση της Κρήτης µε την Ελλάδα. Οι Τούρκοι για να ελέγχουν αυτό το στρατηγικό πέρασµα είχαν κτίσει, προς το τέλος της επανάστασης του 1866, δύο κουλέδες (οχυρωµατικούς πύργους) σε δύο υψώµατα του οροπεδίου.
Κάτω από τον πλάτανο στη συνοικία Αµµουδάρι εκεί, όπου το 1833 ο Μουσταφά πασάς απαγχόνισε τους Σφακιανούς προκρίτους, έγινε µια λιτή τελετή που περιλάµβανε επιµνηµόσυνη δέηση, οµιλία του δικηγόρου και συµβολαιογράφου Ν. Γ. Ταζεδάκη, κατάθεση στεφάνων από τους επισήµους και από τους διαµένοντας στο Ρέθυµνο Σφακιανούς. Έπειτα κοπέλες του χωριού πρόσφεραν στους επισκέπτες θαυµάσιο κρασί και ορεκτικούς µεζέδες.
Οι φιλότιµοι κάτοικοι του Ασκύφου και της Ίµβρου συναγωνίζονταν µεταξύ τους για τον τόπο του εορτασµού. Τελικά βρέθηκε η καλύτερη λύση, ο εορτασµός να γίνει και στα δύο χωριά. Οι εκδηλώσεις συνεχίστηκαν στην Ίµβρο, χωριό το οποίο είχε υποστεί και αυτό τις θηριωδίες των Τούρκων στις επαναστάσεις του 1770, 1821, 1866. Από την Ίµβρο κατάγονταν οι αγωνιστές Μανουσογιαννάκηδες, Πωλογεώργηδες, ο Κωσταρός Βουλουδάκης και ο ευεργέτης των Σφακίων Γ. Ξενουδάκης.
Στο προαύλιο της εκκλησίας του χωριού είχε δηµιουργηθεί µικρό κενοτάφιο προς τιµήν των πεσόντων Σφακιανών. Ένας Ιµβριώτης κρατώντας µια αυθεντική επαναστατική σηµαία είχε στηθεί ως τιµητική φρουρά. Η επιµνηµόσυνη δέηση τελέστηκε από τον ηγούµενο της Μονής Πρέβελη, Αγαθάγγελο Λαγουβάρδο, ο οποίος, δέκα χρόνια αργότερα, διέπρεψε για την αντίστασή του στους Γερµανούς. Στο σύντοµο λόγο του ο Αρχιµανδρίτης αναφέρθηκε στη ναυτική δύναµη των Σφακίων το 1821 και τόνισε ότι τα Σφακιά ήταν το κέντρο των απελευθερωτικών αγώνων. Ο πανηγυρικός εκφωνήθηκε από τον Σταύρο Κελαϊδή. Ο οµιλητής αναφέρθηκε στο ελεύθερο φρόνηµα των Λευκοριτών (Σφακιανών) από τα αρχαία µέχρι τα νεότερα χρόνια. Ιδιαίτερη µνεία έκανε και στις πρώτες συνελεύσεις για την απελευθέρωση της Κρήτης που έγιναν στα Σφακιά. Ακολούθησε κατάθεση στεφάνων από τους επισήµους που είχαν έρθει από τα Χανιά, εκπρόσωπο του ∆ήµου Ρεθύµνης και της επαρχίας Αµαρίου και κοινοτήτων των Σφακίων.
Έξω από το ∆ηµοτικό Σχολείο της Ίµβρου έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτοµής του Γεωργίου Ξενουδάκη. Στη συνέχεια, ο Ν. Π. Ταζεδάκης µίλησε για τους δύο µεγάλους ευεργέτες των Σφακίων, την Λουκία, σύζυγο του Σπυρίδωνα Ζαµπέλιου, και τον Γεώργιο Ξενουδάκη. Μεταξύ άλλων είπε ότι ο Γ. Ξενουδάκης αιχµαλωτίστηκε σε ηλικία τριών ετών από τους Τούρκους και οδηγήθηκε µε τη µητέρα του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Αφού απελευθερώθηκε µε λύτρα που προσέφερε ο Καποδίστριας, σπούδασε στο Πανεπιστήµιο, έγινε δικηγόρος και εκλέχτηκε βουλευτής των Κρητών του Αδάµαντα της Μήλου, αλλά ποτέ δεν λησµόνησε τον τόπο καταγωγής του. Με τη διαθήκη του είχε καταστήσει γενικό κληρονόµο του την επαρχία καταγωγής του, τα Σφακιά. Από τα δηµοσιεύµατα της εποχής πληροφορούµαστε ότι το 1930 δεν είχε αξιοποιηθεί πλήρως η δωρεά του (η οποία υπολογιζόταν τότε σε πέντε εκατοµµύρια δραχµές) διότι οι εκτός Σφακίων εξ αδιαθέτου συγγενείς του είχαν εγείρει µακρούς δικαστικούς αγώνες. Παρ’ όλα αυτά, από το κληροδότηµα Ξενουδάκη είχαν κτιστεί, έως το 1930, δεκατρία σχολεία σε χωριά της επαρχίας Σφακίων και είχαν πληρωθεί οι µισθοί των δασκάλων που δίδασκαν σε αυτά. Ο Ν. Ταζεδάκης επεσήµανε επίσης την αξία της τεχνικής εκπαίδευσης αλλά και γενικότερα της παιδείας για την πρόοδο ενός λαού.
Έπειτα, στο ∆ηµοτικό Σχολείο του χωριού προσφέρθηκε πλουσιότατο γεύµα. Οι κάτοικοι της Ίµβρου, σχολιάζει ο ανταποκριτής του «Κήρυκα», «θέλησαν να περιποιηθούν τους επισήµους χανιώτικα», γι’ αυτό και την περιποίηση είχε αναλάβει ο Ιάκωβος Σπανδάγος µε τον γιο του. Μετά το γεύµα, µια οµάδα Σφακιανών τραγούδησε το τραγούδι του Σφακιανού οπλαρχηγού Ρούσου Βουρδουµπά. Το εορταστικό πρόγραµµα τέλειωσε µε εκδροµή στο Φαράγγι της Ίµβρου.
Στον Αποκόρωνα
O εορτασµός της Εκατονταετηρίδας στην επαρχία Αποκορώνου πραγµατοποιήθηκε την Κυριακή 31 Αυγούστου 1930 και, όπως µαθαίνουµε από τον Τύπο της εποχής, θα ήταν ακόµη πιο επιτυχής, αν δεν προέκυπταν διαφωνίες ανάµεσα στα χωριά του Αποκόρωνα για τον τόπο διεξαγωγής των εκδηλώσεων. Ο δηµοσιογράφος του «Κήρυκα» σχολιάζει: «[…] ο (εορτασµός) ασφαλώς θα ήτο επιβλητικώτερος από όλους, εάν την τελευταίαν στιγµήν δεν παρουσιάζοντο αι διαφωνίαι τας οποίας οι ισχύοντες Αποκορωνιώται έπρεπε να προλάβουν». Μέλη της Τοπικής Επιτροπής Εορτασµού ήταν ο κοινοτάρχης Κ. Καρµαλής και οι Ι. Παπαδάκης, Α. Μποτωνάκης, Στ. Αναγνωστάκης, Α. Ζοµπανάκης, Μ. Γεωργουδάκης και Μ. Κοτσολάκης.
Αντιπροσωπεία Αποκορωνιωτών υποδέχτηκε τους επισήµους από τα Χανιά στην τοποθεσία Πλατάνι (Σούδας), στην είσοδο της επαρχίας, και τους συνόδευσε µέχρι την κεντρική πλατεία του Βάµου, της πρωτεύουσας της επαρχίας. Η επιµνηµόσυνη δέηση τελέστηκε στο κενοτάφιο που βρίσκεται στον πευκώνα, απέναντι από το Γυµνάσιο και έπειτα ο καθηγητής Ιωάννης Κλωνάρης εκφώνησε τον πανηγυρικό. Ακολούθησε κατάθεση στεφάνων από τους επισήµους των Χανίων, τον δήµαρχο Ρεθύµνου Τ. Πετυχάκη, από κοινοτάρχες του Αποκόρωνα, τον πρόεδρο του Σκοπευτικού Συνδέσµου «Εθνική Άµυνα», τον ∆ιδασκαλικό Σύλλογο Σφακίων, τους Εφέδρους του Βάµου, την οικογένεια του οπλαρχηγού ∆ηµητρίου Νεράντζη. Ακολούθησε και δεύτερη οµιλία από τον Γεώργιο Ανδρεαδάκη, αγωνιστή και πολιτευτή, ο οποίος αναφέρθηκε στη µάχη της Αλµυρίδας, τον Ιούλιο του 1896, στη γενναιότητα του οπλαρχηγού Ματθαίου Μυλωνογιάννη, στον ηρωικό θάνατο του γιατρού Ιωσήφ Τζιτζικάλη και στον πατέρα του σκοτωµένου που έλεγε στις θρηνούσες γύρω από το φέρετρο του γιου του: «Γιατί κλαίτε; Ο υιός µου δεν εφονεύθη εις την κλεψιά, αλλ’ εις τον πόλεµον για την Πατρίδα. Είθε όλοι να πάµε ετσά».
Έπειτα ο Μέραρχος Κρήτης κήρυξε τη διεξαγωγή των «Αποκορώνειων», παγκρήτιων αθλητικών αγώνων, µε την προτροπή προς τους µαθητές να ασκούν όχι µόνο το σώµα τους, αλλά και το πνεύµα τους. Το µεσηµέρι διακόπηκαν οι αγώνες και οι επίσηµοι πήγαν στο ∆ηµοτικό Σχολείο Βάµου, όπου η Κοινότητα τους παρέθεσε εορταστικό γεύµα. Ακολούθησαν κρητικοί χοροί µε τη συνοδεία µουσικής. Νωρίς το απόγευµα η επίσηµη αντιπροσωπία από τα Χανιά αναχώρησε για τον επόµενους σταθµούς του εορτασµού, τις Βρύσες, του Μπαµπαλή το Χάνι, τους Αρµένους, και τις Καλύβες. Στις Βρύσες µίλησε ο Ιωσήφ Γ. Λεκανίδης και έγινε κατάθεση στεφάνων. Στου Μπαµπαλή το Χάνι µίλησε ο Εµµ. Λιόδης, ο οποίος εξήρε τη συµβολή του µικρού αυτού χωριού και των γειτονικών στις κρητικές επαναστάσεις. Τον λόγο στους Αρµένους εκφώνησε ο Μιχαήλ Παπαγιαννάκης, τελειόφοιτος της Νοµικής και αντιπρόεδρος του Γεωργικού Επιµελητηρίου Χανίων, ο οποίος αναφέρθηκε στο διοικητικό οργανισµό των Αρµένων, το πρώτο πολίτευµα της Κρήτης, που ψηφίστηκε κάτω από τον ιστορικό πλάτανο και τις πηγές του χωριού. Προτάθηκε µάλιστα να σταλεί στον Ελευθέριο Βενιζέλο συγχαρητήριο τηλεγράφηµα από εκείνον τον ιστορικό τόπο. Τελευταίος σταθµός του εορτασµού ήταν οι Καλύβες, όπου ο πρόεδρος της Κοινότητας Τζοµπανάκης είχε φροντίσει για την τελετή και την υποδοχή των επισήµων. Κατόπιν, ο συµβολαιογράφος Γεώργιος Γαλάνης έπλεξε το εγκώµιο της κυβέρνησης του Ελ Βενιζέλου και αναφέρθηκε κυρίως στο χρέος των απογόνων των αγωνιστών της Επανάστασης να διατηρήσουν την πολιτική ελευθερία και να εργαστούν για την οικονοµική ανεξαρτησία της χώρας. Μεταξύ άλλων είπε : «[…] όχι µόνον διατηρούντες πλήρως την ανεκτίµητον Πολιτικήν Ελευθερίαν, ην µας κληροδοτήσατε, αλλά και συµπληρούντες και ευρύνοντες αυτήν εν ειρήνη δια της εντίµου παραγωγικής εργασίας µας και της µετ’ αφοσιώσεως εκπληρώσεως των προς την πατρίδα καθηκόντων και υποχρεώσεών µας, ίνα αποκτήσωµεν ούτω συν τω χρόνω και πλήρη οικονοµικήν ανεξαρτησίαν».
Στο Σέλινο
Από την παραµονή του εορτασµού στα καφενεία της Καντάνου, είχαν στηθεί τρικούβερτα γλέντια. Λεβεντόκορµα παλληκάρια και λυγερές κοπέλες µε παραδοσιακές ενδυµασίες χόρευαν κρητικούς χορούς. Σε ένα από τα καφενεία, πληροφορεί ο ρεπόρτερ του «Κήρυκα» Χανίων υπήρχε και γραµµόφωνο. Στην Κάντανο είχε φτάσει και η αµπλά Νουριγιέ, για να πουλήσει τα στραγάλια της και συµµετέχοντας στη χαρά των Σελινιωτών χόρεψε «και τους δικούς µας χορούς και τους αράπικους». Ο ανταποκριτής του «Κήρυκα» περιγράφει και το ευρύχωρο καφενείο-κατάστηµα του Καναράκη, µια «υπεραγορά» της εποχής: «Εις µίαν γωνία διετήρη καφενείον, εις άλλην ταβέρναν, εις άλλην εδωδιµατοπωλείον, εις άλλην πανεµπορικόν, δερµατεµπορικόν, ψιλικατζίδικο, αχτάρικο, χρωµατοπολείον και βιβλιοπωλείον».
Το πρωί της Κυριακής 21 Σεπτεµβρίου 1930 συντροφιές από τα κοντινά χωριά προσέρχονταν στην Κάντανο, κρατώντας σηµαίες και τραγουδώντας ριζίτικα ιστορικά τραγούδια. Το αυτοκίνητο του Γενικού ∆ιοικητή Κρήτης, συνοδευόµενο από πολλά αυτοκίνητα, έφτασε στην Κάντανο και έκοψε, κάτω από τις ζωηρές επευφηµίες των Σελινιωτών, την κορδέλα των εγκαινίων του νέου δρόµου που συνέδεσε τα Χανιά µε το Σέλινο, ένα από τα σηµαντικά έργα της κυβέρνησης του Ελ. Βενιζέλου στο Μεσοπόλεµο.
Νεαρές Καντανιώτισσες, ντυµένες µε µεταξωτές παραδοσιακές ενδυµασίες πρόσφεραν το πρώτο καλωσόρισµα στους επισήµους, ξεροτήγανα και τσικουδιά. Έπειτα οι επίσηµοι και ο λαός κατευθύνθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, η οποία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας είχε µετατραπεί σε τζαµί, όπου, προεξάρχοντος του επισκόπου Κισσάµου και Σελίνου Ανθίµου έγινε επιµνηµόσυνη δέηση για τους πεσόντες Σελινιώτες στις κρητικές επαναστάσεις. Στο προαύλιο του ναού ο δικηγόρος και πολιτευτής Μάρκος Ξενάκης εκφώνησε τον πανηγυρικό, εξιστορώντας τους αγώνες της επαρχίας του στις κρητικές επαναστάσεις.
Στην πλατεία ανάµεσα στο Ειρηνοδικείο και το ∆ηµοτικό Σχολείο είχε στηθεί το κενοτάφιο. Τέσσερις στήλες από µυρτιές σε σχήµα ορθογώνιου παραλληλόγραµµου ενώνονταν µε «αλυσίδες» από µυρτιές. Πάνω στις στήλες είχαν τοποθετηθεί φωτογραφίες οπλαρχηγών του Σελίνου. Ο πολιτευτής Σελίνου, Γ. Μαρµατάκης, µίλησε σύντοµα για τη σηµασία του εορτασµού της Εκατονταετηρίδας και τη συµβολή του Σελίνου στους απελευθερωτικούς αγώνες. Ακολούθησε η καθιερωµένη κατάθεση στεφάνων από τον Γενικό ∆ιοικητή, τους κοινοτάρχες του Σελίνου, από εκπροσώπους των όµορων επαρχιών, τους δασκάλους και τους καθηγητές της επαρχίας, τη Βιοτεχνική Αδελφότητα Κισσάµου, τον Φιλοπρόοδο Σύλλογο Ελύρου και εκπροσώπους των οικογενειών Κριάρη, Κονταδάκη, Σεργεντάνη, Φιωτάκη, Χαλακατεβάκη, Θεοδωράκη, Πωλιουδόβαδρα, Παπαθεοδωράκη, Μάντακα. Η µπάντα της Φρουράς Χανίων ανέκρουσε τον Εθνικό ύµνο. Στη συνέχεια έγινε η ορκωµοσία της προσκοπικής οµάδας του Ροδοβανίου. Ο Ν. Σπανδάγος µε την κινηµατογραφική µηχανή του συνέλεγε χαρακτηριστικά στιγµιότυπα από την εκδήλωση.
Το µεσηµέρι προσφέρθηκε πλουσιότατο γεύµα κάτω από τα πλατάνια, στη µαγευτική τοποθεσία Λιβάδα. Κατά τη διάρκεια του γεύµατος ο γερουσιαστής Κ. Μ. Φούµης αναπολώντας τα περασµένα µίλησε για τα χρόνια της Τουρκοκρατίας στο Σέλινο. Θυµήθηκε ότι, όταν ήταν παιδί, δεκατεσσάρων χρόνων, πήγε από το Κακοδίκι στην Κάντανο, όπου κάθε Παρασκευή γινόταν εµποροπανήγυρη. Εκεί είδε για πρώτη φορά τη συγκέντρωση τόσων πολλών µουσουλµάνων µε κόκκινα φέσια, τα τούρκικα και χριστιανικά καφενεία, το τζαµί των µουσουλµάνων (ναό του Αγίου Νικολάου). Οι περισσότεροι µουσουλµάνοι του Σελίνου ήταν απόγονοι εξωµοτών που αρνήθηκαν τον χριστιανισµό µετά την Επανάσταση του ∆ασκαλογιάννη. Παραθέτουµε ένα χαρακτηριστικό απόσπασµα από την οµιλία του Κ. Φούµη: «Έζων ακόµη, Τούρκοι υπερήλικες Μουργιανοί της Κανδάνου, Τζεβρέµηδες των Τζεβρεµιανών, και Σκλερήδες του Κακοδικίου, Γοµάδες και Σαράτσηδες των Καστανοχωρίων, Βεργέρηδες του Λάκκου Ζγουράφου, Μουσούροι της Σαρακήνας, Μπαλτσήδες και Τσεβήδες του Πελεκάνου, Καούρηδες και Μεµένηδες του Αζωγυρέ και πλείστοι άλλοι. Εξ αυτών τινές ήσαν σύγχρονοι των επαναστάσεων από του 1821 και εντεύθεν όλοι σχεδόν απόγονοι εξωµοτών Βενετών και Ελλήνων, πολλοί εκ των τελευταίων είχον συγγενείς ζώντας µέχρι και δευτεροξαδέλφων, φέροντες επίθετον χριστιανικών οικογενειών, εξ ών και κατήγοντο. Πλείστοι αυτών έφερον ακόµη το ιστορικόν σαρίκι επί της κεφαλής και κόκκινα παπούτσια εις τους πόδας. Εκάπνιζον µακρό τσιµπούκι. Κάθε Παρασκευή συνέρρεον εις Κάνδανον από τα µακρινώτερα χωριά του Σελίνου. Οι πλείστοι καβάλα, επί ίππων ή µουλαριών, ρωµαλαίοι, αγέρωχοι, αλαζόνες αλλά και µε απλοϊκότητα πρωτόγονων ανθρώπων. Η Κάνδανος εκκοκίνιζεν ως αγρός, κατάσπαρτος από κόκκινες παπαρούνες, από κόκκινα φέσια, και τα ζώνας των». Ο Κ. Φούµης επεσήµανε, επίσης, την αλλαγή που επήλθε µε τη Σύµβαση της Χαλέπας, το 1878, όταν επετράπη στους χριστιανούς να µετέχουν σε δηµόσια αξιώµατα, και ο ίδιος, δεκαεννιά χρονών, φοιτητής της Νοµικής, ανέλαβε πρόεδρος του πενταµελούς δικαστηρίου Σελίνου.
Έπειτα ευλύγιστα παλληκάρια και όµορφα κορίτσια του Σελίνου χόρεψαν κρητικούς χορούς. Ο ανταποκριτής του «Κήρυκα» εντυπωσιασµένος έγραψε τα εξής: «Μερικές Σελινιώτισσες είχον φορέσει αρχαίες κρητικές ολοµέταξες στολές, είχον στολίσει τα στήθη των µε χρυσά φλουριά και λίρες και τα δάκτυλα των χεριών των µε χρυσά δακτυλίδια και έτσι σαν σωστές νεράιδες των υπερήφανων Σελινιώτικων βουνών εχόρευσαν, καταχειροκροτηθείσαι, πολύ δικαίως».
* Ο Κώνσταντίνος Φουρναράκης είναι αρχειονόµος
**Τα στοιχεία για το δηµοσίευµα αντλήθηκαν από τις εφηµερίδες ‘‘Κήρυξ’’ και ‘‘Εσπερινός Ταχυδρόµος’’ του 1930 που απόκεινται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης.
Τα µέλη της Επιτροπής Εορτασµού στο νοµό Χανίων:
Γεώργιος Κατεχάκης (καπετάν Ρούβας), Υπουργός- Γενικός ∆ιοικητής Κρήτης
Αγαθάγγελος, επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου
Κωνσταντίνος Φούµης, Γερουσιαστής,
Ιωάννης Κ. Μουντάκης, ∆ήµαρχος Χανίων
Γεώργιος Κασιµάτης, Πρόεδρος Εµπορικού Συλλόγου,
Νικόλαος Πιστολάκης, ∆ιευθυντής Υποκαταστήµατος Αγροτικής Τράπεζας,
Εµµανουήλ Γενεράλης, Γυµνασιάρχης
Αντώνιος Κατζουρός, ∆ικηγόρος
Κυριάκος Κ. Μητσοτάκης, ∆ικηγόρος
Χαράλαµπος Παπαδάκης, ∆ικηγόρος
Εµµανουήλ Π. Μουντάκης, Ιατρός,
Γεώργιος Μανιτάκης, Ιατρός,
Ευάγγελος Βαρούχας, Οδοντογιατρός
Χαράλαµπος Πωλογιώργης, Έµπορος
Κυριάκος Ναξάκης, Έµπορος
Ιωάννης Ανδρονικάκης, Έµπορος.