Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Πώς γράφτηκαν τα Κόκκινα Φανάρια

«Στα μισά του δρόμου
σ’ αρμυρή πηγή
πέθαν’ η αγάπη
σ’ έχασα ζωή».
Αλ. Γαλανός

Ενας σπινθήρας συχνοφέρνει στο νου μας, πώς και έγραψε ο φίλος μου Αλέκος Γαλανός το κείμενο της μεγάλης θεατρικής και κινηματογραφικής επιτυχίας “Τα Κόκκινα Φανάρια”.
Σεβόμενος τη μνήμη του και την αγάπη του στην ταπεινότητά μου, αφήνω να μας τα πει ο ίδιος:
…Μεγάλωσα στον Πειραιά, στην περιοχή του λιμανιού, στην Τρούμπα, και είχα την ευκαιρία, από τότε ακόμα που έπαιζα – πιτσιρικάς με κοντά πανταλόνια – ποδόσφαιρο στο δρόμο, συχνά ν’ ακούω να μιλούν για τις γυναίκες “αυτές”.
…Κάθε φορά που μια “τέτοια” περνούσε από το σοκάκι μας, υποχρεωνόμαστε να σταματάμε το παιγνίδι, αφού οι μεγαλύτεροι της συντροφιάς στο πέρασμά της μαζεύονταν σε μια γωνιά και σιγοψιθύριζαν ένα σωρό πράγματα που το παιδικό μυαλό μου μπορούσε και δε μπορούσε να καταλάβει. Πάντως, εκείνη η εποχή μου είχε αφήσει μια τέτοια πάνω-κάτω εντύπωση: Πως οι γυναίκες αυτές, οι “πρόστυχες”! είναι το λιγότερο, τα πιο βρωμερά πλάσματα της γης, που δεν έχουν καμιά σχέση με τις άλλες γυναίκες τις “καλές και τίμιες” που όμως, ωστόσο, τα “βρωμερά” πλάσματα αυτά, είχαν ιδιότητες υπερφυσικές, που μπορούσαν αυτές και μόνο, μέσα σε λίγες στιγμές, να μεταμορφώσουν μια σκοτεινή κάμαρα σε παράδεισο και τον άνθρωπο που θα βρεθεί στη κάμαρα αυτή μαζί τους σε… βασιλιά! Θέλοντας και μη, λόγω της “γειτνιάσεως”, το θέμα των γυναικών αυτών, δεν έπαψε να με απασχολεί κι όταν έγινα μαθητής γυμνασίου, κι αργότερα φοιτητής στο Πανεπιστήμιο. Ώσπου, μια μέρα, ολότελα ξαφνικά, ένοιωσα την ανάγκη να γράψω για τη ζωή τους. Ένα θέμα όμως όπως αυτό, δεν είναι κάτι που γράφεται μοναχά με τη φαντασία.
Έτσι, χρειάστηκε να δω τις γυναίκες αυτές από πιο κοντά, να μιλήσω μαζί τους, να προσπαθήσω να καταλάβω τον κόσμο τους. Με την προκατάληψη που είχα, η πρώτη εμπειρία που συναπεκόμισα από τη γνωριμία αυτή, ήταν αποκαρδιωτική και μ’ έκανε να γυρίσω με αποστροφή το κεφάλι και ν’ αποφασίσω να κλείσω για πάντα το θέμα αυτό.
Στο νου μου ήρθαν όλα τα βιβλία που είχα διαβάσει γι αυτές, όλη η παγκόσμια φιλολογία που μιλούσε για το θέμα και φυσικά το απέρριψα με αγανάκτηση, γιατί είχα πιστέψει πως η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική απ’ αυτή που παρουσίαζαν τα βιβλία. …Γυναίκες που εκ πρώτης όψεως φαινόταν τόσο δυνατές και χειραφετημένες, δεν ήταν δυνατόν να είναι “θύματα” κι εν πάση περιπτώσει, το λιγότερο, θα είχαν μια προδιάθεση για τη ζωή αυτή, αφού τις έβλεπα εντελώς “βολεμένες” στα “βασίλειά” τους, ευτυχισμένες σχεδόν.
Το λάθος μου ήταν πως είχα σταθεί στην επιφάνεια, στο περίγραμμα.
Ευτυχώς όμως, ένα γεγονός που για σας δεν νομίζω πως έχει σημασία, μ’ έφερε σ’ επαφή με το θέμα ξανά και τότε κατάλαβα γιατί τα έργα που είχαν γραφτεί γι αυτές τις γυναίκες έδιναν την εντύπωση του ψεύτικου, του μελοδραματικού.
Έχοντας πια καταλάβει πως στην καρδιά των γυναικών αυτών φτερουγίζουν οι ίδιες λαχτάρες όπως και στων άλλων, των όχι εκτός κοινωνίας, έχοντας διαπιστώσει πως ανάμεσά τους υπήρχαν ψυχές μέχρι ηρωισμού ηθικές, ξέροντας τώρα ότι οι πραγματικά πωρωμένες γυναίκες των κόκκινων φαναριών ήταν απίθανα λίγες κι όχι περισσότερες σε αναλογία από τις άλλες που δεν θεωρούνται τέτοιες, με την καρδιά γεμάτη συγκίνηση, έτοιμος πια, απεφάσισα να γράψω.
Ρίχτηκα λοιπόν ξανά στην ακροβασία, γιατί όλη η δουλειά των “κόκκινων φαναριών” ήταν ένα δύσκολο ακροβατικό γύμνασμα.
Ένοιωθα σα να περπατούσα μετέωρος πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί και πως αν δεν χειριζόμουν εντελώς σωστά το κοντάρι της ισορροπίας, θα γκρεμιζόμουν. Μ’ άλλα λόγια, μια λαθεμένη φράση, μια, αψυχολόγητη ενέργεια μιας ηρωίδας ή ενός ήρωα, θα έστρεφε το έργο προς το μελό και τότε… κάποτε φυσικά τελείωσα το έργο. Το διάβασα, το ξαναδιάβασα και τελικά έβαλα την υπογραφή μου. Ήμουν ευχαριστημένος, γιατί τουλάχιστον είχα κατανικήσει τον πειρασμό της παρελάσεως των πελατών και δεν πρόδωσα την πρόθεσή μου, που ήταν: Να δώσω το βαθύτερο εαυτό των γυναικών που ζουν στα “κόκκινα φανάρια”, τις αγωνίες τους, τα μικρά ή μεγάλα τους δράματα, τις πίκρες τους, τον απελπισμένο αγώνα που κάνουν για να επιβιώσουν σαν άτομα1.
Αυτό, λοιπόν το έργο ανυπομονούμε να δούμε αμέσως μετά το Πάσχα από τον σύλλογο “Οι Φίλοι του Θεάτρου Χανίων”.
Καλή τους επιτυχία.

1. Συνέντευξη στο Β. Μακρίδη, 10 Ιουλίου 1962.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα