Εδά που εμεγάλωσα και πέρασαν τα χρόνια
πετά η σκέψη μου συχνά στα παιδικά μου χρόνια.
Τότες που είχαμε δουλειές στ’ αμπέλια και στ’ αλώνια
Ζούσαμε ούλοι πιο απλά, με τρύπια παντελόνια.
Τρώγαμε κρίθινο ψωμί, σταρένια παξιμάδια
κι απολαμβάναμε συχνά τσ’ αστροφεγγιές τα βράδια
Η μέρα όντεν έφευγε, κι ερχότανε σκοτάδια
Λίχνο γη λαμπ’ ανάβαμε κι εφέγγαμε τα βράδια
πρόβατα, γίδια, είχαμε, εβγάνανε και γάλα
τυρί, γιαούργι κάναμε, χόντρο, μυζήθρα κι άλλα.
Φρούτα ετρώγαμε πολλά κεράσια και καϊσια
αχλάδια, μήλα, τζίτζιφα, σταφύλια πια περίσσια.
Υγεία είχαμε καλή αγόρια και κορίτσια
εκαμαρώναμε μαθώς και πορπατούσαμ’ ίσια.
Στα καφενεία του χωριού κάθιζαν οι μεγάλοι
πορτοκαλάδα γη ρακή θα μας τρατάρουν πάλι.
Ετσά περίπου η ζωή του ορεινού χωριού μου
που όσο κι ανέ μεγάλωσα δε φεύγει απού το νού μου.