Ταξίδι στον χρόνο: Μεσαίωνας στην Ευρώπη. Εκεί γύρω στο 1400 µΧ. Από τη µια οι φεουδάρχες, µε τεράστιες εκτάσεις γης, ζώα, εξουσία, χρήµατα, καλό φαγητό, καλοπέραση γενικότερα, και από την άλλη οι δουλοπάροικοι. Οι οποίοι δουλεύουν όλη µέρα στα κτήµατα ή ως οικιακοί υπηρέτες των φεουδαρχών, κερδίζοντας ελάχιστα χρήµατα από τα οποία στο τέλος του χρόνου δίνουν τα περισσότερα για να καλύψουν τις βαριές εισφορές που τους ζητά –µαντέψτε- ο φεουδάρχης! (Φαντάζοµαι πως η σκηνή κάτι σας θυµίζει από το σήµερα ναι; ).
Αν λοιπόν κάποιος ζούσε στον Μεσαίωνα, θα ήταν τυχερός αν ήταν φεουδάρχης, αλλά επειδή αυτοί ήταν ελάχιστοι, η στατιστική λέει πως θα ήταν δουλοπάροικος. ∆ηλαδή, θα ζούσε µια µίζερη ζωή ατελείωτης δουλειάς, κακοπέρασης, άθλιας διατροφής, έκθεσης σε κάθε λογής ασθένειες κλπ. (Και πάλι οι αναφορές στο σήµερα είναι προφανείς!)
Ή θα µπορούσε να προσπαθήσει να γίνει µέρος του κλήρου (επίσης δύσκολο, αλλά τουλάχιστον δεν χρειαζόταν περιουσία και κληρονοµικούς τίτλους). Η ζωή στα µοναστήρια ήταν (όπως είναι και σήµερα) αρκετά αµέριµνη. Καλό φαγητό, ζεστό κρεβάτι, ελάχιστες δουλειές και προσευχή. Βέβαια, για να γίνει κάποιος µοναχός τον Μεσαίωνα, έπρεπε να κάνει µερικές παραχωρήσεις. Κάποιες από τις οποίες ξεκάθαρα αστείες για την εποχή µας. Ας δούµε παρέα λοιπόν, τα «προαπαιτούµενα» για να µπει κάποιος σε µοναστήρι…
Συγκεκριµένο κούρεµα
Εντάξει, ακούγεται ανώδυνο, αλλά όσοι έχουν δει το «όνοµα του Ρόδου» καταλάβατε αµέσως τι εννοώ. Το στυλ «φωτοστέφανο» – ένα κυκλικο φαλακρό κοµµάτι στο πάνω µέρος του κεφαλιού και µαλλιά γύρω γύρω στο κάτω. Το κούρεµα ονοµαζόταν «tonsure» και αντιπροσώπευε την αφοσίωση του µοναχού στον Χριστό. Υπάρχουν ορισµένες αντικρουόµενες θεωρίες σχετικά µε το γιατί ξύριζαν µόνο το πάνω µέρος του κεφαλιού: κάποιοι ισχυρίζονταν πως τα µαλλιά που έµεναν αξύριστα συµβόλιζαν το αγκάνθινο στέµµα που φορούσε ο Ιησούς κατά τη σταύρωση. Άλλοι πιστεύαν ότι το κούρεµα έχει τις ρίζες του στις Σταυροφορίες, και γινόταν προκειµένου να διαφοροποιηθούν οι Χριστιανοί από τους µουσουλµάνους. Η ίδια θεωρία αναφέρει πως οι χριστιανοί ξυρίζονταν τελετουργικά µετά από την επίσκεψη τους στη Μέκκα. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το κούρεµα διατηρήθηκε από πολλές γενιές µοναχών για αιώνες –σε κάποιες περιπτώσεις τέτοια κουρέµατα έκαναν µοναχοί µέχρι και το 1973! Και παρότι είχε µεγάλη πνευµατική σηµασία για εκείνους που το υιοθετούσαν, πρέπει να παραδεχτούµε πως για τους ανθρώπους εκτός κλήρου, ήταν αρκετά αστείο…
∆είτε το σχετικό βίντεο εδώ:
Αποχαιρετισµός στα εγκόσµια
Εντάξει, δεν είναι τόσο κακό όσο ακούγεται τελικά. Μπαίνοντας σε µοναστήρι οι µοναχοί υποτίθεται πως αφιερώνονταν στα θεία. Αφοσιώνονταν δηλαδή σε πνευµατικές και όχι φυσικές απολαύσεις. Ως εκ τούτου, έδιναν όρκους φτώχειας, αγνότητας και υπακοής και επέλεγαν να ζήσουν απαλλαγµένοι από φυσικά αγαθά και οποιαδήποτε επαφή µε τον έξω κόσµο. Αυτοί οι όρκοι βασίζονταν στα γραπτά του Αγίου Βενέδικτου, ο οποίος έθεσε τους κανόνες για µια ιδανική µοναστική ζωή µέχρι τον 6ο αιώνα. Βεβαίως, η ιστορία δείχνει πως µια χαρά έτρωγαν στα µοναστήρια, µια χαρά ανέσεις για την εποχή είχαν (θυµηθείτε πως η άλλη επιλογή , ήταν να είσαι δουλοπάροικος), και όσο για την αγνότητα… Εντάξει. Ολοι ξέρουµε πόσο εύκολα «σπάει» αυτός ο όρκος. Παραπέµποντας και πάλι στο εµβληµατικό «Ονοµα του Ρόδου» του Ουµπέρτο Εκο, αλλά και σε σωρεία ιστορικών πηγών, οι µοναχοί –που ήθελαν- έβρισκαν τρόπους να παρακάµψουν τέτοιες υποσχέσεις.
∆είτε το σχετικό βίντεο εδώ:
Ορκοι σιωπής
Ναι. Το έχετε όλοι ακούσει. Υποτίθεται πως στα µοναστήρια, οι µοναχοί δεν µπορούσαν να πιάνουν ψιλή κουβέντα, να κουτσοµπολεύουν και να κάνουν φασαρία. ∆ιότι βρίσκονταν εκεί για να προσεύχονται και να δοξάζουν τον Θεό. Ετσι συχνά απαγορευόταν να µιλούν κατά τη διάρκεια των δείπνων, έπαιρναν όρκους σιωπής κλπ. Βεβαίως όλα αυτά, όπως και η αποστασιοποίηση από τα εγκόσµια που είδαµε παραπάνω, είναι υποσχέσεις που εύκολα παρακάµπτονται. Τα περισσότερα µοναστήρια δεν ήταν τόσο αυστηρά, αλλά και σε εκείνα που υποτίθεται πως κρατούσαν τους τύπους, οι µοναχοί έβρισκαν ευφάνταστες λύσεις σε αυτό το «πρόβληµα». Σύµφωνα µε ιστορικά στοιχεία επικοινωνούσαν µε άλλους τρόπους: χρησιµοποιούσαν νοηµατική, ενώ ορισµένοι «µιλούσαν» κρυφά, σφυρίζοντας! Αυτές οι µέθοδοι διδάσκονταν συχνά στους νέους µοναχούς (έφηβους που έµπαιναν σε µοναστήρια και µάθαιναν τους κανόνες της µοναστικής ζωής από τους µεγαλύτερους µοναχούς). Ετσι, «σιωπηλές γλώσσες» δηµιουργούνταν και περνούσαν από γενιά σε γενιά.
∆είτε το σχετικό βίντεο εδώ:
Νηστεία!
Τα µοναστήρια ήταν (και είναι) εξαιρετικά εύπορα ιδρύµατα, και έτσι οι µοναχοί µπορούσαν να απολαµβάνουν εξαιρετικό φαγητό, τουλάχιστον 3 φορές την ηµέρα. Ωστόσο, βάσει νόµου, τον Μεσαίωνα, όλοι (µε πρώτους τους µοναχούς) ήταν υποχρεωµένοι να τηρούν τρεις ηµέρες «νηστείας» την εβδοµάδα: Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο. Επίσης έπρεπε να νηστεύουν τη Σαρακοστή. Ο όρος «νηστεία» βέβαια, κατά τον Μεσαίωνα, σήµαινε αποχή από κρέας και γαλακτοκοµικά. Όλα τα υπόλοιπα επιτρέπονταν. Ψάρια, θαλασσινά, λαχανικά, φρούτα…. Καταλαβαίνετε πως µια χαρά «έβγαινε» η νηστεία. Και πάλι όµως, κάποιοι µοναχοί, που δεν ήθελαν να αποχωριστούν το κρέας ούτε για αυτές τις ηµέρες, αλλά παράλληλα ήθελαν και να είναι συνεπείς µε τους νόµους, επινόησαν τρόπο να νικήσουν το σύστηµα – επανακατηγοριοποίησαν ορισµένα είδη κρέατος ως ψάρια (το γνωστό: βάφτιζαν το κρέας, ψάρι!) Υπάρχουν ιστορικές καταγραφές ότι διάφορα είδη κρέατος, κυρίως εντόσθια, καταναλώνονταν άνετα σε περιόδους νηστείας, επειδή οι µοναχοί τα «βάφτιζαν» ψάρια!
Dress Code!
Όταν φαντάζεστε καθολικούς µοναχούς τον Μεσαίωνα, πιθανότατα σας έρχονται στο µυαλό καφέ ρόµπες, σανδάλια στα πόδια και ροζάρια στο χέρι. Για τους χριστιανούς πάλι, φαντάζεστε µαύρα ράσα. Εχει ενδιαφέρον ότι οι ρόµπες των καθολικών είχαν διαφορετικά χρώµατα και εξαρτιόταν από το τάγµα που ανήκαν. Το Τάγµα των Βενεδικτίνων φορούσε µαύρα και ήταν γνωστό ως «µαύροι µοναχοί». Το Καρθουσιανό Τάγµα φορούσε λευκά. Οι Καπουτσίνοι στην Ιταλία φορούσαν καφέ ρόµπες µε µακριές µυτερές κουκούλες. Ναι, ενδυµατολογικά µπορεί οι µοναχοί να µην ήταν οι πιο καλοντυµένοι, αλλά τουλάχιστον είχαν ζεστά ρούχα, σε αντίθεση µε τους δουλοπάροικους. Και στην τελική, δεν ήταν και τροµερή υποχώρηση ένα βαρετό ρούχο εφόσον το αντάλλαγµα ήταν καλή ζωή, µε καλό φαγητό και ηρεµία δίχως έγνοιες.