Πολλές φορές οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη φράση από τους ασθενείς: «είμαι καλά». Μήπως να κόψω τα φάρμακα; Δεν τα χρειάζομαι πια. Άραγε πως μπορεί να οριστεί ότι κάποιος είναι υγιής ή όχι; Πώς καθορίζεται εάν κάποιος είναι απόλυτα υγιής ή όχι; Τι σημαίνει η έννοια της υγείας. Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για μια έννοια πολυδιάστατη που είναι δύσκολο να αποσαφηνιστεί με την πρώτη ματιά.
Επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι υγεία είναι η έλλειψη της ασθένειας ή της αναπηρίας η οποία μας δυσχεραίνει από το να κάνουμε πράγματα! Επίσης είναι γνωστό ότι η υγεία διακρίνεται σε σωματική και ψυχική. Όλοι θυμόσαστε το αρχαίο ρητό «νους υγιής εν σώματι υγιής».
Φανταστείτε ότι κατά διαστήματα όλοι οι άνθρωποι πάσχουμε από διάφορες παθήσεις. Ακόμα και ένα κρυολόγημα δυνητικά μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργικότητά μας ανάλογα με τη βαρύτητα των συμπτωμάτων. Όμως είναι κάτι περιστασιακό, κάτι το οποίο δεν το σπουδαιολογούμε ιδιαίτερα. Διότι ξέρουμε κατά βάθος ότι θα επανέλθουμε στην αρχική μας κατάσταση. Τι γίνεται όμως όταν διαγνωσθεί ότι έχουμε μια ψυχική διαταραχή ή κάποιο νόσημα το οποίο θεωρείται «μόνιμο» και θα μας συνοδεύει σε όλη μας τη ζωή με εξάρσεις και υφέσεις; Ποιο συναίσθημα τελικά υπερισχύει σε ένα νόσημα που απειλεί την ύπαρξη μας και επηρεάζει την κανονικότητα στη ζωή μας;
Το 1948 ο Π.Ο.Υ. εισήγαγε τον ορισμό της Υγείας αναφέροντας ότι πρόκειται για μια κατάσταση σωματικής και ψυχικής ευεξίας. Άρα από μόνη της η απουσία ασθένειας ή αναπηρίας δεν καθορίζει την έννοια της υγείας. Ο όρος σωματική και ψυχική ευεξία εισάγει μία κοινωνική διάσταση του όρου. Μέσα από αυτό τον ορισμό δίνεται έμφαση στο ρόλο της ψυχικής υγείας στην εμφάνιση διαφόρων ασθενειών. Σήμερα είναι κατανοητό ότι οι περισσότερες ασθένειες σωματικές ή ψυχικές αποτελούν ένα συνονθύλευμα ψυχολογικών, βιολογικών και κοινωνικών παραγόντων (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, 2001).
Σύμφωνα με το παραπάνω διάγραμμα της «ευαλωτότητας» οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς τα εφόδια τα οποία κατέχουν, τις εμπειρίες ζωής αλλά και τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της ζωής. Έτσι δύο άνθρωποι που βιώνουν ανάλογα προβλήματα δύναται να τα αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο. Άρα ο όρος ευαλωτότητα είναι ένας όρος μεταβαλλόμενος και όχι στατικός. Συνίσταται και από παράγοντες γενετικούς, βιολογικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς. Η πίεση βέβαια του στρες μπορεί να μετριαστεί όταν υπάρχουν υποστηρικτικοί παράγοντες στην ζωή των ανθρώπων, όπως η οικογένεια, οι φίλοι, η εργασία.Όμως από μόνοι τους αυτοί οι παράγοντες ίσως δεν επαρκούν. Δηλαδή μία οικογένεια που τα μέλη της δεν επικοινωνούν ουσιαστικά μεταξύ τους αλλά μόνο επικρίνουν, δεν μπορούν να είναι βοηθητικοί. Αυτό το συναντάμε σε περιστατικά ψυχικά ασθενών οι οποίοι επιστρέφοντας πίσω στο σπίτι τους μετά από νοσηλεία υποτροπιάζουν.
Έτσι συχνά διερωτόμαστε πως γίνεται άνθρωποι με παρόμοια προβλήματα υγείας να έχουν έναν διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων τους;
Τουτέστιν ένα μέρος της υγείας εναποτίθεται στον αντιληπτικό τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων. Η λύση δεν βρίσκεται πάντα στην αιτία του προβλήματος αλλά στον τρόπο της διαχείρισης του. Θεωρώ ως επαγγελματίας ψυχικής υγείας ότι είναι σημαντικό να επιχειρούμε να ανακαλύπτουμε τρόπους μετρίασης και διαχείρισης των εκάστοτε προβλημάτων αντί να εστιάζουμε στην εύρεση της αιτίας του προβλήματος.
Τοιουτοτρόπως στο πλαίσιο της ανάπτυξης της κοινοτικής ψυχιατρικής πραγματοποιείται κ προωθείται η μετατόπιση του κέντρου βάρους της υγείας από ατομικό σε επίπεδο διεπιστημονικό. Διαφορετικές ειδικότητες συνεργάζονται μειώνοντας τους στρεσογόνους παράγοντες που αντιμάχονται την «κανονικότητα».
Η δε κοινωνική Υπηρεσία ενημερώνει και συμβουλεύει τους ασθενείς για προνοιακές και ασφαλιστικές παροχές. Ο νοσηλευτής εκπαιδεύει τους ασθενείς στη συστηματική και σωστή χορήγηση των φαρμάκων. Ο ψυχολόγος αναλαμβάνει ψυχοθεραπευτικά τους ασθενείς ώστε να αναπτύξουν την αυτοπεποίθηση τους και να φέρουν σε πέρας απαιτήσεις που σχετίζονται με τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων αλλά και τις εξωτερικές πιέσεις που υφίστανται. Να κατανοήσουν τη βαθύτερη συσχέτιση της σκέψης με το συναίσθημα και να απομακρύνουν το ταμπού της ετικέτας του αρρώστου, όπου όταν εμμένουμε σε αυτό δυσκολευόμαστε στην επίτευξη της επιθυμητής ευεξίας και κατ’ επέκταση της υγείας. Τέλος ο ψυχολόγος αναλαμβάνει την εκπαίδευση της οικογένειας στο σωστό τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των μελών της. Ο δε ψυχίατρος αναλαμβάνει τη ρύθμιση της φαρμακευτικής αγωγής σε συνεργασία με τις υπόλοιπες ειδικότητες.
Εν κατακλείδι η ενημέρωση των πολιτών αλλά και η διασύνδεση των υπηρεσιών μπορεί να λειτουργήσει προληπτικά ως προς την διατήρηση της υγείας. Ας έχομε όλοι μας υπόψιν ότι η υγεία είναι ένα συνεχές, στον ένα πόλο βρίσκεται η υγεία και στον άλλο η ασθένεια. Και εμείς μετακινούμαστε πάνω σε αυτό το συνεχές επιχειρώντας την επίτευξη της ισορροπίας.
Βιβλιογραφία
Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. (2001). Η Παγκόσμια Έκθεση Υγείας 2001: Ψυχική υγεία: νέα κατανόηση, νέα ελπίδα.