Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

«Πώς το καθημερινό αγγίζει την ιερότητα και ιεροποιείται…»

Μια ποιητική συλλογή της Φωτεινής Σεγρεδάκη

 

Ήταν δεν ήταν δεκατριών…[…]
Τραβούσε τ’ αδερφάκια του,
Τεσσάρω χρονώ και δυόμισι,
Έξω από το χαλασμό και τη φωτιά,
Και γύρευε, λέει το Θεό! […]

Γύριζε, γύριζε απελπισμένος,
Τραβώντας πάντα τα μικρά,
Ώσπου τα ‘χασε ο κόσμος
Στους καπνούς και στη φρίκη… […]

Τώωρα τα παιδιά;
Στον ουρανό είναι και τα τρία.[…]

Τώωρα τα παιδιά;

Τα παιδιά της της Γάζας που κατονομάζει το ποίημα, τα παιδιά της Δαμασκού χθες, τα παιδιά της Ουκρανίας σήμερα, τα παιδιά – δεν έχει σημασία για ποια παιδιά μιλάμε, κάθε φορά – στην παγκομιοποιημένη οικουμένη μας, όλα τα παιδιά, μόνο τα συμπονάμε κάθε φορά που ξεσπά ένας αναίτιος στα μάτια των απλών ανθρώπων πόλεμος, αλλά οι δυνατοί δεν τα σκέφτονται καν. Η «κοινοκτημοσύνη του ανθρώπινου πόνου», έλεγε ο Αντώνης Σαμαράκης, μας επιβάλλει να μη στεκόμαστε απαθείς την ώρα που σε μια γωνιά της γης δολοφονείται η δικαιοσύνη, γιατί τότε οι αδιάφοροι θεατές της τραγωδίας είμαστε εξίσου δολοφόνοι. Οι στίχοι που μας καλούν στην κοινοκτημοσύνη του εκάστοτε ανθρώπινου πόνου προέρχονται από την ποιητική συλλογή «Οινοχόος» της Φωτεινής Σεγρεδάκη.
Η Χανιώτισσα ποιήτρια, πολιτική συνταξιούχος πια, αρθρογράφος εδώ και τρεις δεκαετίες στην επαρχιακή εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα» και σε άλλα έντυπα, τιμημένη με λογοτεχνικές διακρίσεις από το Σύλλογο Ελλήνων Λογοτεχνών και εμπνευσμένη συνεργάτης ποικίλων πολιτιστικών και κοινωνικών τοπικών και πανελλήνιων φορέων μάς πρόσφερε πριν λίγους μήνες το απόσταγμα της ποιητικής της δημιουργίας με την έκδοση του «Οινοχόου», συλλογής ποιημάτων, που η φιλοσοφία τους συμπυκνώνεται στη φράση «Αγάπη, πίστη , ενσυναίσθηση», όπως αναφέρεται στον Πρόλογο, που μας συστήνει τη συλλογή και τη συλλογιστική της έκδοσης.
Ο λόγος της στα κείμενα και στα ποιήματά της είναι άμεσος, η γραφή της επικοινωνιακή και αισθαντική, με έκδηλη ευαισθησία και λυρισμό διαφαινόμενο, ικανό να εμπνεύσει ποίηση από τον πεζό λόγο ακόμη και την παρακολούθηση της τοπικής πνευματικής επικαιρότητας. Με έδρα την Κίσαμο, με αυθεντικότητα μοναδική, με φρεσκάδα σκέψης και ανεξάντλητο απόθεμα ψυχής, όπως έχει λεχθεί, παρακολουθεί τα τοπικά δρώμενα σε όλη την ευρύτερη περιοχή των Χανίων δημοσιεύοντας πολύχρωμες και ευωδιαστές συνθέσεις λόγου, με σπάνια γενναιοδωρία και ενθουσιώδη ενθάρρυνση κάθε τοπικής, κοινωνικής και πνευματικής δράσης. Υποκινώντας τον προβληματισμό του αναγνώστη τροφοδοτεί τη σκέψη, το δημόσιο διάλογο και την έμπνευση κάθε ανθρώπου με ευαισθησία και ανθρωπιά καθημερινά.
Στην ίδια πνευματική ευφορία, με ανάλογη τολμηρή και γόνιμη κοινωνική παρέμβαση, με κύριο μέσο την αυθεντική διαχείριση του έντεχνου λόγου κυοφορήθηκε και γεννήθηκε η πρώτη ύλη της μνημονευθείσας ποιητικής συλλογής. Το βιβλίο «μάς κερνά 60+1 ποιήματα που αποτελούν το απόσταγμα της επίπονης πνευματικής και ψυχικής διεργασίας, η οποία προηγείται πάντα ως προσωπικός μόχθος, της ποιητικής δημιουργίας».
Η θεματολογία της πλούσια και πολύμορφη διαπνέεται από έρωτα και ερωτισμό, ευωδιά θάλασσα και γιασεμιά, κινητοποιεί τις αισθήσεις όλες, τα αισθήματα και τις σκέψεις του αναγνώστη, θεοποιεί τη φύση και ανασύρει σύμβολα ιερά από την πανάρχαιη παράδοση, τον ιδιότυπο προσωπικό λόγο και το αίσθημα του αέναου και ανεξάντλητου γαλάζιου, του γαλάζιου της Ελλάδας, του γαλάζιου της ελπίδας, του γαλάζιου της αιωνιότητας της στητής κι’ ολόρθης, κατά το Σολωμό, ανθρώπινης ψυχής. Η ποιήτρια μέσα από τον αυθεντικό της λόγο απλώνει την ερωτική της γραφή στο αμμουδερό γυροπόδι της Κίσαμος, και είναι βέβαιο πως αυτή δεν θα σβήσει, γιατί δεν εκφράζει την ίδια ως πρόσωπο αλλά τον άνθρωπο που κατοικεί στον τόπο που αγαπά και τρέφεται με την αμβροσία της παράδοσής του.
Εκεί στα κισαμίτικα ακρογιάλια αφουγκράζεται τις παλιές προσευχές των ναυαγών, που επιπλέουν στην αλμύρα, μεθά από την αγωνιώδη όρχηση της τρικυμίας επιπλέοντας στη συμβολική ναυαγοσωστική της λέμβο στην απέραντη θάλασσα του πολυτάραχου ανθρώπινου πόνου. Άλλοτε με ιαματική υπομονή και στοργική αγάπη, άλλοτε με αίσθηση κούρασης κι’ απόγνωσης από τη ζωή που πληγώνει και ματώνει τους πρωταγωνιστές της, αντιμετωπίζει με δέος το αίσθημα και το συναίσθημα, τον άνθρωπο και το συνάνθρωπο, τη γυναίκα και το κορίτσι, ποιητικά προσωπεία της δημιουργού και εμπνευσμένοι πολύπαθοι ήρωες ταυτοχρόνως της ποιητικής της αφήγησης.
Ο Παντοκράτορας Έρωτας διεισδυτικός και ικανός να διαπεράσει τη ζωή και το θάνατο, τη γήινη απόσταση σε βάθος και σε πλάτος, το χρόνο και τις γενεές, την πραγματικότητα και τις φαντασιώσεις σκιαγραφείται άλλοτε στην περιδίνηση μιας φαντασίωσης που ελλοχεύει, άλλοτε στον ενύπνιο λυγμό του κοριτσιού , άλλοτε στο εκδύον βλέμμα της ανδρικής πεθυμιάς. Ερωτικοί διάλογοι κι ερωτικοί μονόλογοι υπενθυμίζουν στους αναγνώστες την πηγή της ζωής, της ζωής ως περιπέτειας που αποτυπώνεται στα λιλιπούτεια ρείθρα των ρυτίδων, πλουτίζει και ανθεί , χαμογελά με ικανοποίηση, αλλά δεν επαίρεται, κατά την ποιήτρια.
Ομοίως και η ποιήτρια απεκδύεται την έπαρση σε κάθε περίσταση, όταν υποκλίνεται στην αγνότητα των απλών ανθρώπων, στην ιερότητα της πνευαμτικής παραγωγής του τόπου της, στον πολιτισμό κάθε μορφής και βέβαια και σε κείνο των στιγματισμένων ομάδων, που «μπόλιασαν την κουλτούρα των εθνών με την αρχέγονη κλίση τους στη μουσική, στο ρυθμό, στο χορό, στο χρώμα και στην ελευθερία». Η ελευθερία των Ρομά, που έδωσε αφορμή στην πρόσφατη χρονογραφική δημοσίευση της Φ. Σεγρεδάκη συγγενεύει στενά με την ελευθερία και τη γνησιότητα της φύσης, των αστεριών του αυγερινού και του αποσπερίτη που αγκαλιάζονται με το φεγγάρι στα ποιήματά της, για να φιλοτεχνήσουν με το χρώμα τους τις θύμησες του ανθρώπου κι’ άλλοτε πάλι να χαϊδέψουν τα πενόμενα του δρόμου κατατρεγμένα τετράποδα, ως ιερά δημιουργήματα σε συναγμένο με μυστήριο θεϊκό αγιασμό.
Παρόντες στα μυστήρια της ψυχής και του νου ο Χριστός, τόσο γλυκός ανυπόδητος όμως φτωχός, πεινασμένος, η Παναγιά η πελαγινή κι’ αλαφροπάτητη, η γλυκοφιλούσα συνοδεύουν τις δύσκολες και βασανιστικές αναζητήσεις των καημών, όταν αυτοί διεισδύουν στους ερυθρούς ποταμούς των αρτηριών με υπόκρουση ψαλμωδίες στεντόριες και καλλικέλαδες. Κι’ όταν έρχεται η ανάγκη αναδεικνύει η ποιήτρια τη δύναμη του σταυραετού, που πετά λαβωμένος, για να κεράσει τον άνθρωπο, να τον διδάξει εμπράκτως, γενναιότητα κι’ αντοχή.
Αυτά τα διδάγματα αναδύει και η εντρύφηση στα βαθύτερα «δημοτικά σπλάχνα του λαού μας», ενός λαού που σκιαγραφείται στα ποιήματα δασκαλεμένος από τα πεπρωμένα της Εκατόμπολης, με ήρωες ζωντανούς στα μνημεία και στη μνήμη του: στη θωριά του Διγενή, του Αρχάγγελου και του Νταλιάνη. Τότε ακούγεται αυστηρός ο Δροσουλίτης, που μόνο οι «Αλαφρροΐσκιωτοι» ποιητές, σαν τον Σολωμό και τον Παλαμά, αλλά κι’ οι κρυφοί και άσημοι μύστες της κρητικής παράδοσης μπορούν να αφουγκραστούν. Τρομακτικό, όμως, παραφυλάει το δράμα των παιδιών του πολέμου, για το οποίο έγινε ήδη λόγος. Σαν σε κινηματογραφικό στιγμιότυπο στην ταινία των προσωπικών αναμνήσεων μιας γενιάς ολόκληρης προβάλλουν τα ορφανεμένα αδερφάκια του ’40, για να αναδείξουν τη μιζέρια και τον ανείπωτο πόνο του βίου τους μέσα στην τραγικότητα των πολεμικών γεγονότων, στα οποία βρέθηκαν ιεροί μάρτυρες. Λίγο μετά ανάλογες σκηνές υπενθυμίζουν την κληροδοτημένη από τους θυσιασθέντες γονιούς ηθική επάρκεια, μόνο εφόδιο για τη μελλοντική ζωή των αθώων και των τραγικών επιγόνων. Ο χρόνος σταματά όταν Το εμφύλιο μίσος να ξεχυλίζει, ακτάσχετο, υδαρές, δυνατό όμως και ικανό μέσα από τους στίχους ακόμη να σκορπίσει αγωνία, τρόμο, πόνο, δάκρυ…

Όλα χώρεσαν στον ποιητικό λόγο και με τη γραφή της ποιήτριας κατάφεραν να αναδείξουν τα συναισθηματικό φορτίο βιωμάτων και εξομολογημένων μαρτυριών. Το παράπονο αλλά και το παράλογο των εμπόλεμων παιδικών πεπρωμένων βρίσκει τον τρόπο να αναδειχθεί ανάγλυφα στη μάταιη αναζήτηση της θείας παρέμβασης και στην ασυνεπή συνάντηση με τη θεία δικαιοσύνη: Παιδιά που Έξω από το χαλασμό και τη φωτιά, γύρευαν, λέει, το Θεό! Μα πού να βρουν τον Θεό σ’ αυτό το χάος; Μήπως έφυγε απηυδισμένος από την αφροσύνη των ανθρώπων; Μήπως σκοτώθηκε κι’ Αυτός;
Ίδια τα αναπάντητα ερωτήματα του ανθρώπου κάθε ηλικίας μπροστά στον παραλογισμό του βιώματος του εμφυλίου πολέμου. Είναι άραγε ο Λόρκα και ο Νερούντα, που συνδέουν με την κοινή θεματολογία λόγω των καθοριστικών ιστορικών βιωμάτων των λαών μας; Είναι ο Αραγκόν , τον οποίο επίσης μνημονεύει η ποιήτρια, που με την ιδεολογία και την ευαισθησία του ύψωσε τη φωνή του για δικαιοσύνη και ισότητα στον κόσμο που οικοδομούνταν στα νέα αδιάσειστα θεμέλια της κοινωνικής αδικίας που μόνο μέσα από σουρρεαλιστικές αποτυπώσεις μπορούσαν να εκφραστούν; Είναι η βαθιά δημοτική και λόγια ελληνική παράδοση και τα ακούσματα κάθε μορφής και κάθε λογής που ερέθισαν τον ευαίσθητο ψυχισμό της ποιήτριας, ανθρώπου με σπάνια τεχνική στο χειρισμό του έντεχνου λόγου;
Όλα τα παραπάνω μα περισσότερο η βιωμένη σκληρή πραγματικότητα καθρεφτισμένη στις σελίδες των εφημερίδων άλλοτε, αποτυπωμένη στις ηλεκτρονικές εικόνες των ποικίλων μέσων σήμερα, εξηγούν τη σύμπτωση των αναφορών και των ονομαστικών επικλήσεων. Ταλαντούχα, προικισμένη με σπάνια δεξιοτεχνία στη γλωσσική αποτύπωση των ανθρώπινων βιωμάτων και του ανθρωπιστικού ψυχισμού η ποιήτρια, ονοματίζει κάποιους από τους καταξιωμένους ποιητές των αναγνωσμάτων της, αφήνει με μυστηριακή διαίσθηση να αναγνωρίσουμε την παλέτα των πηγών της ποιητικής διδαχής και της ασύνορης έμπνευσής της.
Ένα πλούσιο, δυσεύρετο λεξιλόγιο ανθολογείται από διαφορετικούς γλωσσικούς μπαξέδες : από την καθημερινή προφορική και ιδιωματική γλώσσα της Κρήτης, από τον ανεξάντλητο πλούτο της ελληνικής των Μικρασιατών και των Κωνσταντινουπολιτών, των προσφύγων, που συνέρρευσαν μετά την ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών στον τόπο μας και εμπλούτισαν θαυμαστά την νεοελληνική παράδοση, κουβαλώντας τους μίτους ενός ευρύτερου ελληνικού μεσογειακού πολιτισμού. Άλλα στοιχεία της γλωσσικής σκευής της αλιεύονται από την αρχαιογνωσία και την επιλεγμένη διδακτική αρχαιομάθεια, που αποτυπώνεται άλλωστε ποικιλότροπα και όχι μόνο λεκτικά στις ποιητικές δημιουργίες, στις συναισθηματικές περιηγήσεις στον κόσμο των αισθήσεων αλλά και του αδιόρατου ψυχισμού της ποιήτριας. Όχι σπάνια συναντάται η αυθόρμητη και πηγαία γλωσσοπλαστική παρέμβαση. Όλα όμως τα παραπάνω ενσαρκώνουν την απαράμιλλων δώρων ανταλλαγή των ελληνόφωνων επιλογών, εμπλουτίζουν μοναδικά την ποιητική διεισδυτικότητα στον κόσμο των εννοιών και των ιδεών, στοχεύοντας κατευθείαν στη μεταβίβαση των ανθρώπινων προβληματισμών, αλλά και στη μετάληψη της πανανθρώπινης οδύνης.
Ορχήσεις αυτοσχέδιες δαιμονικές διαμορφώνονται με ποικίλα μέσα της ποιητικής τεχνικής, χωρίς να επιδιώκεται η ακολούθηση συγκεκριμένης «σχολής» ή ρεύματος. Σαν μάνα που τραγουδεί με φάλτσα τρυφερότητα η ποιήτρια επιδίδεται σε ελεύθερες αναζητήσεις ποιητικής δημιουργίας με όποια εργαλεία ευαίσθητου ανθρώπου φαινομενικά αδαούς, συνειδητά ενδεούς και πνευματικά μόνου, πάροικου στην ιερή πόλη της καρδιάς του, που όμως αρνείται να είναι σιωπηλός αρνείται να είναι «συνένοχος» στα εγκλήματα και στη δυστυχία του καιρού μας. Προσφέρει γεύσεις ποιητικές ευφροσύνης και ενσυναίσθησης, καθιστώντας την ποίηση κάτοπτρο σκέψης και αισθημάτων, νιόφυτο αμπελώνα της αγάπης και της ανθρωπιάς.
Και εδώ έρχεται να ερμηνευθεί ο τίτλος της ποιητικής συλλογής : σαν τον σημερινό «άρχοντα , που κερνά γενναιόδωρα το κρασί με τις ερωθιές στο τραπέζι της φιλοξενίας του, ο φίλος, ο λεβέντης – κεραστής, με λαϊκό και ρεμπέτικο ήθος και έθος είναι ο οινοχόος» – η ίδια η ποιήτρια, όπως μας αποκαλύπτεται στον πρόλογο της ποιητικής συλλογής. Το κρασί της, απόσταγμα της νοητικής και ψυχικής διεργασίας μού θύμισε τον αξέχαστο γιατρό και ποιητή των Χανιών Κώστα Χιωτάκη, που θεωρούσε ότι το ποίημα, το κάθε λογοτεχνικό δημιούργημα είναι δημοσιεύσιμο, όταν γίνεται «μαρουβάς», που ο χρόνος και οι συνθήκες τον ωρίμασαν, έτσι ώστε να ευφραίνεται κάθε αναγνώστης με τη γεύση και την όσφρηση, με τις αισθήσεις όλες αυτό που δοκιμάζει.
Ευχόμαστε ήδη ποιητές, σαν τη Φωτεινή Σεγρεδάκη, οι εμπνευσμένοι και ευαίσθητοι άνθρωποι του καιρού μας, οι συγκαιρινοί μας Αλαφροΐσκιωτοι να κυοφορούν ήδη το επόμενο χάραμα και την αξιανάγνωστη δημιουργία τους. Γιατί μόνο από τον έντεχνο λόγο και την τέχνη εν γένει έχει να ελπίζει η πολύπαθη ανθρωπότητα των ημερών μας. Ας γευθούμε το πηγαίο δάκρυ τους στις αποτυπώσεις των εμπνεύσεών τους, ας συνενώσουμε το δικό μας με τη συγκίνηση που αρμόζει στη θυσία του ανθρώπου και του Θεανθρώπου, που καθημερινά βιώνουμε, γιατί αυτός είναι ο πιο Άγιος όμβρος για τον άνθρωπο.

* H Στέλλα Αλιγιζάκη
είναι φιλόλογος – ιστορικός


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα