Η πόλη του Τόκιο φλέγεται από τις βόμβες που πέφτουν από τον ουρανό. Ένα πανικόβλητο παιδί τρέχει να σωθεί, ψάχνοντας την μητέρα του στο νοσοκομείο που έχει πιάσει φωτιά. Με αυτόν τον εντυπωσιακό τρόπο αρχίζει η καινούρια ταινία του μεγάλου Ιάπωνα δημιουργού Hayao Miyazaki που κάνει αυτές τις μέρες την πρεμιέρα του στις κινηματογραφικές αίθουσες στην Ελλάδα.
Το αγόρι ονομάζεται Μαχίτο, και τελικά δεν θα καταφέρει να σώσει την μητέρα του η οποία πεθαίνει στη φωτιά του νοσοκομείο. Λίγο καιρό μετά, βρίσκεται στην ύπαιθρο με τον πατέρα του, ο οποίος κατασκευάζει εξαρτήματα για αεροπλάνα και παντρεύεται την αδερφή της μητέρας του. Ο Μαχίτο βρίσκεται μεταξύ θλίψης και θυμού, καθώς ονειρεύεται συνεχώς την μητέρα του, την οποία δεν κατάφερε να σώσει από τις φλόγες. Κάποια στιγμή συναντάει έναν ερωδιό, τον οποίο θα ακολουθήσει σε έναν πύργο, το τελευταίο μέρος που είδαν τον προπάππου του μικρού αγοριού, πριν εξαφανιστεί. Εκεί η ταινία παίρνει μια άλλη τροπή, καθώς μπαίνουμε σε έναν φανταστικό κόσμο, με περίεργα πλάσματα και πνεύματα. Ο Μαχίτο καλείται να αποφασίσει αν θα μείνει σε αυτόν τον εναλλακτικό κόσμο ή αν θα επιστρέψει στον πραγματικό με όλες τις απογοητεύσεις που είχε εκεί.
Μια κινηματογραφική υπερπαραγωγή
Η απόφαση για την δημιουργία της ταινίας άρχισε το 2016, με τις εργασίες να αρχίζουν το 2017. Το αρχικό πλάνο ήταν να είναι έτοιμη το 2020. Ωστόσο η ταχύτητα με την οποία εργαζόταν ο δημιουργός ήταν αρκετά χαμηλότερη. Ενώ στις παλαιότερες ταινίες του κατάφερνε να παράγει 10 λεπτά ταινίας σε ένα μήνα, σε αυτήν, η ταχύτητα είχε πέσει στο ένα λεπτό ανά μήνα. Για την ταινία δούλεψαν συνολικά περισσότεροι από 60 animators, με την παραδοσιακή animation τεχνική στο χέρι. Μάλιστα δούλεψαν χωρίς να υπάρχει αυστηρό deadline, έτσι ώστε να βγει η ταινία όσο το δυνατόν πιο ποιοτική. Η ταινία ολοκληρώθηκε τελικά μέσα σε 7 χρόνια, ενώ έγινε η ιαπωνική ταινία με το υψηλότερο budget που έχει βγει ποτέ.
Μια αινιγματικη κυκλοφορία
Στην Ιαπωνία η ταινία κυκλοφόρησε στους κινηματογράφου τον Ιούλιο του 2023. Με επιλογή του δημιουργού, πριν από την προβολή της, δεν είχε κυκλοφορήσει κανένα τρέιλερ, ούτε καν στιγμιότυπα ή η περίληψη της ταινία. Υπήρξε μόνο μια αφίσα, σε μια προσπάθεια οι θεατές να είναι ανυποψίαστοι στο τι θα παρακολουθήσουν, και να προστεθεί στην ταινία μια πιο αινιγματική ατμόσφαιρα. Στο τέλος της πρώτης της προβολής, διαβάστηκε ένα μήνυμα του Miyasaki το οποίο έλεγε: «Ίσως να μην την κατάλαβες. Κι εγώ ο ίδιος δεν την κατάλαβα». Η ταινία είχε μεγάλη επιτυχία, ενώ έγινε η πρώτη anime ταινία που κατάφερε να φτάσει στο νούμερο ένα του box office, σε Αμερική και Καναδά. Έγινε η πρώτη μη αγγλόφωνη ταινία που κερδίζει Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας animation, ενώ ταυτόχρονα είναι υποψήφια και για το αντίστοιχο όσκαρ.
Η τελευταία ταινία του δημιουργού
Πολλά στοιχεία της ταινίας είναι αυτοβιογραφικά, κυρίως από την παιδική ηλικία του Miyasaki. Ο πατέρας του έφτιαχνε εξαρτήματα αεροπλάνων, η οικογένειά του αναγκάστηκε να φύγει από την πόλη εξαιτίας του πολέμου, και φυσικά η απώλεια της μητέρας του. Ο Ιαπωνικός τίτλος της ταινίας μεταφράζεται: “Πως ζεις;”. Ο τίτλος είναι δανεισμένος από μια ιαπωνική νουβέλα, χωρίς ωστόσο να αποτελεί μεταφορά της ιστορίας του βιβλίου. Το “Πως ζεις;” θα μπορούσε να ταιριάζει σε όλες τις ταινίες του Miyasaki. Σε αυτήν την ερώτηση ουσιαστικά απαντάει ο δημιουργός, μέσα από τις επιλογές του μικρού του ήρωα. Δεν χρειάζεται πάντα να καταλαβαίνει τι συμβαίνει ή γιατί, απλά να είναι καλός και δίκαιος, γνωρίζοντας ότι θα υπάρχει ένα αύριο, ακόμα κι όταν φαίνεται να μην υπάρχει καμία ελπίδα. Καταφέρνει να δει πέρα από τον εαυτό του και έτσι αντιλαμβάνεται ποιος θέλει να είναι. Η ταινία αυτή του Miyasaki μπορεί να θεαθεί σαν ένα ηρωικό ταξίδι του παιδικού ήρωα, αλλά ταυτόχρονα και σαν ένας αποχαιρετισμός από έναν σοφό γέροντα. Αυτό είναι που ίσως να θέλει να αφήσει πίσω του ο ογδονταδιάρχρονος πια δημιουργός, με την ταινία αυτή, που ο ίδιος έχει πει ότι είναι και η τελευταία του. Όπως έχει αναφέρει και ο παραγωγός της ταινίας, είναι ο τρόπος του Miyasaki να πει στον εγγονό του πως: «Ο παππούς πάει σε έναν άλλο κόσμο, αλλά αφήνει πίσω του αυτήν την ταινία».
γραμμοσκιάσεις… Παναγιώτη Λιάκου