(διάλογος περί ανθρώπινης ζωής και Τύχης, Σωκράτης και Ποσείδιππος)
Σωκράτης: Βρε συ, Ποσείδιππε, τι έπαθες; Πώς έχεις δέσει έτσι με αυτό εδώ το άσπρο πανί το κεφάλι σου;
Ποσείδιππος: Μη γελάς, Σωκράτη, σε παρακαλώ! Μη με κοροϊδεύεις!
Σωκράτης: Δε σε κοροϊδεύω καθόλου· στον αντίποδα, πολύ σε συμπονώ, καλέ μου άνθρωπε! Αν και μεταξύ μας, προφητεύω ότι ο Αριστοφάνης θα σε κάνει νούμερο στην επόμενη του κωμωδία έτσι που γυρνάς με τον κεφαλόδεσμο…
Ποσείδιππος: Ο Αριστοφάνης; Άντε στον κόρακα!
Σωκράτης: Μη θυμώνεις, φίλε μου! Πες μου, λοιπόν, τι συνέβη και μην αποκρύψεις το παραμικρό…
Ποσείδιππος: Έπεσα και χτύπησα…
Σωκράτης: Έπεσες; Πού, πώς, πότε;
Ποσείδιππος: Χτες, το μεσημέρι. Στην Αγορά. Στη μέση του δρόμου.
Σωκράτης: Πώς έγινε αυτό το κακό, φίλε;
Ποσείδιππος: Σκόνταψα σε μια από τις πολλές λακκούβες του δρόμου και σωριάστηκα, Σωκράτη μου, καταγής φαρδύς και πλατύς.
Σωκράτης: Και;
Ποσείδιππος: Τα ρούχα μου λερώθηκαν και σκίστηκαν. Άλλη πληγή ευτυχώς σε χέρια και πόδια δεν είχα, αν και πονούσα αφόρητα σε όλο το σώμα μου· μόνο στο μέτωπο θα μπορούσες να δεις μιαν ουλή που έτρεχε αίμα…
Σωκράτης: Και; Λέγε, λέγε… Δε βρέθηκε κανείς θεόσταλτος άνθρωπος να σε βοηθήσει έτσι ανήμπορο;
Ποσείδιππος: Όλοι εκεί τριγύρω γελούσαν, πλην του Δημόφαντου. Ετούτος, μολονότι γυρνούσε αναστατωμένος από την Εκκλησία του Δήμου, όπου είχαν οι πολίτες ψηφίσει παμψηφεί το νόμο που εκείνος είχε εισηγηθεί για την προστασία της δημοκρατίας, έτρεξε να με πιάσει από το χέρι· και έκανε καθετί, ώστε να σταθώ όρθιος ξανά στα πόδια μου…
Σωκράτης: Μπράβο του! Και είμαι σίγουρος ότι το έκανε από την καρδιά του και δίχως να αποβλέπει στην ψήφο σου εάν τύχει να βάλει ποτέ υποψηφιότητα για στρατηγός· σε αντίθεση με ορισμένους άλλους, τον Άνυτο ας πούμε…
Ποσείδιππος: Όχι μονάχα αυτό, αλλά προσπάθησε, Σωκράτη, με ένα σαν αυτό που τώρα έχω στο κεφάλι πανί να μου σταματήσει την αιμορραγία…
Σωκράτης: Θα μου πεις, όμως, τελικά και πώς φτάσαμε στο πέσιμο;
Ποσείδιππος: Πρώτα – πρώτα, Σωκράτη μου, θεωρώ εγώ και όλοι το βλέπουμε πως φταίνε οι άρχοντες της πόλης, που δεν φροντίζουν για την κακή κατάσταση που βρίσκονται όλοι οι δρόμοι, μικροί και μεγάλοι, σε κάθε δήμο της Αθήνας…
Σωκράτης: Ναι, δε θα διαφωνήσω· οι αθηναϊκοί δρόμοι είναι γεμάτοι με λακκούβες και τόσο όσοι αγαπούν το περπάτημα για τις μετακινήσεις τους, όσο και οι αμαξηλάτες συναντούν κάθε στιγμή πολλά προβλήματα και δυσκολίες! Αλλά πέρα από αυτό, κάτι πρέπει να έκανες και συ, μη μου το κρύψεις…
Ποσείδιππος: Ναι, είχα κάνει, το ομολογώ, γιε του Σωφρονίσκου!
Σωκράτης: Πες το ντε, μου έβγαλες την ψυχή!
Ποσείδιππος: Εκείνη τη στιγμή που περνούσα από την επίμαχη λακούβα κοίταζα όχι μπροστά μου, αλλά στη σκεπή του μαγαζιού του φίλου μου, του Εύτυχου…
Σωκράτης: Στη σκεπή; Και γιατί είχες εστιάσει εκεί τα βλέμματά σου και όχι στο δρόμο;
Ποσείδιππος: Δεν το έχεις ακούσει; Όλοι ξέρουν πως τις τελευταίες ημέρες είχε ο Εύτυχος βάλει εκεί ένα ξύλινο αγαλματίδιο της θεάς Τύχης, για να του φέρει καλή τύχη στο μαγαζί του και στον ίδιο!
Σωκράτης: Σοβαρά;
Ποσείδιππος: Σοβαρότατα!
Σωκράτης: Ξέρεις τι βλέπω; Τι ρωτώ, το ξέρεις, Ποσείδιππε, ήδη…
Ποσείδιππος: Το ποιο;
Σωκράτης: Ότι, καλέ μου άνθρωπε, μπορεί η Τύχη μελλοντικά να ευνοήσει τον Εύτυχο, μπορεί και όχι, εσένα, όμως, ήδη σε … τιμώρησε για την … αβλεψία σου!
Ποσείδιππος: Έχεις δίκιο…
Σωκράτης: Και στο λέω αυτό, μολονότι το ξέρεις καλά ότι εγώ, σύμφωνα με όσα μου συμβουλεύει το δαιμόνιό μου, πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι που ο ίδιος καθορίζει τις τύχες της ζωής του με τις επιλογές όσων θα πει και αυτών που θα κάνει.
Ποσείδιππος: Συμφωνώ με ό,τι λες …
Σωκράτης: Να σου πω ένα παράδειγμα! Στο κατακαλόκαιρο, εάν θέλω να δροσίσω το κεφάλι μου, αν το βρέξω με καυτό νερό, τι θα γίνει;
Ποσείδιππος: Το αντίθετο από αυτό που θες. Δηλαδή, δε θα δροσιστείς, αλλά θα καείς…
Σωκράτης: Επίσης, αν προσπαθήσω να βουτήξω στην καρδιά του χειμώνα μέσα σε παγωμένη θάλασσα παρά τις συμβουλές των άλλων, θα ευχαριστηθώ το κολύμπι;
Ποσείδιππος: Όχι βέβαια! Θα αρπάξεις ένα γερό και δυσκολογιάτρευτο κρύωμα…
Σωκράτης: Όμοια κι αν κινήσεις για τον πόλεμο, Ποσείδιππε, δίχως να έχεις τον κατάλληλο οπλισμό και πας γυμνός χωρίς περικεφαλαία και πανοπλία, θα την πατήσεις από τους απέναντί σου καλά οπλισμένους εχθρούς…
Ποσείδιππος: Ναι, αυτό μου φαίνεται ότι μοιάζει σαν τις δυσκολίες που καλούνται οι ασύνετοι άνθρωποι καθημερινά να αντιμετωπίζουν στη ζωή τους. Πάνε κατεπάνω τους χωρίς προηγούμενη σκέψη των συνεπειών των πράξεών τους, των λόγων και των αποφάσεών τους.
Σωκράτης: Έτσι μπράβο!
Ποσείδιππος: Με άλλα λόγια, αν το έπιασα σωστά, μου λες ότι πριχού κάνουμε ή πούμε κάτι στη ζωή πρέπει να το σκεφτόμαστε πολύ καλά…
Σωκράτης: Ναι, καλέ μου άνθρωπε! Στην περίπτωση σου, έπρεπε να προσέχεις πολύ πρώτ’ απ’ όλα τα βήματά σου και το δρόμο και μετά, να κοιτάς των άλλων τις σκεπές… Να λες, βέβαια, πάλι καλά που δεν την πάτησες όπως ο Θαλής ο Μιλήσιος, που, σύμφωνα με την παράδοση, χαζεύοντας τα άστρα του ουρανού έπεσε σε ένα λάκκο και είχε τραυματιστεί σοβαρά, πιο σοβαρά από σένα και από πάνω είχε και εκείνην τη γριά που τον ειρωνευόταν…
Ποσείδιππος: Ναι, πάλι καλά! Τώρα, όμως, σε αφήνω, Σωκράτη, με περιμένουν στην Εκκλησία του Δήμου, ο Θρασύβουλος κι ο Εργοκλής…
Σωκράτης: Θα έρθω και εγώ μαζυ σου, πάμε!
Ποσείδιππος: Πάμε και από την άκρη του δρόμου σε παρακαλώ! Δε θέλω να την ξαναπάθω…