Πότε θα κάμει ξεστεριά, πότε θα Φλεβαρίσει,
να πάρω το τουφέκι μου, την όμορφη πατρώνα,
να κατεβώ στον Ομαλό, στη στράτα των Μουσούρω,
να κάμω μάννες δίχως γυιούς, γυναίκες δίχως άντρες,
να κάμω και μωρά παιδιά, ν’ ‘ναι δίχως μανάδες,
να κλαίν τη νύχτα για βυζί και την αυγή για γάλα.
ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΑ
… είναι ένα τραγούδι βεντέτας, το οποίο εξελίχθηκε σε επαναστατικό.
Το ριζίτικο, λοιπόν, αυτό, είναι προϊόν των ποιμένων της Ρίζας και των Σφακίων, οι οποίοι και το δημιούργησαν.
Πάνω απ’ όλα όμως, όποιος δεν γνωρίζει την τοπική διάλεκτο και συγχέει το αναγυρισμένος με το κοσμογυρισμένος, ή το πολυταξιδεμένος, μάλλον, με κάτι άλλο θα πρέπει να ασχοληθεί παρά με το ριζίτικο…..
ΑΚΟΜΗ ΔΙ’ ΟΣΟΥΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΡΙΖΙΤΙΚΟ ΗΤΑΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΣΤΡΕΦΕΤΟ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΧΘΡΩΝ, ΤΟΥΡΚΩΝ, ΕΝΕΤΩΝ ΄Η ΟΠΟΙΩΝΔΗΠΟΤΕ ΑΛΛΩΝ, ΑΠΛΟΥΣΤΑΤΑ ΕΧΟΥΝ ΠΑΝΤΕΛΗ ΑΓΝΟΙΑ «ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ» ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Ή ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ.
Ξεκάθαρο είναι ότι τα γεγονότα διαδραματίζονται στον Ομαλό.
Ξεκάθαρο επίσης είναι ότι ο αρχικός ποιητής ήθελε να εξολοθρεύσει την οικογένεια των Μουσούρων. Να κάνει γενοκτονία.
Μην ξεχνούμε βέβαια ότι τα χωριά Χριστός-Γέρακας (Κουστογέρακο) και Λειβαδάς άνηκαν εις τα Σφακιά.
Την εποχή του αρχικού ριζίτικου, εις την περί τον Ομαλό περιοχή επικρατούσε η εξής κατάσταση:
Οι Ενετοί σαν κατακτητές εξουσίαζαν τους πάντες. Πέραν όμως των Ενετών, εις την πέριξ περιοχή, σύμφωνα με τον Buondelmondi, κατοικούσαν και οι Αρχοντορωμαίοι, (Βυζαντινές οικογένειες), όπως και ο φτωχός λαός τον οποίον εκμεταλλευόνταν οι δύο προηγούμενοι.
Άλλος προβλεπτής, ο Filipo Pasqualigo, γράφει ότι οι Αρχοντορωμαίοι δημιουργούν μία κατάσταση αναρχίας και ασυδοσίας, πολύ επικίνδυνη και για τους Ενετούς όσο και για τους φιλήσυχους ανθρώπους και γράφει ότι αυτοί ήσαν οι: Καντανολέοι, από το χωριό Χριστός- Γέρακας, οι Μουσούροι, οι Σγουράφοι και οι χειρότεροι απ’ όλους οι Πάτεροι.
Ακόμη και οι Σφακιανοί παραπονούνται στους Ενετούς με δύο επιστολές.
Επίσης γράφουν και ένα λαϊκό τετράστιχο της εποχής του Καντανολέοντα που σατίριζε με τον πιο ειρωνικό τρόπο την προσωρινή εξουσία της επανάστασης του 1570.
Ποιος είδε Κοντή σύντυχο (Sindaco)
Κανδάνολε ρετούρη (Rettore)
και Πατερό γραμματικό
Μουσούρο καντζελιέρη.
Οι τελευταία λέξη κάθε στίχου είναι θέση εξουσίας.
Και τα ίδια τα δημοτικά-ριζίτικα μιλούν για την έκρυθμη κατάσταση όπου επικρατούσε στην περιοχή του Ομαλού.
Μωρέ κοπέλια Σφακιανά, όσα ‘στε των αρμάτω,
πιάστε τα και γλακήσετε στον Ομαλό να πάμε,
κι εκάμαν πάλι φονικό οι γι αρχοντομουσούροι.
Το Γιάνναρη σκοτώσασι, το νιό το παινεμένο.
Ο Γιάνναρης ήταν Σφακιανός.
Σχετικό είναι και το παρακάτω,
Νικόλα τ’ αντροκάλεσμα άφης το μη το κάνεις, οι Λάκκοι, δεν αναφέρονται στις ενετικές απογραφές από τους Τριβάν και Καστροφύλακα, άρα την εποχή εκείνη δεν είχαν ακόμη κτισθεί.
Γνωστό επίσης είναι το πώς πέρασε το Οροπέδιο Ομαλού (το μεγαλύτερο μέρος) από τους Σελινιώτες στους Λακκιώτες.
Ο Σελινιώτης χαΐνης Αντώνιος Γιώργακας πριν το 1821, φόνευσε στην περιοχή του Ομαλού, ανάμεσα Φώκιες και Νερατζόπορο, τον Κρητότουρκο από το Σέλινο Μεχμέτ Βέργερη.
Σύμφωνα με το μουσουλμανικό νόμο περί συλλογικής ευθύνης και επειδή το φονικό έγινε σε περιοχή ανήκουσα στους Λάκκους, οι Λάκκοι χρεώθηκαν 60.000 γρόσια. Οπότε επήλθε η ανταλλαγή.
Υπάρχουν και άλλα τραγούδια αυτού του είδους, συν τα ιστορικά δεδομένα, από το σύνολο των οποίων μπορεί εύκολα να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι στην περιοχή του Ομαλού, μεταξύ των ποιμένων της περιοχής, υπήρχαν σοβαρά προβλήματα με φόνους και βεντέτες, ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ μέχρι και σήμερα, π.χ. η βεντέτα που ακολούθησε τον φόνο στην περιοχή, του Θ. Ρ. Βίγλη στις 12 Νοε 1947.
Ο φόνος με εν αντιθέσει με όσα γράφουν οι διάφοροι άσχετοι και σαφώς με όσα ήθελε να περάσει η τότε εμφυλιοπολεμική εξουσία, ουδεμία είχε σχέση με πολιτικά πάθη, αλλά ήταν καθαρά μία ποιμενική διαφορά-θέμα κυριαρχίας στο οροπέδιο, όπως συνέβαινε επί αιώνες.
Η αρχική μορφή του τραγουδιού «ΠΟΤΕ ΘΑ ΚΑΜΕΙ ΞΕΣΤΕΡΙΑ», ήταν αυτή περίπου που αναφέρουν οι συλλογές:
Χριστέ να ζώνουμουν σπαθί και να ‘πιανα κοντάρι,
να πρόβαινα στον Ομαλό στη στράτα των Μουσούρω,
να σύρω τα’ αργυρό σπαθί και το χρυσό κοντάρι,
να κάμω μάνες δίχως γιούς, γυναίκες δίχως άντρες.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το μίσος το πάθος και η εκδικητική μανία του καταπιεζόμενου, μετέτρεψε το παραπάνω τραγούδι στο ξακουστό σημερινό ριζίτικο: «Πότε θα κάμει ξεστεριά…»
Τώρα εξ όσων αφορά τινές, οι οποίοι ασχολούνται δια το σχετικό ριζίτικο με κυνήγια, τσιφτέδες, πέρδικες, περδικόπανα, και τα παρόμοια, ούτοι, της πραγματικότητας και των μυστηρίων απέχουν παρασάγγας.
Δια το περδικόπανο καταθέτω μια περιγραφή του 1937: «ήτο τούτο ύφασμα μάλλινον, ελαφρόν,……..»
Τέλος αναγυρισμένος, είναι αυτός ο ποιμήν, τον οποίο οι άλλοι δεν «πειράζουν», δηλαδή, δεν του κλέβουν το ποίμνιο, είτε από σεβασμό είτε από φόβο. Επίσης «γυρισμένος» είναι ο κριός ή ο τράγος, ήτις έχει ευνουχιστεί…
Κατά τη Γερμανική Κατοχή το ριζίτικο είχε μετατραπεί ως εξής:
Πότε θα κάμει ξεστεριά, πότε θα Φλεβαρίσει,
να πάρω το τουφέκι μου, την όμορφη πατρώνα,
να κατεβώ στο Μάλεμε στην αεροκαθίστρα,
για να σκοτώσω Γερμανούς και Έλληνες προδότες,
απού μας επροδούδανε.
Πατρώνα είναι η παλάσκα- φυσιγγιοθήκη.
Αποσπάσματα από το βιβλίο μου «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΡΙΖΙΤΙΚΑ»
*O ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΝΕΒΑΚΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ- ΙΣΤ. ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ