Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Πότες θα κάμει ξεστεριά… (ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΚΑΤΣΑΚΗ)

Πρέπει να είναι η τρίτη με τέταρτη φορά που επιχειρώ μια άλλη ανάγνωση στην τελευταία συλλογή διηγημάτων του Βαγγέλη Κακατσάκη.

Πριν ξεκινήσω, ζυγίζω στα χέρια μου το βιβλίο. Το μετρώ με το μάτι όπως μετρούσαν οι γονέοι μας όλα τα πράγματα, από τα πιο μικρά ως τα μεγαλύτερα. Με συνεπαίρνει η μυρωδιά της μελάνης στο τυπωμένο χαρτί. Ξεφυλλίζω τα τριζάτα του φύλλα και ξεκουράζομαι στη φωτεινότητα των ασπρόμαυρων σελίδων.
Ευτυχής και καλαίσθητη η έκδοση των Χανιώτικων Νέων. Προσεγμένη ως την τελευταία της λεπτομέρεια, δικαιώνει στους δύσκολους εκδοτικούς καιρούς την έντυπη έναντι της ψηφιακής έκδοσης και δένει σε μια ευτυχή τριαδική σχέση συγγραφέα, εκδότη και αναγνώστη. Το παιγνίδι παίζεται κι εδώ στις λεπτομέρειες . Στο καλαίσθητο εξώφυλλο, στην ποιότητα του χαρτιού, στα διαστήματα- αναπνοές που φωτίζουν το κείμενο, στα περιθώρια πλαίσια, που το αναδεικνύουν, στην ευαναγνωσία της γραμματοσειράς, στην λιτή αλλά άκρως παραστατική και ζωντανή εικονογράφηση.
«Πότες θα κάμει ξεστεριά…!» λοιπόν

Έτσι όπως το έλεγαν και το τραγουδούσαν οι παλαιότεροι. Αγνό κι αμόλευτο από γλωσσικές επιμέλειες και γραμματικούς καλλωπισμούς και με τα αποσιωπητικά να υπαινίσσονται τον ενθουσιασμό, που φούσκωνε τις παιδικές μας καρδιές από περηφάνια όταν το τραγουδούσαμε στις γιορτές και στις εκδρομές μας στο Βάμο, αλλά και τη λαχτάρα μας για ελευθερία και δημοκρατία όταν το ξανατραγουδούσαμε για ν΄ αναπνεύσουμε λίγο πιο ελεύθερα, στα δύσκολα χρόνια της χούντας.

Προχωρώ και διαβάζω:
«- Τι πάει να πει χρεωμένος;
– Χρεωμένος είναι , είπε ύστερα από πολλή σκέψη η Μαρία, όποιος ζει χάρις στο αίμα που ‘χυσε ένας άλλος… Όποιος έχει αγοράσει τη ζωή του με αίμα. Το αίμα αυτό του φωνάζει μερόνυχτα και δεν τον αφήνει να κοιμηθεί.
– Είσαι κι εσύ χρεωμένη γερόντισσα;
-Εγώ κι αν είμαι, παιδί μου…»
Χρεωμένος και ο Βαγγέλης στον αγώνα για ελευθερία. Χρεωμένος κι Εθελοντής μαζί με τους εθελοντές- ήρωες στο τελευταίο του διήγημα. Να υπενθυμίσει, να επιβραβεύσει και να τιμήσει.
« Το μεγάλο χαμπέρι του Σηκωμού του Γένους , στη Βλαχιά, και στο Μωριά, είχε κατρακυλήσει ίσαμε την Κρήτη μαζί με τους ανθούς και τις ευωδιές της άνοιξης… κι ο Ξενοθοδωρής ….ήθελε να χυμήξει στα μέρη του, τ΄Αποκορωνιότικα , για να φέρει το χαμπέρι κι εκεί , που αιώνες το περίμεναν.» στο οπισθόφυλλο.
Εμφανής ο στόχος και η πρόθεση του συγγραφέα μέσα από τον επίκαιρο και χρήσιμο λόγο . Χωρίς διδακτικές κραυγές, χωρίς υπερβολές, κλισέ κι άλλες αδυναμίες. Η αφήγηση του αυθόρμητη κι άμεση ρέει και γλιστρά αβίαστα από τα χείλη του στο χαρτί του βιβλίου
Με λόγο λειασμένο από την έμπειρη πλέον και δόκιμη γραφίδα του, επιμένει κι αυτή τη φορά στο τριαξονικό αξιακό πλαίσιο, στο οποίο στηρίζεται η ζωή και το έργο του. Με ιδιαίτερη αναφορά στην ελευθερία στην πιο εξιδανικευμένη της μορφή, την αγάπη. Αγάπη στον τόπο, αγάπη στο Θεό αγάπη και στον άνθρωπο. Αυτή η Αγάπη πλανάται πάνω από τον βίαια καταχτημένο και καθημαγμένο Τόπο, παραστέκει τον αδούλωτο και περήφανο άνθρωπο, γίνεται μέτρο και όριο της ζωής και της συμπεριφοράς του.

Με την ίδια πίστη και την ίδια αγάπη μπαίνει στα «παπούτσια των ηρώων του ο Β. Κ Εμπλέκεται συναισθηματικά μαζί τους και βιώνει τα ίδια μέτρα και τις ίδιες αξίες με κείνους. Κατανοεί τα διλλήματα και τους ενδοιασμούς τους και συμμετέχει στις δύσκολες αποφάσεις τους. Έτσι καταφέρνει να τους ιστορήσει με τέχνη και να τους ανυψώσει από τα ανθρώπινα και καθημερινά σε ηρωικά υψίπεδα.
Διακόσια χρόνια μετά την εθνεγερσία κι ενώ ακούγονται ανησυχητικές οι αναθεωρητικές κραυγές από τις απέναντι ακτές του Αιγαίου, στο δυστοπικό οικονομικό περιβάλλον της φιλελεύθερης αγοράς, ο Β. Κ. γυρνά στην εποχή του κατατρεγμού και του Σηκωμού με πνεύμα σημερινό κι επίκαιρο.

Μπολιασμένος από την εναγώνια κραυγή του ποιητή « Πάντα ανοιχτά πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου», γίνεται η γέφυρα και ο συνδετικός κρίκος του επώδυνου ιστορικού παρελθόντα χρόνου και του νεώτερου τωρινού, με όλους τους κινδύνους που ελλοχεύει .
Σημαντικός και ο ρόλος και η μεγάλη συναισθηματική φόρτιση της ντοπιολαλιάς και του ζωντανού τοπικού ιδιώματος, σε συνδυασμό πάντα με το επιμελημένο γλωσσάρι . Να δείχνει το σεβασμό και την αγάπη στο τοπικό ιδίωμα, παράλληλα όμως να σέβεται και να μην αγνοεί τον εκτός των στενών τοπικών ορίων αναγνώστη, που δικαιούται να το γνωρίσει και να το κατανοήσει.
Εν κατακλείδει
Ο Β.Κ. τεντώνει τη γραφή του στα όρια του γραπτού λόγου , από την ελευθερία και το συμβολισμό της ποίησης στο ρεαλισμό και τη σαφήνεια του πεζού λόγου. Ζωγραφίζει και ιστορεί το θαύμα της ζωής και τις συγκρουσιακές καταστάσεις που δημιουργούνται όταν κινδυνεύουν τα ιδανικά της ελευθερίας και της ορθοδοξίας .
Όλα τα διηγήματα είναι ανοιχτά σε πολλές αναγνώσεις. Αλλιώς τα διάβασα στην οθόνη του υπολογιστή μου, διαφορετικά όταν ήρθε το καλαίσθητο βιβλίο και τελείως διαφορετικά στην τελευταία μου ανάγνωση προκειμένου να σταχυολογήσω και να σχολιάσω. Σε όλες τις αναγνώσεις χάρηκα από την πρώτη ως την τελευταία ενότητα τις δόκιμες αφηγηματικές τεχνικές του συγγραφέα.
Σκέφτομαι ότι αν θέλει κάποιος να κρίνει χωριστά τον Β.Κ. σαν ποιητή ή σαν διηγηματογράφο θα δυσκολευτεί.. Γιατί σε κάθε είδος του έργου του θα βρεις και τις δυο του ιδιότητες να δένουν και να λειτουργούν αρμονικά. Τόσο στα ποιήματα όσο και στα πεζά του είναι διάχυτος ο περιγραφικός λυρισμός. Θα ξαναπώ βέβαια ότι έξω από την πίεση της μικρής φόρμας ελευθερώνεται ο ποιητής και πετά η γραφίδα του συγγραφέα.
Αν η μεγάλη παγίδα για το γραφιά είναι η επανάληψη και ο μανιερισμός, στην περίπτωση του Β.Κ. δεν υφίσταται τέτοιος κίνδυνος. Πάντα καταφέρνει να μας εκπλήσσει. Πότε σαν ποιητής, πότε σαν χρονογράφος και τώρα σαν διηγηματογράφος. Κι αυτό βέβαια το γνωρίζουν από παλιά οι αναγνώστες του τόσο στις επιτυχημένες στήλες του στα Χ Ν όσο και οι πολλοί φίλοι της ποίησης και της πεζογραφίας του.
Ξαναγυρίζω στον τίτλο των διηγημάτων και στην ερώτηση που κυριολεκτικά ή μεταφορικά απευθύνει στον αναγνώστη των διηγημάτων« Πότες θα κάμει ξεστεριά…» . Δεν μπορώ βέβαια ν’ απαντήσω στο κρίσιμο ερώτημα για τον καθένα μας. Εκείνο όμως που με βεβαιότητα μπορώ να πω είναι ότι για τον δημιουργό Β. Κ. έχει ήδη ξαστερώσει. Έχει πάρει από καιρό την όμορφη πένα του κι έχει καλοστρατήσει στην ιερουργία της ποίησης και της διηγηματογραφίας. Με το τελευταίο του μάλιστα πόνημα αναδεικνύει αρετές αφήγησης, που σε προϊδεάζουν για την δυνατότητα του να τολμήσει το εγχείρημα μεγαλύτερης φόρμας.
Εμείς οι αναγνώστες του τον περιμένουμε.

*Η Πόπη Λαμπρινέα – Γαβριλάκη είναι δασκάλα – ποιήτρια


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα