Φρίκη, μαυρίλα, κουρνιαχτός,
οι άρπαγες πλουτίσαν.
Τα όνειρά μας ζήλεψαν,
στην άβυσσο σκορπίσαν.
(Γ.Κ.)
Τα μηνίγγια μου πα ’να σπάσουν, η καρδιά μου αλυσόδετη βροντά, η σκέψη μου έπαψε να με ακολουθά και τα νεύρα μου μοχτούν για ανασύνταξη μπας και μπορέσω να δεχτώ τη δραματική πραγματικότητα που βιώνουμε.
Τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, που βομβαρδίζουν υπόσταση και νοημοσύνη μας, είναι στ’ αλήθεια τριτοκοσμικά κι ασύλληπτα από λογικού, τίμιου (σπάνιο είδος πια) αθρώπου το μυαλό.
Κι αναρωτιέμαι:
– Πού είναι μωρέ οι γνήσιοι Έλληνες; Άντρες και γυναίκες με ήθος, ηθική και πίστη, αγάπη στην πατρίδα μας;
Χορός εκατομμυρίων που αλλάζουνε τσέπες και ρουφούνε το αίμα των παιδιών μας η δημόσια διοίκηση. Σήψη σε βάθος και πλάτος ασύλληπτο σ’ όλους τους τομείς, δημόσιο κι ιδιωτικό.
Όπου και ν’ αγγίξεις βρωμάει.
Λείψαν οι τίμιοι αγωνιστές και τα ικανά στελέχη να στηρίξουν το Κράτος;
Έπρεπε να χωθούμε ως το λαιμό μωρέ, να πεινάσουμε, να ζητιανέψουμε, να χάσουμε αξιοπρέπεια κι ελευτερία για να δούμε τις πληγές μας;
Και τι βλέπουμε; Οι ίδιοι οι κυβερνώντες μας ήταν οι χειρότεροι.
Κι αν ο γονιός είναι ανήθικος κι απατεώνας, τι θα σου κάνουν τα παιδιά;
Μπήκανε όλοι ή σχεδόν όλοι στο βούρκο κι ό,τι αρπάξει ο καθείς.
Λύσσα. Ποιος θα φάει περισσότερα από τις ίδιες του τις σάρκες. Γιατί, ναι. Εμείς, καταλάβετέ το, εμείς είμαστε η Ελλάδα! Αγαπήστε την επί τέλους.
Μα όχι, δε γινήκαμε όλοι ζητιάνοι. Είμαστε κι αυτοί, που ξέρουμε να αγωνιζόμαστε και να επιβιώνουμε και με δίχως ψωμί. Γιατί θέλουμε και έχουμε αξιοπρέπεια. Κι είμαστε λεύτεροι. Μια σπιθαμή γης να έχουμε θα ζήσουμε. Μόναχα ελευτερία άμα δεν έχουμε θα αποθάνουμε. Γι αυτό και δεν επαιτούμε, μα απαιτούμε να δοθεί και πάλι η Ελλάδα στους πραγματικούς Έλληνες. Να βαστήξουν αψηλά, ιδανικά και στόχους. Κι είναι άπρεπο να υποτάσσουμε το πνεύμα και τη ψυχή μας στην ύλη.
Ποιο θάναι το κέρδος σου ώ υλόπιστε ποταπέ;
Πώς τολμάς επίορκε και προδότη που άλλοτε είχες τις όποιες τύχες μας στα βρωμερά σου χέρια, πώς τολμάς, λέω, να εμφανίζεσαι σε εφημερίδες και τηλεόραση χαμογελαστός για να δικαιολογήσεις τα αδικαιολόγητα;
Ωχριώ στη σκέψη να πάω σε πολιτισμένο τόπο. Θα βλέπουν την ταμπέλα που μου κολλήσατε όλοι εσείς, θα με δείχνουν με το δάχτυλο και θα λένε:
– Αυτός, είναι Έλληνας!
Κι αντί να θεωρούν τιμή τους που τους προσεγγίζω, να με αποφεύγουν σαν πυορροούντα λεπρό.
Πού είναι, σήμερα, οι σωστοί και τίμιοι αθρώποι, άθρωπέ μου;
Ποιοι αγαπούν την Ελλάδα μας; Μόνο να κατακρίνουν μπορούν τους εξωγενείς εχτρούς μας που μας σπρώχνουν όλο και πιο βαθιά στο βάλτο, να μας αφανίσουν και να καρπωθούν τα όποια αγαθά μας απόμειναν.
Αρχαίο πολιτισμό, πνεύμα και την ψυχή μας. Μα δε μπορούν. Δε μπορούν γιατί είναι βαθιά ριζωμένα μέσα μας. Κι ακόμα, γιατί ποτέ τους δε νιώσανε, ούτε και θα νιώσουν το μεγαλείο τους.
Κανένας πια δεν αγαπά τον τόπο μας; Μόναχα μερικοί κουζουλοί που χτυπάμε το χέρι στο μαχαίρι και, πια, δε ματώνει;
Θα σηκωθούν μωρέ οι προγόνοι μας να μας φτύσουν, που εσείς οι ξενόβαλτοι δήμιοι, τους κρεμάται ανελέητα. Σκύψτε, αδούλωτοι μια φορά, και δέστε τους. Βγήκανε στους δρόμους. Σας κυνηγούν.
Κι ως, τα παιδιά μας, το μέλλον της πατρίδας μας, λυπηθείτε. Με τι ιδανικά θα μεγαλώσουν; Με το παράνομο κυνήγι του κλεμμένου θησαυρού;
Και δε λέγω τους κυβερνώντες και παραστεκάμενούς των μόνο, μα κι όλους αυτούς που θαρρούνε ότι η Ελλάδα ανήκει σε άλλους και τη μαχαιρώνουν κάθε στιγμή.
Κλέβουνε ό,τι μπορεί, ό,τι σκεφτεί, ό,τι προκάνει ο καθένας.
Κι από το ερημητήρι μου πέμπω έκκληση:
Έλληνες, φίλοι μου αγαπημένοι, αποτοξινωθείτε από το βρώμικο χρήμα, για να επιβιώσουμε σαν Έθνος, σαν λαός.
Αυτός είναι ο Θεός της Ελλάδας που έλεγε ο Καζαντζάκης.
*gkamvysellis@yahoo.gr