Κάθε καλόπιστος αναγνώστης θα έλεγε, ή θα σκεφτόταν γιατί ο υπογράφων αυτές τις κατηγορίες εναντίον της Γερμανίας, αλλά και όλων εκείνων που υπερσπίζονται στο όνομα μιας στρεβλής Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανήμποροι να αρθρώσουν και να καταγγείλουν τα κακώς κείμενα, ακολουθεί αυτήν την τακτική;
Καλόπιστη απάντηση μόνο χωρεί, στις περιπτώσεις που εξετάζουμε. Ας μην αναφερθώ σε άλλο σημείο εκτός στο ότι η φοροδιαφυγή που εξετάζουμε στη Γερμανία, αλλά και η υπόθεση με σκάνδαλο LuxLeaks, αξίας εκατοντάδων δις €, είχε ως αποτέλεσμα που μας ενδιαφέρει τη μη συμμετοχή της Γερμανίας στα οικονομικά της ΕΕ, ως όφειλε και προβλέπουν τα θεσμικά κείμενα.
Aναρωτιέμαι αν χρειάζεται να γίνει ρεπορτάζ από έγκριτους δημοσιογράφους με στόχο να δει κανείς πως διαφεύγουν της «προσοχής» των ελεγκτών των δημόσιων οικονομικών τα τεράστια κονδύλια που δεν εμπλέκονται στην παραγωγική διαδικασία, και άρα δεν αποτελούν βάση υπολογισμού των ελαχίστων ποσοστών συνεισφοράς πόρων στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Αυτό είναι ένα βασικό ερώτημα που θέτω διαρκώς στην εξέταση των πραγμάτων που ακούουν στο όνομα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και όταν γράφω σκέψεις για το που πάει αυτή η ΕΕ ο στόχος δεν είναι να είμαστε, ή να βρεθούμε έξω από την Ένωση αυτή, αλλά να βοηθήσουμε στη διόρθωση των «κακώς εχόντων».
Εκείνο δε, που πρέπει να προέχει κάθε κριτικής είναι να σχηματίζει τουλάχιστον το περίγραμμα λύσεων, διαφορετικά εκείνο που απομένει είναι μια πικρή γεύση, ότι τίποτα δεν μπορεί να διορθωθεί. Απτό παράδειγμα είναι η ακολουθητέα πολιτική από τις μικρές χώρες, που εθελοτυφλούν να θεωρούν ότι δεν πρέπει και δεν μπορούν να τα βάλουν με τη μεγάλη Γερμανία, που έγινε μεγάλη, ελέω των άθλιων πολιτικών που έχουμε αναπτύξει διεξοδικά σε προηγούμενα σημειώματά μας.
Θα δούμε στη συνέχεια του τελευταίου σημειώματος μας, τι προέβλεπε ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ εν συνεχεία δηλώσεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 123 παράγραφος 2 του Κανονισμού σχετικά με το σκάνδαλο cum-ex: οικονομικό έγκλημα και κενά στο ισχύον νομικό πλαίσιο, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 27.11.20181.
Σημειώνουμε με ιδιαίτερη ικανοποίηση ότι δίδεται ισχυρή βάση στην πρόταση ψηφίσματος, να δοθεί προσοχή στις ελλείψεις του νομικού πλαισίου, ώστε να κοπούν τα πόδια των επίδοξων απατεώνων. Διαφορετικά θα λυγίσει η εύθραυστη ένωση κεφαλαιαγορών, αφού δε θα μπορεί να διασφαλίζει την «ακεραιότητα, της διαφάνειας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών». Για να στηρίξει δε, την ορθή λειτουργία που φαίνεται να έπληξε η γερμανική αδηφαγία, σημειώνει ότι οι αποκαλύψεις για το cum-ex, στις οποίες προέβη κοινοπραξία ερευνητικών δημοσιογράφων με επικεφαλής τη γερμανική μη κερδοσκοπική οργάνωση μέσων ενημέρωσης CORRECTIV στις 18 Οκτωβρίου 2018, συνιστούν την απαρχή, που περιλαμβάνεται και στην 4η Εξεταστική Επιτροπή της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής που ερευνά το σκάνδαλο, η οποία κατέληξε στην έκδοση έκθεσης τον Ιούνιο του 2017,
Εδώ γίνεται και η διασύνδεση με τα σχετικά με τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling» και άλλα μέτρα παρόμοιου χαρακτήρα ή αποτελέσματος, (όπως σημειώνουμε και στον LuxLeaks, αξίας εκατοντάδων δις €, που διέφυγαν από τα φορολογικά συστήματα των κρατών μελών, αλλά και στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης έδρασαν υπερεθνικές οντότητες με τρόπο αποτρεπτικό ανάληψης των υποχρεώσεών τους). Στην ουσία πρόκειται για έλλειψη διαφάνειας για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή.
Μια διαδικασία που στηρίζεται στο ότι οι συναλλαγές «cum-ex» χαρακτηρίζονται από την ταχεία αγοραπωλησία μετοχών με δικαιώματα («cum») και χωρίς δικαιώματα («ex») διανομής μερισμάτων από τράπεζες και χρηματιστές, με στόχο να είναι δυνατή η απόκρυψη της ταυτότητας του πραγματικού ιδιοκτήτη, και άρα οι επιστροφές φόρου ·γινόταν δυο φορές, στις περιπτώσεις δημιουργίας υπεραξίας. Φαίνεται ότι το αλαλούμ αυτό γινόταν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και έχουν παραγραφεί εδώ και αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, και έτσι, η συνολική ζημία που προκλήθηκε από το σκάνδαλο των φακέλων cum-ex στα επηρεαζόμενα κράτη μέλη εκτιμάται σε τουλάχιστον 55 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο ένα τρίτο του συνολικού προϋπολογισμού της ΕΕ για το 2017.
Τώρα ποιοι εμπλέκονται στις εν λόγω εγκληματικές πρακτικές μάλλον είναι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Γερμανίας και άλλων κρατών μελών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων πολλών μεγάλων γνωστών εμπορικών τραπεζών. Και κρίνουμε ως περίεργο το ρόλο της Δανίας που έχει λάβει επανειλημμένες προειδοποιήσεις ότι ξένες εταιρείες παραβίαζαν τη δανική φορολογική νομοθεσία και πλαστογραφούσαν έγγραφα για να ζητήσουν δολίως επιστροφή φόρων επί μερισμάτων, μια απάτη που εκτιμάται ότι κόστισε στη φορολογική αρχή της Δανίας πάνω από 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά η φορολογική αρχή της χώρας αυτής δεν είχε αναλάβει δράση.
Αλλά και η Γερμανία αναφέρει ως προσπάθεια συγκάλυψης του σκανδάλου αυτού το ότι αποκάλυψε ότι έχει γνώση για 418 διαφορετικών περιπτώσεων φορολογικής απάτης με το σύστημα cum-ex, συνολικού ύψους 5,7 δισεκατομμυρίων ευρώ·!!! Δηλαδή ο Σόιμπλε και η παρέα του εξακολουθούν να μας θεωρούν ηλίθιους! Και εδώ διαφαίνεται και ο ρόλος του ευρωπαϊκού επιχειρηματικού λόμπυ που δείχνει πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η δράση του σε εθνικά και ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, όπως και ότι συμβουλευτικές ομάδες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κυριαρχούνται από εκπροσώπους του τραπεζικού τομέα , και ότι οι μεγαλύτερες λογιστικές εταιρείες είναι «ενσωματωμένες» στη χάραξη πολιτικής της ΕΕ, γίνεται κατανοητό ότι η προσπάθεια απάτης στον οικονομικό τομέα είναι πολυσχιδής και άνευ αρχής και τέλους!
Διαφαίνεται δε, ότι η διαπλοκή συμφερόντων γίνεται έναντι της εργατικής τάξης και των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων των κρατών μελών, πράγμα που σημαίνει ότι τελικά, δημιουργούνται σιγά – σιγά οι συνθήκες για εκτροπές από καθεστώτα αλληλεγγύης, συνοχής και άλλων κοινά αποδεκτών αρχών για την εξέλιξη της ΕΕ. Και η αναμόχλευση της ακροδεξιάς και φασιστικής νοοτροπίας σε όλη την Ευρώπη πρέπει να απασχολήσει κάθε ευρωπαίο δημοκράτη.
Το τέλος της λυπηρής αυτής ιστορίας θα το δούμε στο επόμενο σημείωμά μας.
1. (2018/2900(RSP)) Pervenche Berès, Peter Simon, Jeppe Kofod, εξ ονόματος της Ομάδας S&D, Miguel Urbán Crespo, Δημήτριος Παπαδημούλης, εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL, Sven Giegold, εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE