Στον βαθμό που στρεβλώνεται όλη η ουσία που περιλαμβανόταν τόσο στην ιδρυτική Συνθήκη όσο και στις υπόλοιπες συνθήκες που έχουν υιοθετηθεί στο μεταξύ, η ανάπτυξη ήταν και παραμένει ένας στόχος που εναπόκειται πλέον στους λαούς να το υλοποιήσουν. Μόνο τότε θα αποκτήσει νόημα η Ε.Ε. και όχι συρόμενη πίσω από το άρμα της Γερμανίας!
Η οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη θα μπορούσε να είναι ένα δηλητηριασμένο δώρο, στηριγμένη μόνο στην έναρξη μιας ποσοτικής χαλάρωσης που πραγματοποιείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ.). Αυτά είναι τα τωρινά δεδομένα, όταν μιλούμε για ανάπτυξη! Κάποιοι ψελλίζουν και μερικά περί ανταγωνιστικότητας, περί ανταγωνισμού, περί δίκαιης συμμετοχής εργαζομένων και κεφαλαιούχων στα κοινωνικά βάρη, σε μια κρίση, τα αποτελέσματα της οποίας ακόμη δεν έχουν επιμετρηθεί.
Έτσι, στο σημερινό μας σημείωμα για το θέμα της ανάπτυξης στην Ευρώπη, θα ανακεφαλαιώσουμε στο σημείο των χρεών ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Πριν όμως εξετάσουμε τους αριθμούς που είναι αδυσώπητοι μάρτυρες της πραγματικότητας και όχι μιας θεωρητικολογίας εξυπνακισμού, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το ίδιο υποστηρίζει και ο οικονομολόγος Εϊχενγκριν (Eichengreen), που ήταν σύμβουλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Δ.Ν.Τ.) που πιστεύει ότι το μέτρο της ποσοτικής χαλάρωσης μειώνει την αίσθηση του επείγοντος όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις, που πρέπει να γίνουν. Γιατί η νομισματική πολιτική της Ε.Κ.Τ. έχει προκαλέσει πτώση της ισοτιμίας του ευρώ ευνοϊκή για τις εξαγωγές και την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Κατά συνέπεια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 1,3% για το 2015. Όμως ένας από τους λόγους που κρατιέται χαμηλά το ευρώ, όπως έχουμε ήδη αναδείξει στο πρόσφατο παρελθόν με τα σημειώματά μας αυτά, είναι η διευκόλυνση συσσώρευσης πλούτου στην ηγέτιδα δύναμη της Ε.Ε., τη Γερμανία, με ορισμένους δορυφόρους της, που σήμερα διαδραματίζουν επείγοντα ρόλο στη συλλογή των ψίχουλων που πέφτουν από το τραπέζι της! Όμως, σύμφωνα με τον κ. Εϊχενγκριν, στην πραγματικότητα, αυτή η υποτίμηση του ευρώ είναι πολύ πρόσφατη για να είναι η αιτία αυτής της ανάκαμψης. Επισημαίνει 4 παράγοντες που συμβάλλουν στην παρατήρηση αυτή:
1.Η χαλάρωση των πολιτικών λιτότητας των κυβερνήσεων που έλαβε χώρα μεταξύ του 2010 και του 2012, με αποφυγή δημοσιονομικών αποκλίσεων και ταυτόχρονης σταθερότητας των δημόσιων δαπανών (ακόμη και αν υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών).
2.Οι προσπάθειες στον τομέα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ιδίως σε χώρες όπως η Ισπανία, συνέβαλαν στη βελτίωση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, ιδίως λόγω της χαλάρωσης των κανόνων των αγορών εργασίας και το χαμηλότερο κόστος εργασίας. Η παρατήρηση αυτή βέβαια, είναι το αποτέλεσμα της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και έχει στηριχτεί στις δύο χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας στην Ε.Ε.
3.Καλύτερη προστασία του τραπεζικού συστήματος από την ελληνική κρίση. Ειδικότερα, οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες έχουν μειώσει την έκθεσή τους στο ελληνικό χρέος, αλλά και εδώ βλέπουμε ότι δε μιλούμε πλέον για την Ε.Ε., παρά για ορισμένα κράτη της!
4.Τέλος, η πτώση των τιμών είναι ακόμη ένας παράγοντας που δεν ισχύει βέβαια σε όλες τις χώρες της Ε.Ε.
Από όλες τις παρεμφερείς αναλύσεις, δε λείπουν βέβαια, οι λογικοφανείς αναλύσεις, όπως του κ. Εϊχενγκριν, που υποστηρίζει ότι δεν επιμένουν αρκετά οι Ευρωπαίοι ηγέτες για διαρθρωτικές μεταβολές στην Ελλάδα και ίσως θα ήταν πιο επιθυμητή μια ελληνική έξοδος από την Ευρωζώνη. Επιπλέον, οι ηγέτες της Ευρωζώνης παραμελούν την ανάγκη για αναδιάρθρωση του ευρωπαϊκού χρέους.
Αν υπάρχει ένα δίδαγμα από τις πρόσφατες αποτυχίες της Ευρώπης, είναι ότι η νομισματική ένωση χωρίς δημοσιονομική και πολιτική ένωση δεν θα τρέξει. Αν η Ευρώπη συνεχίζει να επωφελείται από ευνοϊκούς ρυθμούς ανάπτυξης χωρίς να κάνει τις δύσκολες αποφάσεις που απαιτούνται για την αντιμετώπισή τους, οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα είναι ακόμη πιο δύσκολο να επιτευχθούν. Είναι το βασικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω, ως λογική συνέπεια των τεκταινομένων.
Όλες οι απόψεις αυτές μπορεί να έχουν λογική χροιά, αλλά στηρίζονται σε μια ceteris paribus ανάλυση, για λόγους διευκόλυνσης. Δε λύνουν όμως την προβληματική. Ακόμη και η περιστασιακή αναφορά σε στατιστικές παρατηρήσεις δεν ομολογεί την αδυναμία εξαγωγής συμπερασμάτων.
Ας δούμε τι δίνει ο σχετικός πίνακας 1 για το δημόσιο χρέος ορισμένων χωρών:
Με εδικά επιβαρυμένη τη χώρα μας και πολλές άλλες χώρες έχουν εξαιρετικά μεγάλη σχέση ΑΕΠ/δημόσιο χρέος. Αυτή η εξελικτική πορεία ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια που ξέσπασε η τελευταία οικονομική κρίση. Η βιωσιμότητα του χρέους είναι συνάρτηση της παραγωγικής διαδικασίας, όμως η αλόγιστη συμπεριφορά των εταίρων – δανειστών της χώρας μας δεν έστερξε την απαιτούμενη προσοχή, ώστε να εξασφαλίσει και τη ροή των εκταμιεύσεων που θα οδηγούσαν στην πληρωμή και εν τέλει, στην αποπληρωμή των χρεών. Ποιος ευθύνεται; Θα το δούμε σε επόμενη ανάλυσή μας.
Εκτός της χώρας μας, και οι άλλες χώρες δυσκολεύονται τόσο τον τομέα των επενδύσεων, όσο και στον τομέα εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Επειδή όμως κανένα σημείο, από μόνο του δεν επαρκεί να εξηγήσει πλήρως τα φαινόμενα που αναλύουμε, στο επόμενό σημείωμά μας θα αναφερθούμε και στο ιδιωτικό χρέος, ώστε να προβούμε σε μια αναφορά συνολική για το τι μέλει γενέσθαι ή τι θα έπρεπε να γεννηθεί.