Χαρούμενη, η μάνα, της έφερε την είδηση που περίμενε. Ελα παιδί μου και δεν θα μαζώνεις ελιές, αυτά ήταν τα λόγια που είπε.
Ξαφνιάστηκε, γιατί δεν την είχε δει να έρχεται στον ελαιώνα, εκεί ψηλά, που σβήνει το λαγκάδι και χάνεται στους γύρω λόφους καθώς ήταν σκυμμένη και μάζευε μία – μία τις ελιές από το χώμα και τις έριχνε στο καλάθι, προσπαθώντας να μην σκέφτεται.
Εκείνη την ημέρα, στα τέλη του Οκτώβρη που αρχινούν τα κουκολόγια, θα ανακοινώνονταν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, για την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο και για να τιθασεύσει το άγχος της, η Στέλλα, πήρε τον δρόμο και ήρθε σ’ αυτόν τον μακρινό ελαιώνα, που είχε ξαναβρεθεί κι έλεγε πως θα κατάφερνε να τον εντοπίσει ανάμεσα στους άλλους ελαιώνες και τα χωράφια.
Ελάχιστα της ήταν γνώριμη αυτή η περιοχή. Το χωράφι, για χρόνια, το ήξερε μόνο από κουβέντες στο σπίτι του παππού της: Επομαζώξαμε σήμερο στο Λαγκό και αύριο θα μαζώνομε στο Φαράγγι ή κόπιασε να σπάσεις πετραμύγδαλα, που τα φέραμε από το λαγκάδι, που της έλεγε η γιαγιά της η Μαργιόρα, η μάνα του πατέρα της.
Κι ούτε αργότερα, όταν στην οικογένεια του παππού “μοιράσανε” και το χωράφι αυτό έπεσε στον κλήρο του πατέρα της, το γνώρισε αρκετά. Μια μόνο φορά έτυχε να πάει. Ισως και γι’ αυτό να τη γοήτευε τόσο, που, στη σκέψη της, όλο το οποίο έμοιαζε ονειρικό, αλλά και γιατί θυμόταν την ωραία θέα που έχει από εκεί ψηλά. Κάτω, νότια και δυτικά η κοιλάδα και τα χωριά του κάμπου και πέρα από αυτά, η θάλασσα του Λυβικού πελάγους με το νησάκι, τα παξιμάδια και ακόμη, τα Μελαμπιανά βουνά και το όρος Κέδρος, ενώ από τη βορεινή μεριά, ολόκληρη η οροσειρά του Ψηλορείτη.
Και πώς να μείνει ασυγκίνητη από τη διαδρομή με τις όμορφες εκπλήξεις, με τις συστάδες πανύψηλων δέντρων σε κάποια σημεία της, που μοιάζουν με απομεινάρια αρχαίου δάσους, αλλά και το δικό τους κτήμα εκεί, με τς περήφανες αιωνόβιες ελιές και τις αμυγδαλιές, που πρόγονοι, γενιές πριν, φύτεψαν και τις φρόντισαν να αναπτυχθούν, με αγάπη για τη ζωή και πολύ μόχθο.
Είχε προσέξει και το θυμόταν πολύ καλά κι εκείνο το κομμάτι της φύσης, που έμεινε ανέγγιχτο και απείραχτο από ανθρώπινο χέρι, στην πάνω μεριά του ελαιώνα τους, όπου ο “δέτης” με τη θαμνώδη βλάστηση, τα αρωματικά φυτά και, όταν είναι ο καιρός τους, τα μανουσάκια, τις ανεμώνες και τις παπαρούνες.
Εκεί την οδήγησαν τα βήματά της αυτή τη μέρα, που την παίδευε επίμονα η απορία, αν έμελλε να υπάρξει και γι’ αυτήν κάτι καινούργιο, στη θέση που κατείχε, μέχρι χθες στη ζωή της, το Γυμνάσιο και το Λύκειο και ήρθε να αποθέσει την αγωνία της στην αγκαλιά της προγονικής γης και των αιωνόβιων δέντρων.
Τα χρόνια πέρασαν έπειτα. Στο μεταξύ οι γονείς της Στέλλας καλλιέργησαν τη γη και φρόντισαν την περιουσία τους ώσπου έφτασε και η ώρα, που την κληροδότησαν στα παιδιά τους, συνεχίζοντας ακόμη και για όσο άντεχαν οι δυνάμεις τους να βοηθούν, μια και τα παιδιά τους βρέθηκαν να ζουν και να εργάζονται μακριά από το χωριό τους.
Οσα χωράφια πήρε η Στέλλα στο μερίδιό της, έτυχε να είναι όλα από τη μητέρα της, εκτός από ένα, που το πήρε από τον πατέρα της και είναι αυτός ο ελαιώνας, ένας μέσα σε ατελείωτους άλλους ελαιώνες, με χιλιόχρονες ελιές, εκεί, στο τελείωμα της λαγκαδιάς, όπου για δεύτερη φορά είχε πάει, όταν βρισκόταν στο μεταίχμιο ανάμεσα σε δύο στάδια σπουδών και ανάμεσα στο γνωστό και το άγνωστο, με πολλές προσδοκίες και πολλή αγωνία και αβεβαιότητα για το μέλλον.
Ομως, ότι κι αν μεσολάβησε στη ζωή της στο εξής, πάντα μέσα της υπήρχαν οι εξοχές του χωριού της, τα χωράφια με τα σπαρτά, όπως τα θυμόταν με τα χρυσά τους στάχυα, στις πλαγιές, στο τέλος της Ανοιξης, οι ατέλειωτοι αμπελώνες και ελαιώνες των παιδικών και εφηβικών της χρόνων και αισθανόταν ότι αυτά και η απλή ζωή του χωριού που έζησε τότε, είναι από τα πιο αυθεντικά στοιχεία της ύπαρξής της και είχε τον διακαή πόθο, κάποια στιγμή, όταν δεν θα είναι πολύ αργά, να ξαναβρεθεί μέσα σε όλα αυτά, να τα παρατηρήσει ξανά, ν’ αγγίξει τα δέντρα, να τα κοιτάξει τρυφερά, να τους μιλήσει για όσα έζησε, ξέροντας πως κι αν κλάψει, δε θα την επιτιμήσουν αλλά θα τη δουν με την κατανόηση και την απέραντη αγάπη, που διατηρούν γι’ αυτήν μες στα πυκνά τους φυλλώματα.
Θα ‘θελε ακόμη, να τα περιποιηθεί και να φροντίσει και η ίδια για την καλλιέργειά τους και τη συλλογή των καρπών, επιθυμία που, κατά κάποιο τρόπο, πραγματοποιήθηκε, όταν μετά από τα δεκάδες χρόνια που πέρασε μακριά από το χωριό της και ελεύθερη πλέον από άλλες εργασιακές φροντίδες, θεώρησε ότι ήρθε η στιγμή να βάλει στο κεφάλι της έγνοιες αγροτικές, αποδεσμεύοντας τα χωράφια που για αρκετά χρόνια και πολύ πριν φύγει από τη ζωή ο πατέρας της, είχαν δοθεί να καλλιεργούνται συμμισιακά.
Ετσι, στη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε και κατά τις σύντομες επισκέψεις στο χωριό, καθώς και τα μικρά διαστήματα που περνά εκεί, πήγε ξανά και ξανά στα χωράφια, μάζεψε και ξαναμάζεψε, με τωρινά πια μέσα, ελιές στους κοντινούς στο χωριό ελαιώνες, πότε μόνη, πότε με βοήθεια, αρκετές φορές και με την οικογένειά της, αναθέτοντας και σε άλλους εργασίες στους μακρινούς και δύσκολα προσβάσιμους ελαιώνες, ανάμεσα σ’ αυτούς και ο ελαιώνας της νιότης της, που με εξαίρεση μια οικογενειακή βόλτα, για πεζοπορία και για τα μύγδαλα, ως εκεί, πριν από κάμποσα χρόνια, δεν είχε ξαναπάει.
Πρόσφατα σχετικά και με την ευκαιρία ότι δεν είχε ανατεθεί η συγκομιδή του καρπού εκεί σε κάποιον, αυτή τη χρονιά, είπε να πάει μέχρι εκεί και για να δει αν έχουν καρπό τα δέντρα, όμως κυρίως για να ξαναβρεθεί σ’ αυτό τον τόπο.
Κάποια μέρα, λοιπόν, τελειώνοντας με τις ελιές στον πιο κοντινό, προς εκείνο το μέρος, ελαιώνα της και ενώ είχε ακόμη αρκετό φως της μέρας, η Στέλλα και όλη η συντροφιά του λιομαζώματος, ξεκίνησαν να πάνε σ’ εκείνο τον άλλο ελαιώνα, στην πλαγιά.
Ομως, όσο κι αν έψαξαν, δεν τον βρήκαν. Περπάτησαν σ’ όλα τα μονοπάτια που υπέθεταν ότι οδηγούν εκεί, διέσχισαν και πολλά ξένα χωράφια, ψάχνοντας για σημεία αναγνώρισης της περιοχής χωρίς αποτέλεσμα και αυτό επαναλήφθηκε και κάποιες από τις επόμενες μέρες.
Η παρέα, μετά από την τρίτη ή και τέταρτη προσπάθεια, αρνήθηκε να ακολουθήσει και κάθε βράδυ, μετά το σχόλασμα από τη δουλειά, η Στέλλα έβαζε τη μητέρα, που αραιά πια, έβγαινε στην εξοχή, να της κάνει λεπτομερή περιγραφή του τοπίου και του δρόμου που οδηγεί στο χωράφι τους.
Πόσες φορές εκείνη της είπε για τον δρόμο που ξεκινά από τον Κοκκινιά και το Λουρί και ανηφορίζει δεξιά και ανατολικά και που σε κάποιο ύψος, συναντάς κι ένα πέτρινο σπιτάκι να, βρε, παιδί μου, αυτό που πήρε η θεία σου η Αντιόπη από τον πατέρα της και μετά ένα άλλο πέτρινο σπιτόπουλο, που το ‘χουνε παρμένο κληρονομιά τα κοπέλια του θείου σου του Χαραλάμπη. Ε, από κει, πας τριάντα, σαράντα μέτρα παραπάνω κι ύστερα ο δρόμος πάει αριστερά κι εκειά είναι το χωράφι μας.
Εναν από τους γιους του θείου που ανέφερε η μάνα και δεύτερο εξάδελφό της, τον είχαν συναντήσει στην εξοχή, όταν πρωτάρχισαν με την ομάδα εργασίας να ψάχνουν και τους είχε πει, ότι από το σημείο που βρίσκονταν τότε, στο κάτω μέρος της λαγκαδιάς, πλάι στον ποταμό, να τραβήξουν ίσια πάνω, ακολουθώντας πάντα το λαγκάδι και όταν φτάσουν σ’ ένα ορισμένο ύψος, θα το συναντήσουν κι αυτός είναι ένας από τους πολλούς παράδρομους που οδηγούν εκεί, τους είπε, μα τον περπάτησαν και αυτόν δίχως να προκύψει κάτι.
Πήγε μόνη της άλλες δύο φορές, για να το βρει, ένα χωράφι που λες κι έκαμε πόδια κι έγινε άφαντο και το έψαχνε, όπως το κατσικάκι του, που λείπει, ο γιδάρης ή όπως ο γονιός, το παιδί του, που απομακρύνθηκε παίζοντας.
Οταν, επιστρέφοντας μετά και από την τελευταία προσπάθεια, απογοητευμένη πια, ότι θα μπορούσε να το βρει χωρίς τον κατάλληλο άνθρωπο – οδηγό, έτυχε να συναντήσει ένα ζευγάρι χωριανών της, που μάζευαν σ’ ένα ελαιώνα τους, στην άκρη του δρόμου, ρώτησε ξανά.
Μα, δεν εβάλετε να κόψουνε τσ’ ελιές; Της είπε ο άντρας που ξέρει τα χωράφια.
Τι ήταν αυτό που άκουσε;
Οχι, είπε εκείνη, δεν εβάλαμε και όταν ο συμμισάρης, που είχαν, πριν λίγα χρόνια της είχε προτείνει, αναφερόμενος στον ελαιώνα στο Λιοφτάκι, να κόψει τις παραδοσιακές ελιές και να τις κεντρίσει, εκείνη αρνήθηκε με όλη της τη δύναμη, λέγοντάς του ότι αυτές τις ελιές που αυτός ήθελε να κόψει, της έχει η μητέρα της από το δικό της τον πατέρα κι εκείνος πάλι από τον πατέρα του και πως ούτε να το σκέφτεται ότι μπορεί να κόψει έστω κι ένα δέντρο από αυτόν ή από οποιονδήποτε άλλον ελαιώνα τους.
Ομως, μέσα της έμεινε με τον φόβο, όταν μάλιστα είχε δει, ότι από τον ελαιώνα στο Λιοφτάκι, αυτόν που είναι δίπλα στον ποταμό, έλειπαν πολλές χαρουπιές, όλα τα κυπαρίσσια και τα πλατάνια και μαζί και οι αναρριχώμενες, άγριες κληματαριές και το πράσινο που περιέβαλλαν πάντα αυτά τα δέντρα.
Με το κεφάλι γεμάτο σκέψεις, με εκνευρισμό, αγανάκτηση και πολλή στενοχώρια, έφτασε στο χωριό και στο σπίτι και είπε στη μητέρα της για το θέμα, ρωτώντας τη, μήπως εκείνη έδωσε την άδεια, όμως όχι, είπε δεν ξέρει τίποτε.
Γι’ αυτό λοιπόν, τα τελευταία χρόνια ο άλλοτε συμμισάτορας, όταν εκείνη τον χαιρετούσε στο δρόμο, κατέβαζε το βλέμμα του και ούτε που ακουγόταν η φωνή του αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει στον κοντινό ελαιώνα, όπου θα γινόταν αμέσως αντιληπτός, το τόλμησε στον μακρινό.
Ομως, η Στέλλα ακόμη δεν ήθελε να το πιστέψει. Αποφάσισαν με τη μητέρα της, που κάπως τη βαστούσαν τα πόδια της ακόμη, να πάνε μαζί την επομένη, να βρουν τον ελαιώνα και να δουν.
Ξεκίνησαν την άλλη μέρα, με λιακάδα μέσα στον χειμώνα, όταν ο ήλιος είχε ήδη ανέβει ψηλά και αφού πήγαν ως ένα σημείο της διαδρομής με το αυτοκίνητο, περπάτησαν έπειτα, ακολουθώντας τον κακοτράχαλο, αν και σε πανέμορφο περιβάλλον, δρόμο και αφού άφησαν πίσω τους και τις δύο πέτρινες μικροσκοπικές αγροικίες και έφτασαν στο σημείο που ο δρόμος στρίβει αριστερά, σημείο, απ’ όπου η Στέλλα είχε ξαναπεράσει αρκετές φορές τις προηγούμενες μέρες ψάχνοντας και πριν, καν, φανεί ο μέχρι πριν λίγα χρόνια, κραταιός και περήφανος, παραδοσιακός ελαιώνας, ο ελαιώνας της, όταν, σε κάποια στιγμή, προχωρώντας λίγο πιο γρήγορα, ήρθε μπροστά από τη μάνα, γύρισε και της είπε:
«Μη μου πεις ποιός είναι. Τώρα μπορώ να τον βρω».
Τα Χανιώτικα Νέα συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία Journalism Trust Initiative (JTI) των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, έχοντας συμπληρώσει και δημοσιεύσει την Αναφορά Διαφάνειας. Η Πρωτοβουλία JTI είναι ένα διεθνές πρότυπο για την και έχει ως στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στα ΜΜΕ μέσω της ανάδειξης και προώθησης της αξιόπιστης δημοσιογραφίας,
Συμμετέχοντας στην πρωτοβουλία αυτή, αναλαμβάνουμε την ευθύνη να συμβάλλουμε στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και να προάγουμε την αξιοπιστία και την ηθική στη δημοσιογραφία. Με αυτόν τον τρόπο, στηρίζουμε τις βασικές αρχές της ελευθερίας του τύπου και της δημοκρατίας, προσφέροντας στους πολίτες έναν αξιόπιστο πυλώνα πληροφόρησης.