Kοντεύουν τρία χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἡ συνάδελφος Ἀνδρομάχη Χουρδάκη ἄρχισε νὰ παρουσιάζει, τὴν πρώτη Δευτέρα κάθε μήνα, ἕναν ποιητὴ (ἢ ποιήτρια) ἀπὸ τοὺς λιγότερο γνωστοὺς στὸν πολὺ κόσμο – ἀλλὰ καὶ στὸ σινάφι μας.
Η ἀναφορά της σὲ πτυχὲς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου ἀνθρώπων ποὺ ὑπηρέτησαν τὴν ποιητικὴ τέχνη, ὅσο καὶ ἂν ἐξ ἀνάγκης εἶναι σύντομη, προσφέρει στὸν ἀναγνώστη τροφὴ πνευματικὴ καὶ ἀνακινεῖ συναισθήματα εὐγενικὰ καὶ εὐφορία ψυχική. Δὲν εἶναι ἀνεξήγητο αὐτό: μὲ οἶστρο ποιητικό, καθὼς καὶ ἡ ἴδια ζεῖ καὶ κινεῖται στὴ σφαίρα τῆς ποίησης, μὲ διακριτικὴ εὐαισθησία ἡ κυρία Χουρδάκη ἤδη μέσα ἀπὸ τὸν τίτλο τῶν ἄρθρων της καλεῖ σὲ μικρὸ συμπόσιο μὲ τὴ βεβαιότητα, ὄχι ἁπλῶς τὴν προσδοκία, πὼς ὅ,τι ἀκολουθήσει θὰ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὶς συνηθισμένες – καὶ συνήθως ἄνοστες – γεύσεις ποὺ κατακλύζουν τὴ ζωή μας.
Ὅσα γράφω δὲν ἀποσκοποῦν στὸ νὰ ἐκθειάσω τὴ συγκεκριμένη μεγάλης ἀξίας προσφορὰ – δὲν τὴν ἔχει ἀνάγκη· προσφορὰ ποὺ συνιστᾶ καὶ κόσμημα γιὰ τὶς φιλόξενες σελίδες τῶν “Χαν. Νέων”. Ὅμως, ἡ κυρία Χουρδάκη (τὴν ὁποία δὲν ἔχω τὴν τιμὴ νὰ γνωρίζω) ἀθόρυβα, μὲ εὐαισθησία καὶ μὲ σεβασμὸ στὸ πρόσωπο καὶ στὸ ἔργο τῶν ποιητῶν καταφέρνει νὰ ἀναδείξει κάτι ποὺ δὲν προσέχουμε ὅσο τοῦ ἀξίζει. Εἶναι αὐτὸ ἡ βαθύτερη, σχεδὸν μυστικὴ σχέση ποὺ ἀναπτύσσεται, ὅταν δίνουμε στὸν ποιητικὸ λόγο τὴν περίβλεπτη θέση στὴν ὁποία εἶναι ταγμένος νὰ βρίσκεται γιὰ νὰ χαρίζει τὸ φῶς του σὲ κάθε ἄνθρωπο.
Ἀφαλῶς, τὰ ἴδια περίπου θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε γιὰ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς τέχνες ἐκεῖνες ποὺ ἔχουν στὰ θεμέλιά τους τὴν ἁρμονία καὶ τὴ δύναμη τοῦ κάλλους. Ἡ ποιητικὴ ὅμως τέχνη ξεχωρίζει: ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ ὀνομασία της ἐκπέμπει μήνυμα στιβαρὸ (“ποιῶ”, τὸ ρῆμα, σημαίνει δημιουργῶ, “ποίηση”, λοιπόν, εἶναι ἡ δημιουργία), ὄργανό της εἶναι ἡ γλώσσα, ἴδια μὲ τὴ γλώσσα τῶν “μὴ ποιητῶν”. Μὲ τρόπο θαυμαστὸ αὐτὸ τὸ ὄργανο γίνεται ἦχος ἐναρμόνιος, ἄκουσμα τερπνό, καὶ μαζὶ μὲ τὸ φορτίο τῶν διανοημάτων ποὺ τὸ ἀκολουθοῦν εἰσβάλλει σὰν θεόσδοτο δῶρο καὶ διεγείρει τὰ αἰσθητήρια τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ψυχῆς.
Μὲ τὴ μεσολάβηση τοῦ ποιητῆ συμβαίνει αὐτό. Ὁ ὁποῖος ξεκινώντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό του διακονεῖ τὴν ποίηση. Τὴν ἴδια ὅμως ὥρα, βγάζοντας σὲ κοινὴ θέα τὰ δημιουργήματά του ἀπευθύνεται σὰν πομπὸς στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἔχει τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ μοιραστοῦν μαζί του ὅ,τι γέννησε ἡ ἔμπνευσή του· πὼς θὰ προσπαθήσουν νὰ ἀνοίξουν τὰ δικά τους φτερὰ καὶ θὰ φτερουγίσουν στὸ πλάι του. Ξέρει ὅτι δὲν εἶναι πάντα εὔκολο αὐτὸ – καὶ μὲ ὅλους. Δὲν εἶναι ὅμως δική του δουλειὰ ἡ ἀνταπόκριση στὸ μήνυμα ποὺ στέλνει· στὴ διάκριση καὶ στὴ βούληση τοῦ καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ὑπόλοιπους δίνει τὴ σκυτάλη.
Ἂν καὶ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ξένη πρὸς τὴν ποίηση, πολλοὶ γιὰ διάφορους λόγους δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀπολαύσουν τὰ ἀγαθά της εἴτε ὡς δημιουργοὶ εἴτε καὶ ὡς ἀποδέκτες των. Ἡ ἐξήγηση θὰ μποροῦσε νὰ βρεθεῖ στὴν ἐπισήμανση τοῦ Ἀριστοτέλη (“Ρητορικὴ” 1408b): «ἔνθεον ἡ ποίησις», ἔγραψε, κάτι ποὺ σημαίνει ὅτι μόνο οἱ (κατὰ τὸν Σολωμὸ) “γυμνασμένοι νόες” ἀντιλαμβάνονται καὶ γεύονται τὸ κάλλος της. Κατὰ τὴν πεποίθηση τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ἦταν δῶρο θεϊκὸ ποὺ προστατευόταν ἀπὸ τὶς Μοῦσες – γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἄρρηκτη σχέση της μὲ τὴ Μουσική.
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία γιὰ τὸ ὅτι συχνὰ ἡ σημασία τῶν ὅρων “ποίηση” καὶ “ποιητὴς” γίνεται νεφελώδης καὶ κατὰ μία ἔννοια τραυματίζεται. Καθένας δικαιοῦται νὰ θεωρεῖ ὅτι εἶναι “ποιητὴς” καὶ ὅτι ἔχει τὸ χάρισμα νὰ “γράφει ποιήματα”. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ, δὲν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ μπερδεύονται καὶ ἀποροῦν γιὰ τὸ τί τελικὰ σημαίνει καθεμιὰ ἀπὸ τὶς λέξεις αὐτές. Διαπιστώνουν ὅτι δίπλα στὰ ὀνόματα ποιητῶν ποὺ θυμοῦνται ἀπὸ τὰ σχολικὰ χρόνια τους εἶναι ἀραδιασμένα πολλὰ ἀκόμη, ποὺ σχεδὸν κάθε μέρα γίνονται περισσότερα.
Εἶναι ὅλοι αὐτοὶ “ποιητές”; Καὶ ὅ,τι γράφουν εἶναι “ἔνθεο”;
Ἀπάντηση στὶς ἀπορίες αὐτὲς μονολεκτικὴ δὲν εἶναι οὔτε δυνατὸν οὔτε πρέπον νὰ δοθεῖ. Ὅλοι ὑποκύπτουν στὴ φυσικὴ ροπὴ καὶ ἐπιχειροῦν νὰ συνθέσουν ποιήματα ἀνακοινώνοντας συναισθήματα καὶ σκέψεις. Καὶ ὡραῖο εἶναι αὐτὸ καὶ θεμιτὸ καὶ εὐπρόσδεκτο. Καλλιεργεῖται τὸ πνεῦμα, ζυμώνεται ἡ γλώσσα, πλαταίνει ὁ κόσμος. Ἂν ὅμως οἱ ἴδιοι θέτουν ταμπέλες γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ γιὰ τὸ ἔργο τους, καλὰ θὰ κάμουν νὰ θυμοῦνται ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι δική τους ἁρμοδιότητα. Καὶ νὰ θυμοῦνται ὅτι ἡ ποιητικὴ δημιουργία δὲν ἔχει σχέση μὲ ὁποιασδήποτε μορφῆς ἐπίδειξη· συνδέεται μὲ τὸ πνεῦμα καὶ θεμελιώνεται στὴν αὐτογνωσία καὶ στὴ σεμνότητα τοῦ δημιουργοῦ. Καὶ πάντως εἶναι χρήσιμο νὰ ψιθυρίζουν πότε πότε μαζὶ μὲ τὸν ἀξέχαστο Νίκο Παπάζογλου “ἐγὼ δὲν εἶμαι ποιητής”.
Ὁ Σωκράτης θὰ εἶχε νὰ πεῖ κάτι ἀκόμη: τότε ποὺ ἔδωσε τὸ μαντεῖο χρησμὸ ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ πιὸ σοφὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, θέλησε νὰ βρεῖ τί στ’ ἀλήθεια ἐννοοῦσε ἡ Πυθία. Ἄρχισε νὰ ρωτάει κάποιους ἀπὸ τοὺς σοφοὺς τοῦ καιροῦ του. Ρώτησε καὶ ποιητές, νὰ δεῖ τί πιστεύουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Καὶ διαπίστωσε ὅτι ἀπὸ κάποιο φυσικὸ χάρισμα καὶ ἀπὸ ἔμπνευση θεϊκὴ μποροῦσαν νὰ συνθέτουν ποιήματα, οἱ ἴδιοι ὅμως δὲν καταλάβαιναν τὸ νόημά τους.
Τὸ ἂν καὶ στὴν ἐποχή μας (καὶ στὰ μέρη μας) συμβαίνει τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ ἀπαντηθεῖ ἀπὸ τὸν καθένα, ἀνάλογα μὲ τὸ πῶς “συνομιλεῖ” μὲ τὴν ποίηση. Σημασία ἔχει πρῶτα πρῶτα νὰ γνωρίζει καὶ στὴ συνέχεια νὰ θυμᾶται πὼς ἡ ποίηση, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες τέχνες, ἐξυψώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔστω προσωρινὰ τὸν ξεκολλάει ἀπὸ τὶς βιοτικὲς μέριμνες. Ἂν συμβεῖ νὰ μὴν τὸ γνωρίζει αὐτό, τὸ λόγο ἔχει πλέον ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ διδάξει καὶ νὰ ἀποκαλύψει τὴ μαγεία τῆς ποίησης. Αὐτὸν τὸ δρόμο δείχνει καὶ ἡ καθιέρωση τῆς 21ης Μαρτίου κάθε ἔτους ὡς ἡμέρας ποίησης.
Τὶς “Πράξεις ποιητῶν” (αὐτὸν τὸν πολυσήμαντο ὅσο καὶ περιεκτικὸ ὑπέρτιτλο χρησιμοποιεῖ ἡ κυρία Χουρδάκη στὴ μόνιμη στήλη της) πρέπει νὰ ἀκολουθοῦν, κατὰ τὸ δυνατόν, οἱ πράξεις τῶν (ἄλλων) ἀνθρώπων – οἱ πράξεις ποὺ ἀνοίγουν τὸ δρόμο γιὰ νὰ μπαίνουν στὴ ζωὴ τὰ “δῶρα τῶν Μουσῶν”.
Κε Λουπάση,σας ευχαριστώ από καρδιάς για την τόσο γενναιόδωρη αποτίμησή σας για τις ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΙΗΤΩΝ.
Ειλικρινά,συλλάβατε τη μύχια συγγραφική πρόθεσή μου κι αυτό με συγκινεί βαθύτατα και με ενθαρρύνει.
Ο δοκιμιακός λόγος σας περί της Ποιητικής Τέχνης ,τον ένθεο τρόπο γένεσής της,την δίκαιη ή άδικη πολιτογράφηση των δημιουργών στων…Ιδεών την πόλιν νομίζω ότι θα έπρεπε να είναι διδακτέος.
Όταν οι αναγνώστες κατέχουν τέτοιο υψηλό επίπεδο γνώσης ,αισθητικής και καλής προαίρεσης όπως εσείς ,τότε η ευθύνη μου για ουσιώδεις παρουσιάσεις Πράξεων Ποιητών πολλαπλασιάζεται.
Σας ευχαριστώ
κι εύχομαι επι τη ευκαιρία σε σας και στους αναγνώστες των φιλόξενων Χανιώτικων Νέων μαζί με τη συγκίνηση της Ποίησης και ΤΥΧΗ ΑΓΑΘΗ!!!
Κυρία Χουρδάκη, η ευγένεια, από την οποία ξεχειλίζει το σχόλιό σας, θεμελιώνεται, είμαι βέβαιος, και στην αναστροφή σας με την ποίηση. Συνυπάρχει και συμβαδίζει με τη λεπτότητα των αισθημάτων, που τρέφεται με πνευματική τροφή από την ίδια πηγή.
Όσα έγραψα για την προσφορά σας οφείλονται στην πεποίθησή μου ότι πρέπει να απονέμεται ο δίκαιος έπαινος σε όποιον με ανιδιοτέλεια, με σεμνότητα και με αξιοσύνη εργάζεται για την προβολή “του ωραίου, του μεγάλου, του αληθινού”.
Σας ευχαριστώ θερμά, ευχόμενος να έχετε δύναμη, έμπνευση και υπομονή τόσο στο εκπαιδευτικό όσο και στο συγγραφικό έργο σας.