Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Πράξεις ποιητών

ΝΙΚΟΣ-ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ
«Ο ποιητής που έζησε μακράν της ερημιάς του πλήθους»
«…Πρίγκηπα, γύρισα κι είδα τον άρρωστο ήλιο στις πορτοκαλιές
είδα τα νυχτολούλουδα στο παλάτι σου και τις κατάκλειστες γρίλιες
και τ’ άλογά σου συλλογισμένα να βόσκουν στη χλόη.
Γιατί τα κτήματα δόθηκαν για το τίποτα, τα οικόσημα
της αιώνιας βασιλείας στου στο εφήμερο αίσθημα.
Στις μαρμάρινες σκάλες, στα ανάκλιντρα μιας επίχρυσης
δόξας με πήραν τα αναφιλητά-
το αίμα σου μας δόθηκε, Πρίγκηπα, δε μας ανήκει…»

(Από τις ΩΔΕΣ ΣΤΟΝ ΠΡΙΓΚΗΠΑ Ν.Α.Ασλάνογλου,εκδ.ύψιλον1981)
Στην ελληνική ποίηση είναι πολιτογραφημένες επαξίως και ποιητικές φωνές που έζησαν αθόρυβα θα μπορούσαμε να πούμε πως έζησαν στη σκιά. Ήταν καθόλα ποιητές και ακριβώς γι’ αυτό δεν επιδίωκαν υπερφίαλα να πείσουν για την ταυτότητά τους. Μία από αυτές τις φωνές είναι και του σημαντικού ποιητή Νίκου –Αλέξη Ασλάνογλου που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931. Χαρακτηριστικά έλεγε: «οι ποιητές δεν θέλουν χώρο. Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν. Σπάνια ξεκουράζονται ακουμπώντας στη γη. Οι ποιητές παντού είναι ανεπιθύμητοι γιατί είναι ριζοσπάστες, αρνητές, υπενθυμίζουν την πλήξη που φέρουν όλοι όσοι έχουν αφεθεί στην καθημερινότητα». Τα ποιήματά του δεν έχουν ποτέ τελεία στο τέλος γιατί υποστήριζε πως το ποίημα είναι ένας ζωντανός οργανισμός που συνεχίζει την εξελικτική του πορεία και μετά τη δημοσίευση. Θα πρέπει λοιπόν ο ποιητής να μπορεί να επεμβαίνει και να τα τροποποιεί ακόμη και εκ των υστέρων. Εξάλλου σύμφωνα με τον Ασλάνογλου η αποστολή της ποίησης είναι να θεραπεύει συνειδήσεις: «Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση/σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες/όπου η ζωή χορεύει/Θέλω να είναι αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται/μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας/μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα/αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα» (Ο θάνατος του Μύρωνα,1960)
Μεγάλωσε σε αστικό περιβάλλον. Ταξίδεψε πολύ σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή, εντρύφησε στη Γαλλική γλώσσα και κουλτούρα, υπήρξε υπότροφος της αιγυπτιακής κυβερνήσεως στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου, εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ως επιστημονικός συνεργάτης στην Πολυτεχνική Σχολή Θεσσαλονίκης. Μετά το 1980 έζησε στην Αθήνα.
Στην ποίησή του κυριαρχεί μια αριστοκρατική ερήμωση, μια μοναξιά ραφινάτη, πάντα μια πρόθεση απομάκρυνσης και απόστασης. Ο Ασλάνογλου έχει την αυτάρκεια των ιδεολόγων. Απομονώνεται για να κρατήσει μιαν καθαρότητα. Η μοναξιά τον τσακίζει αλλά δεν την ανταλλάσσει. Δηλώνει όμως τη στέρησή του όπως οφείλει ένας γνήσιος ποιητής: «Απόψε χιόνισε πολύ στην πολιτεία/Αγάπες και κρύσταλλα χυμούν μες στη νύκτα/πού να γείρω το κεφάλι;/ν’ ατενίσω τη σιωπή των δένδρων/ν’ αγαπήσω/πού να γείρω το κεφάλι; (ποίημα Ερημικό)».
Είναι γνωστό το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου “Η θανάσιμη μοναξιά του Α.Α.-Αλέξη Ασλάνη” που ο συνθέτης αφιέρωσε στον ποιητή. (αργότερα το συγκρότημα Πυξ-λαξ το διασκεύασε). Στην εφηβεία υιοθέτησε το όνομα Αλέξης από τον ομώνυμο ήρωα στο μυθιστόρημα Ταπεινοί και καταφρονεμένοι του Ντοστογιέφσκι. Δεν είχε την ακόρεστη δίψα της προβολής. Τον ενδιέφερε η καταξίωση που θα προέκυπτε από σοβαρό μόχθο και μάλιστα είχε ένα είδος τελειοθηρίας ανάλογης του Καβάφη.
Η ποίησή του αγαπήθηκε από τους νέους, πράγμα που επιθυμούσε πολύ ο ποιητής που δήλωσε στον Γιώργο Χρονά ‘’βρίσκω μάταιες τις διαλέξεις’’. Πώς θα μπορούσε άραγε να αντέξει να παίξει το παιχνίδι των δημοσίων σχέσεων ; Είναι αξιοσημείωτο που αν και μεγαλωμένος σε εύπορο αστικό περιβάλλον , κατέληξε ως άλλος Γιώργος Σαραντάρης να ζει μακράν οποιασδήποτε υλιστικής απαίτησης. Μέσα από τους στίχους του θα δώσει την απάντηση: «Καθώς πια τίποτα δε μου ανήκει μέσα στ’ ανάκτορα/ ούτε κάν το χρυσάφι της οροφής και τα μάρμαρα/και οι κονσόλες παγώσανε και τα μαλλιά σου σέρνονται /πίσω από τα σφιγμένα κρύσταλλα /και οι πλαφονιέρες σταλάζουν την τέφρα του χειμωνιάτικου ήλιου/καθώς οι λειμώνες δε βρίσκουν πια την παλιά τους λαλιά/βλέπω πως λάθεψα γυρίζοντας έξω από θέρετρα/στο πυκνό δάσος των πολυκατοικιών δίπλα στη θάλασσα/όπου βυθίζομαι για να σ’ αγγίξω μόλις,/επειδή σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όλα τα κτίσματα/και αν δεν σε γνώριζα θα’ ταν όλα εφήμερα/γιατί οι βιτρίνες είναι μια λάσπη, τα εργοστάσια μια θλίψη/και η πόλη/αφήνει να πέσουν οι κάλυκες της πλαστικής μου καρδιάς/πάνω σε φύλλα και δάκρυα/τίποτα δε μου ανήκει, καμιά παλινόρθωση…». (Ποίημα: Τίποτα δε μου ανήκει, Από τις Ωδές στον Πρίγκηπα)
Η ποίηση του Ασλάνογλου αντλεί ύδωρ από τον μεγάλο παραπόταμο της μελαγχολίας ,καθόλου άγνωστης στην ιστορία της ποίησης. Οι μεγάλοι μας ποιητές ήταν μελαγχολικοί και ιδιοφυείς. Το αποσαφήνισε πολύ καλά ο Αριστοτέλης στο 30ο Πρόβλημα: Μελαγχολία και ιδιοφυία: «Περιττοί μεν εισίν πάντες οι μελαγχολικοί ου δια νόσον, αλλά δια φύσιν». Μετάφραση: Ξεχωριστοί είναι όλοι οι μελαγχολικοί όχι εξαιτίας ασθένειας, αλλά από την ίδια τους τη φύση. *περιττός: ο έχων περίσσευμα, δηλαδή εξαίρετος .
Ο Ασλάνογλου ανοίχτηκε στον συμβολισμό .Έχτιζε την ποίησή του με πρώτιστο υλικό τον πόνο ,αλλά και με αρχοντιά. Δεν τον ενδιέφερε να ανήκει. Τον ενδιέφερε να είναι. Στα οκτώ του χρόνια έζησε τον θάνατο της μητέρας του. Σε αντιστάθμιση μιλά κυρίως για τη βαθύτερη απώλεια, την αλλοτρίωση ,δηλαδή τον όποιο θάνατο των συναισθημάτων. Η ποίησή του φέρει και το γκρίζο από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Ο έρωτας υποδηλώνεται, δεν αφορά μόνο πρόσωπα. Τα υποκείμενα γίνονται ιδέες που διαποτίζουν την προβληματική του πρωτίστως υπαρξιακά και μετά ερωτικά. Ο Ασλάνογλου έχει διάλογο με την ιστορία, με τρόπο περίτεχνα κρυπτικό κι αναφέρω ενδεικτικά τον στίχο του: ’’Πρίγκηπα, θλίβομαι βαθιά/γι αυτό που στα βορεινά ακρογιάλια κάποτε συνέβη’’. Η χρονολογία γραφής του οδηγεί σε συσχέτιση με το κυπριακό το 1974.
Κλείνω με το μότο του Γιώργου Σεφέρη στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Α’: «…Δεν ξέρω. Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο κόσμο;» .
Και διευκρινίζω: Στις αρχές του 1991 οι δημοσιογράφοι Λάλας και Ταγματάρχης πήρανε συνέντευξη** από τον ποιητή Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου. Η τελευταία ερώτηση που δέχθηκε ο ποιητής ήταν: ‘’με πόσα χρήματα τον μήνα ζείτε;’’ . Και η απάντηση ‘’με ένα 70άρι’’.Με αναστατώνει η απάντηση ,αλλά και η ερώτηση ∙με θλίβει όμως βαθύτατα το ότι ο ποιητής δεν άκουσε ποτέ τη συνέντευξη γιατί είχε ξεχαστεί σε κάποιο ράφι αρχείου και δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατό του. Τον Αύγουστο του 1996 ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του σε κατάσταση αποσύνθεσης.

Σημειώσεις

Άλλες συλλλογές: Ποιήματα για ένα καλοκαίρι, Αργό Πετρέλαιο, Νοσοκομείο Εκστρατείας, 44 ποιήματα, Τρία ποιήματα /θέατρο: Θάλασσα και συγχρονισμός/πεζά: ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα κ.ά.

**μπορείτε να διαβάσετε τη συνέντευξη με όλα τα προαναφερθέντα σχετικά με τον χρόνο δημοσίευσής της στο Βήμα online, στήλη Γνώμες: «Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν»
Η Ανδρομάχη Εμμ. Χουρδάκη είναι εκπαιδευτικός-φιλόλογος. Διδάσκει στο Παράρτημα Κισσάμου του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Χανίων. Το 2018 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Ραδάμανθυς η ποιητική συλλογή της , ‘’Τα σκουλαρίκια της Περσεφόνης.’’


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα