Το ξακουστό φαράγγι της Σαµαριάς, για τους περισσότερους ανθρώπους που βιαστικά το διάβηκαν και πρόχειρα το χάρηκαν, είναι ένα σπάνιο τοπίο που νοµίζουν πως µε µια – δυο επισκέψεις του το γνώρισαν και αυτό ήταν όλο.
Και όµως το φαράγγι αυτό, µε τα αµέτρητα σηµεία ενδιαφέροντος, και τα παρακλάδια του, είναι µια αστείρευτη πηγή µεγαλoπρεπούς και άγριας οµορφιάς και µοιάζει µε παραµυθένια κόρη που κάθε εποχή ντύνεται αλλιώτικα, έχει άλλη όψη και οµορφιά.
Σήµερα θα αναφερθώ στην πιο όµορφη και φανταχτερή όψη, αυτήν που έχει τον χειµώνα. Μέχρι τον χρόνο της παρακάτω περιγραφής, είχα βρεθεί ανάµεσα στα ιλιγγιώδη γκρεµνά και παρακλάδια της πάνω από πενήντα φορές. Ποτέ όµως δεν χάρηκα την απόκοσµη οµορφιά και αγριάδα, όπως µας παρουσιάσθηκε τον Φεβρουάριο του 1973, όταν µαζί µε τον φίλο Νίκο Κεκάκη αποφασίσαµε να επιχειρήσουµε να την προσεγγίσουµε και να τη χαρούµε µε άσχηµες καιρικές συνθήκες.
Μείναµε Σαββατόβραδο στο περίπτερο του Ξυλόσκαλου και όλη τη νύχτα οι κεραυνοί, που ξέσκιζαν τα γκρεµνά και τις κορφές του Γκίγκιλου, και η εναλλαγή της χονδρής βροχής και της άγριας χιονοθύελλας που χτυπούσαν µε ορµή τα παράθυρα, ήταν ένα απόκοσµο νανούρισµα. Ξηµερώµατα αρχίσαµε να κατηφορίζουµε το Ξυλόσκαλο και κοντά στον Άγιο Νικόλαο συναντήσαµε τους πρώτους αφρισµένους χείµαρρους που κατέβαιναν από τη χαράδρα του Ληνοσελιού, το Πεταχτένι φαράγγι και από κάθε αυλακιά στις πλευρές του Γκίγκιλου.
Συνεχίζοντας αντικρίζαµε συνέχεια ένα διαφορετικό φαράγγι, που κάθε γωνιά και βράχος του ήταν γεµάτα πρασινάδες και αγριολούλουδα. Αφήσαµε βιαστικά το χωριό της Σαµαριάς, που ήταν κυκλωµένο από τον χείµαρρο, για να προλάβουµε να περάσουµε τις Πόρτες πριν δυναµώσει και άλλο η καταιγίδα, όπως έδειχνε.
Η βροχή όµως χόντραινε απειλητικά και, φθάνοντας στα πρώτα στενώµατα, στην περιοχή του Νερού της Πέρδικας, αντικρίσαµε µια γκρίζα αφρισµένη θάλασσα, που τα κύµατά της χτυπούσαν στις ρίζες τις κατακόρυφες πλαγιές, µην αφήνοντας περιθώρια για να περάσουµε προς τα κάτω. Αποφασίσαµε έτσι να συντοµεύσουµε την επιστροφή µας, γιατί συνέχεια η βροχή γινόταν όλο και απίστευτα πιο χονδρή και φθάνοντας πάλι στον οικισµό Σαµαριάς µείναµε άφωνοι.
Μέσα σε µια ώρα, µια απέραντη τρικυµισµένη θάλασσα είχε κατακλύσει τα πάντα µέχρι το ύψος πρόχειρης γέφυρας του χωριού που ήταν έρηµο, γιατί και ο φύλακας το είχε εγκαταλείψει. ∆εκάδες καταρράκτες κατέβαιναν µε αφάνταστη ορµή από κάθε µικρή ή µεγάλη πτυχή των γύρω γκρεµνών ενώ από το Σιδερόπουλο και τον Καλόκαµπο κατέβαιναν φοβερά ποτάµια που έφερναν ξύλα, κορµούς δέντρων, µικρούς βράχους, που µέσα στην ορµή αυτή στριφογύριζαν σαν παιχνιδάκια.
Ο γραφικότερος καταρράκτης είχε δηµιουργηθεί στην απέναντι από την Πηγή της Πέρδικας πλαγιά όπου το νερό “χτυπούσε” από ύψος περισσότερο από 300 µέτρα κάτω και δηµιουργούσε σύννεφα από σταγονίδια, µια απόκοσµη οµίχλη. Κάναµε µια απόπειρα να περάσουµε το νερό, αφού ευτυχώς είχαµε δεθεί για ασφάλεια, αλλά στο πέρασµα από το χωριό προς την ανηφοριά η φοβερή δύναµη του νερού µας παρέσυρε προς στιγµή, αν και δεν είχαµε χωθεί σ’ αυτό περισσότερο από τριάντα πόντους. Έστω και σε αυτό το βάθος, η φοβερή δύναµη του νερού µπορεί να σε εξαφανίσει σε δευτερόλεπτα, ενώ, όταν σταµατήσει η δυνατή βροχή, και η ροή από τους αµέτρητους καταρράκτες, µια ώρα µετά, µπορείς να κολυµπήσεις κιόλας στα ήρεµα πλέον νερά χωρίς κίνδυνο.
Ευτυχώς πράξαµε λογικά και µε πολλή προσπάθεια γυρίσαµε στο χωριό και αναγκαστικά… διαρρήξαµε το δασικό φυλάκιο, όπου προσπαθήσαµε να στεγνώσουµε ανάβοντας φωτιά στον ανηφορά του µε ό,τι ξύλινο βρήκαµε. Τσιτσιδωθήκαµε και µε ραβδιά κρατούσαµε τα ρούχα πάνω από τη φωτιά που µισόκαιγε και στέγνωναν µέσα στην κάπνα, ώστε µετά την επιστροφή µας να τα πετάξουµε πλέον. Το σούρουπο µαζεύτηκαν κάτω από το παράθυρο του φυλακίου καµιά δεκαριά αγρίµια, ίσως για να µας συµπαρασταθούν σαν φίλοι µέσα σ’ αυτόν τον χαλασµό, ενώ προσπάθειές µας να λειτουργήσει το τηλέφωνο του φυλακίου δεν είχαν αποτέλεσµα.
Τη νύχτα, το τροµερό βουητό του νερού, που κυλούσε σχεδόν έξω από το φυλάκιο, και η λυσσασµένη θύελλα και το χαλάζι που χτυπούσαν στα παράθυρα δεν µας άφησαν να κοιµηθούµε και πολύ. Αυτό όµως που ήταν απόκοσµο και ανατριχιαστικό ήταν ο ήχος από τους κεραυνούς, που συνέχεια χτυπούσαν τις ψηλές γύρω κορυφές, και ιδίως τον Πρινιά, και που επαναλαµβανόταν ο ήχος αυτός, από αντήχηση, πλαγιά µε πλαγιά, δεκάδες φορές. Ήταν σαν να γκρεµίζονταν χιλιάδες κενά σιδερένια βαρέλια από τις πλαγιές αυτές, σαν να γκρεµίζονταν οι ίδιες οι πλαγιές.
Σκεπτόµουνα εκείνη την ώρα πώς ζούσαν εδώ, σε παρόµοιες καταστάσεις, οι άνθρωποι της Σαµαριάς παλαιότερα και παρηγοριόµουνα.
Με το ξηµέρωµα, η ορµή του νερού είχε λιγοστέψει και µπορούσαµε να µπούµε ως την µέση σ’ αυτό, ξεκινώντας για τον Άι – Νικόλα.
Παρ’ όλα αυτά, στο µονοπάτι προς τα εκεί, από παντού κατέβαιναν ακόµη κάπως ορµητικά νερά, ενώ πιο πέρα συναντήσαµε την πρώτη οµάδα από τους φίλους συνορειβάτες των Χανιών που, βλέποντας τον χαλασµό, είχαν ξεσηκωθεί αποβραδίς µαζί µε τους δικούς µας, για να τρέξουν σε βοήθεια, που υπολόγιζαν ότι χρειαζόµαστε. Με συγκινητική αυτοθυσία είχαν κατεβεί µεσάνυχτα στον Άη Νικόλα και περίµεναν να ξηµερώσει για να προχωρήσουν, ενώ άλλοι παρέµεναν µε οικείους µας στο Ξυλόσκαλο, όπου βλέποντας τι γίνεται κάτω, µας είχαν για… πνιγµένους, ενώ πάλι στα γραφεία του Ορειβατικού άλλοι είχαν κινητοποιηθεί.
Φθάνοντας όλοι µαζί πάνω στο Ξυλόσκαλο, αντιµετωπίσαµε τη χιονοθύελλα που είχε ξαναρχίσει, και µετά από λίγο έκλεινε τον δρόµο, αλλά ήµασταν πλέον όλοι ασφαλείς.
Σήµερα, µετά από πενήντα χρόνια (πότε πέρασαν;), οι δύο συνοδοιπόροι φέρνουµε µε νοσταλγία στο νου µας τις σπάνιες στιγµές της τόσο άγριας οµορφιάς που είχαµε την τύχη να ζήσουµε και να επιβιώσουµε και µε ευγνωµοσύνη και συγκίνηση τους φίλους, που µε τόση αυτοθυσία ήλθαν να µας βοηθήσουν. Σε αυτούς αφιερώνω αυτό το γραφτό.