Να κάμουμε μια επιστροφή στο παρελθόν. Να γυρίσουμε 130 και χρόνια πίσω. Να βρεθούμε σε ένα μικρό ημιορεινό χωριό του Νομού Χανίων τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1880. Να υπενθυμίσουμε ότι η τουρκοκρατία στην Κρήτη ήταν στα ύστερα χρόνια της.
Οι κάτοικοι του χωριού ήταν χριστιανοί κατά τα ¾ και Τούρκοι κατά το ¼ (ασφαλώς εξισλαμισμένοι Χριστιανοί). Όλοι στο χωριό ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι και ζούσαν από τα προϊόντα των εκμεταλλεύσεων αυτών. Οι μεγαλύτερες χριστιανικές οικογένειες του χωριού ήταν δύο. Οι Παπαδάκηδες και οι Δασκαλάκηδες. Οι πρώτοι κατοικούσαν στο Πέρα χωριό και οι δεύτεροι στο Πώδε.
Η συμβίωση χριστιανών και Τούρκων, αλλά και ομοεθνών μεταξύ τους ήταν αρμονική χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα εκτός από στραλίκια, αγροζημίες ή μικροκλοπές, προστριβές αναπόφευκτες σε αγροτικά χωριά.
Ένας Παπαδάκης Δημήτρης, είχε παντρευτεί μια Δασκαλάκη, την Μαρία και γι’ αυτό οι σχέσεις των δύο οικογενειών ήταν στενότερες από πριν. Ο γιος του Δημήτρη ο Βασίλης, όταν παντρεύτηκε, εγκαταστάθηκε με τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του στην γειτονιά των Δασκαλάκηδων όπου η μητέρα του είχε πάρει προίκα ένα σπιτάκι. Να σημειωθεί ότι η Μαρία με τον Δημήτρη είχαν τέσσερις γιους και ο αδελφός της Μαρίας που τον είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι προ εικοσαετίας, είχε τρεις.
Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που κάποτε
(το 1887) μια μαζώχτρα από άλλο χωριό επειδή η συμπάθειά της προς τον νεαρό Γιώργη δεν είχε ανταπόκριση, διέδωσε ότι ο Γιώργης είχε ερωτική σχέση με την γυναίκα του ξαδέλφου του Βασίλη, νύφη της Μαρίας.
Η διάδοση αυτή έπιασε τόπο και προπαντός όταν η μαζώχτρα διώχτηκε από το χωριό. Η διάδοση εγέννησε αμφιβολίες και οι αμφιβολίες ερωτηματικά.
Ο Βασίλης πήρε την οικογένειά του από την πώδε γειτονιά και εγκαταστάθηκε στη γενέτειρα του πατέρα του, κοντά στο σπίτι του.
Οι σχέσεις των δύο οικογενειών διακόπηκαν και έχθρα θανάσιμη αναπτύχθηκε μεταξύ τους. Αν δεν επήλθαν συγκρούσεις τούτο οφείλεται στο ότι σεβόταν το ένα μέρος το άλλο και διότι δεν υπήρχε απόλυτη βεβαιότητα για τη μοιχεία.
Στις συζητήσεις που γίνηκαν τότε ανάμεσα στους μεσολαβητές των ενδιαφερομένων, πρότεινε ο Γιώργης να φέρει με πρόσκληση και δαπάνη του τον Δεσπότη, να κάμει λειτουργία και να ορκιστεί μπροστά σε όλους ότι είναι αθώος. Η πρόταση γίνηκε δεκτή, ήλθε ο τότε επίσκοπος και εχοροστάτησε σε λειτουργία που έγινε στην εκκλησία του χωριού. Στο τέλος της λειτουργίας μίλησε σχετικά και συνέστησε να δεχθούν την ομολογία του Γιώργη χωρίς όρκο, γιατί ως είπε, ο όρκος είναι βαρύ πράγμα και τον αποτρέπει το Ευαγγέλιο. Οι οικείοι όμως του Βασίλη δήλωσαν πως δε δέχονταν την ομολογία χωρίς όρκο. Επεμβαίνει όμως τότε ο αδελφός του Γιώργη και λέει στον αδελφό του. «Ο Δεσπότης λέει να μην πάρεις τον όρκο. Να μην τον πάρεις και θέλουν ας πιστέψουνε και θέλουν ας μην πιστέψουνε».
Τότε ο Γιώργης με μια γρήγορη αποφασιστική κίνηση πηγαίνει προς το μέρος που στεκόταν ο Δεσπότης, θέτει το δεξιό του χέρι στο Ευαγγέλιο και λέει με έντονη φωνή. «Ορκίζομαι στο Χριστό και το Ευαγγέλιο, πως είμαι αθώος και να γενώ μαύρος σαν τον καρναβά σου, Δεσπότη μου, αν ξέρω και αν κατέω, για όσα με συκοφαντούνε».
Όλοι συγκινήθηκαν και πολλοί και πολλές κλάψανε. Είπανε τότε οι οικείοι του Βασίλη, πως δέχτηκαν την ένορκη ομολογία του σαν αληθινή, αλλά οι σχέσεις τους δεν αποκαταστάθηκαν. Και δυστυχώς, η μητέρα του Γιώργη και θεια του, έριχνε το περισσότερο λάδι στη φωτιά, προσπαθώντας να πείσει τους γιους της, πως ο όρκος ήταν ψεύτικος και πως έπρεπε να υπερασπιστούν την οικογενειακή τους τιμή. Έτσι σε οικογενειακό συμβούλιο αποφασίστηκε ο φόνος του Γιώργη, αλλά με τέτοιο τρόπο, ώστε να φανεί πως τον σκότωσαν οι Τούρκοι για εκδίκηση φόνου άλλων Τούρκων από Χριστιανούς, όπως συνέβαινε συχνά την εποχή εκείνη.
Κάποιο βράδυ σε ενέδρα των τριών αδελφών έγινε ο φόνος και στην αρχή πιστεύτηκε ότι τον είχαν διαπράξει Τούρκοι. Όταν όμως μαθεύτηκε η αλήθεια, οι αδελφοί του Γιώργη και με άλλους κατεδίωξαν τους φονιάδες και ύστερα από λίγα χρόνια εφόνευσαν και τους τέσσερις.
Μετά τους φόνους αυτούς αφού από το ένα μέρος δεν υπήρχαν αντίπαλοι, τα πράγματα ηρέμησαν αλλά οι σχέσεις των δυο αντιπάλων οικογενειών παρέμειναν σε ένταση και πέρασαν πάρα πολλά χρόνια να αποκατασταθούν έστω και στοιχειωδώς.
Μερικά σχόλια
1. Κεντρικό και τραγικό πρόσωπο στην ιστορία αυτή ήταν η Μαρία που σε κάποια στιγμή βρέθηκε σε ένα αμείλικτο ερώτημα, ένα δίλημμα. Να δεχθεί την «προσβολή»,ή να τιμωρήσει τον «φταίχτη». Επροτίμησε το δεύτερο χωρίς να υπολογίσει τις συνέπειες, με αποτέλεσμα να χάσει τους γιους της. Αντί να σβήσει φωτιές, έριχνε λάδι. Τα παιδιά της και ο ανιψιός της χάθηκαν. Εκείνη έζησε όλη αυτή την τραγωδία. Δεν ξέρω αν μπορούσε να ησυχάσει ή να βλέπει και να την βλέπουν οι γύρω της. Και αν οι Ερινύες την άφηναν να κοιμηθεί. Δεν ξέρω αν μετάνοιωσε ή αν ικανοποιήθηκε για τις αποφάσεις της. Δεν θα το μάθουμε ποτέ.
2.Ευτυχώς που τα τραγικά αυτά γεγονότα περιορίστηκαν μόνο στην οικογένεια των δυο αδελφών και όχι στις ευρύτερες οικογένειες γιατί τότε τα αποτελέσματα θα ήταν ανυπολόγιστα. Είδαμε τι μπορεί να κάμει μια συκοφαντία στηριγμένη στο μίσος για μια χαμένη υπόθεση.
3.Δυστυχώς ένας «σασμός» ξεκίνησε καλά αλλά κατέληξε σε τραγωδία.
ΥΓ1: Η ιστορία αυτή είναι αληθινή και αποτελεί καταγεγραμμένη αφήγηση προσώπου που έζησε από κοντά όλα τα γεγονότα.
ΥΓ2: Ο τόπος και τα ονόματα δεν είναι πραγματικά για λόγους προστασίας των προσωπικών δεδομένων.