Με την κατάθεση πρότασης της κυβέρνησης βάσει των άρθρων 144, 153 και 154 του Κανονισμού της Βουλής και του άρθρου 86 Σ/τος για σύσταση προανακριτικής επιτροπής για το σκάνδαλο “Novartis”, αναζητείται, αν πρόκειται περί στησίματος σκευωρίας, ή συνίσταται σε αληθινά περιστατικά, που ζημίωσαν τον ελληνικό λαό.
Τα τελευταία χρόνια η πολιτική ζωή της χώρας, έχει κλονισθεί από καταστάσεις, αντιβαίνουσες το περί ηθικής, θίγουν το κοινό αίσθημα και προκαλούν αγανάκτηση. Για πολλούς αποτελούν πολυσχιδές σκάνδαλο, οι σκοτεινές πτυχές, του οποίου τραυματίζουν ανεπανόρθωτα την πολιτική ζωή του τόπου και για άλλους, ότι είναι λάσπη εναντίον των αντιπάλων της κυβέρνησης.
Αποδίδονται ευθύνες σε πολιτικούς με τρόπο, που προκαλείται σύγχυση και δημιουργούνται εντυπώσεις, τις οποίες πρέπει να ξεκαθαρίσει η βουλή, βάσει του άρθρου 86 του Σ/τος και του νόμου περί ευθύνης υπουργών, αξιολογώντας στο δυνατόν συντομότερο χρονικό διάστημα τα καταγγελόμενα, για να μην έχουμε εικόνες με αλγεινές εντυπώσεις αδικαιολόγητων συμπερασμάτων. Πολύπλευρη η διαδικασία της Βουλής, που καλείται, να καταλήξει σε πόρισμα ανταποκρινόμενο σε βάσιμες αποδείξεις, ή αν απαιτηθεί η συνέχιση της διαδικασίας απ’ το Δικαστικό Συμβούλιο μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η αντιπολίτευση και κυρίως η Ν.Δ. βρήκε ιδιαιτέρως επιθετική την πρόταση της κυβέρνησης για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής για το σκάνδαλο “Novartis”. Τίθεται σε ομηρεία φοβούμενη τον έλεγχο των πεπραγμένων και επί των δικών της ημερών. Πάντως έτσι όπως εξελίχθηκε η υπόθεση, είναι ανάγκη να φωτισθεί η αθέατη πλευρά της “Novartis”, σε μια περίοδο, όπου η εθνική οικονομία δοκιμαζόταν απ’ το βραχνά των μνηνομίων.
Η άσκηση δίωξης, όσων διετέλεσαν μέλη της κυβέρνησης την επίμαχη περίοδο για ποινικά αδικήματα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και η έγκριση συγκρότησης Προανακριτικής Επιτροπής απαιτούν την ύπαρξη υπογραφών από 30 βουλευτές και την ψήφιση απ’ την πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή 150+1.
Απ’ τις 50 περίπου εξεταστικές, που είχαμε απ’ τη μεταπολίτευση κι ύστερα, μόνο 15 έγιναν αποδεκτές, καμία δε δεν κατέληξε σε κοινό πόρισμα, διότι οι περισσότερες γινόντουσαν για συγκάλυψη σκανδάλων, χωρίς να λάμψει η αλήθεια. Το σπουδαίο σ’ αυτές τις περιπτώσεις ομολογείται, ότι το αδίκημα της απιστίας για τα κυβερνητικά πρόσωπα μπορεί να παραγράφεται, όπως τα ίδια έχουν αποφασίσει, όμως η νομιμοποίηση παράνομου χρήματος παραγράφεται μετά 20ετίαν.
Κατά την ισχύουσα νομολογία το αδίκημα της δωροδοκίας και δωροληψίας δεν ακυρώνονται, όπως και οι ηθικές ευθύνες δεν έχουν ημερομηνία λήξεως.
Το χειρότερο σ’ αυτή την ιστορία είναι ότι οι πολιτικές αντιπαραθέσεις των κομμάτων εμπλέκουν διαχρονικά τους δικαστικούς, οι ενώσεις των οποίων δικαίως διαμαρτύρονται, διότι δεν θέλουν να γίνονται μέρος των πολιτικών “παιγνίων”.