Από την 1η Ιανουαρίου η Αθήνα κάνει τη βάρδιά της στην επαναλαμβανόμενη σε τακτά χρονικά διαστήματα προεδρία των Ευρωπαίων γραφειοκρατών φρουρών του Συμβουλίου της Ε.Ε.
Σε συννεφιασμένους ορίζοντες και με καθόλου καλούς οιωνούς θα μπορούσαμε να βρεθούμε στο επίκεντρο της προσοχής σημαντικών πολιτικών εξελίξεων που έχουν δρομολογηθεί στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Οπως είναι θέματα μετανάστευσης, διαφύλαξης των συνόρων, ανάπτυξης και απασχόλησης για την καταπολέμιση της ανεργίας, τα αυξημένα οικονομικά θέματα της Ευρωζώνης και η συνέχιση της προοπτικής για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μετά την ένταξη του 18ου μέλους στο ευρώ, της Λετονίας.
Οι προεδρίες, όμως, δεν είναι όπως άλλοτε. Τότε είχαν αίγλη και αρμοδιότητες. Τώρα οι καιροί άλλαξαν. Τα πάντα αποφασίζονται από άλλα κέντρα και η κλιμακωτή προεδρία δεν έχει εξουσίες, ώστε να προβαίνει σε συγκεκριμένες πράξεις. Υπάρχει τυπικά, μέχρι να αντικατασταθεί κάπως, αλλιώς, με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Την πρώτη φορά που αναλάβαμε την προεδρία, Ιούνιος 1989, δεν εκδόθηκε τελικό ανακοινωθέν εξαιτίας της ασυμφωνίας στην αγροτική πολιτική. Τη δεύτερη, Ιούνιος 1988, συζητήθηκαν θέματα περιβάλλοντος και τεχνολογίας στη Ρόδο. Την τρίτη, Ιούνιος 1994, είχαμε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και υπεγράφη η ένταξη Αυστρίας, Φινλανδίας και Σουηδίας στην Κέρκυρα. Οικοδεσπότης και στις τρεις Συνόδους Κορυφής ο Ανδρέας Παπανδρέου. Την τετάρτη, Ιούνιος 2003, ο κ. Σημίτης αύξησε την αξιοπιστία της Αθήνας μετά τις αμφισβητούμενες επιτυχίες των προηγουμένων. Είχαμε την υπογραφή στη Στοά του Αττάλου της προσχώρησης στην Ε.Ε. δέκα νέων χωρών, μεταξύ και η Κύπρος, τότε που χαρακτηρίστηκε η χρονιά πρόκληση, λόγω του πολέμου στο Ιράκ, ενώ βρισκόμαστε στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής ένεκα της Ολυμπιάδος του 2004.
Η 5η προεδρία έρχεται σε κρίσιμη καμπή, όπου η Ε.Ε. είναι σε οικονομική κρίση, για δε τον κ. Σαμαρά είναι το “δέκα το καλό” διότι βασίζεται στις επιτεύξεις της κυβέρνησής του ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα. Ευκαιρία να εντυπωσιάσει τους εταίρους, να ζητήσει μεταρρυθμίσεις στο χρέος και από τους Γερμανούς περισσότερες επενδύσεις και αμοιβαία στήριξη. Σε τίποτα άλλο δεν μπορεί να επηρεάσει για αλλαγές πάνω σε συνθήκες, καθ’ όσον οι σχέσεις που αφορούν τα κράτη – μέλη έχουν σχεδιασθεί από μονίμους αξιωματούχους και συζητούνται σ’ άλλους κύκλους και όχι στην κυλιόμενη προεδρία.
Εκτός τούτου η Ελλάδα βρίσκεται σε δυσμενή θέση, όταν οι Γερμανοί πρώτοι δυσπιστούν για το αν διαθέτει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στο έργο της προεδρίας. Η γερμανική “Μπιλντ”, γνωστή για το μένος των γραφιάδων, γράφει, ότι οι Ελληνες, όπως έριξαν έξω τη χώρα τους, θα καταστρέψουν και την ευρωπαϊκή οικονομία.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η αυστριακή “Κρόνεν Τσάϊτουνγκ, που με “κακεντρεχείς γενικεύσεις” σημειώνει πως “σε αυτή την Ε.Ε. δεν προκαλεί έκπληξη… δεν είναι ανέκδοτο, ότι οι Ελληνες έχουν την προεδρία της Ε.Ε.” (Χ.Ν. 30/12/13). Ο “Σπήγκελ”, από την πλευρά του, μας θεωρεί ως το “προβληματικό παιδί της Ενωσης”.
Στην απέναντι όχθη η κυβέρνηση δείχνει ενθουσιασμό, που θα ασκήσει τέτοια καθήκοντα, σηκώνοντας τον πήχη ψηλά και προεξοφλώντας θριάμβους. Στην πραγματικότητα η Ελλάδα μπαίνει σε έναν κύκλο τυπικών διαδικασιών, το μόνο όφελος από τις οποίες θα είναι ο επικοινωνιακός χαρακτήρας. Αλλοτε δύο μήνες πριν την προεδρία ο πρωθυπουργός επεσκέπτετο τις πρωτεύουσες των χωρών μελών προϊδεάζοντας τους επικεφαλής των κυβερνήσεων για τα υπό συζήτησιν θέματα και πως θα ετίθεντο στο τελικό κείμενο της Συνόδου Κορυφής. Τώρα ούτε κι αυτό γίνεται.
Παρά ταύτα πολύς θόρυβος γίνεται επειδή αναλαμβάνουμε την προεδρία, κάτι που δεν συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ε.Ε. Η κυβέρνηση υπερεπενδύει για τον εαυτό της και για τις δεκάδες συνεδριάσεις που θα γίνουν στο Ζάππειο, κρύβοντάς μας τις βαθύτερες επιδιώξεις της Ε.Ε. για το μέλλον και βάζοντας εναντίον της αντιπολίτευσης. Αβέβαιες και οι εξελίξεις στη συμπολίτευση, όπως γίνεται με τις ενδοκυβερνητικές ζυμώσεις.