Από την αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας, τα νοικοκυριά, πιστά στα έθιμα του τόπου μας και τις παραδόσεις, ξεκινούν τις προετοιμασίες τους για το Πάσχα.
Για τη νηστεία της Τεσσαρακοστής και τα έθιμα προετοιμασίας των νοικοκυρών για το Πάσχα (κουλουράκια, τσουρέκια, βάψιμο κόκκινων αυγών και πως καθιερώθηκε, αλλά και το ψήσιμο του αρνιού στο φούρνο και στη σούβλα αντίστοιχα), πληροφορηθήκαμε από τον έμπειρο λαογράφο από το χωριό Βουλγάρω Κισάμου κ. Γιάννη Σκουλούδη.
«Αξίζει να γυρίσουμε το ρολόι του χρόνου αρκετές δεκαετίες πίσω», μας λέει ο κ. Σκουλούδης για να συνεχίσει λέγοντας: «Η περίοδος της νηστείας πριν από την Μεγάλη Εβδομάδα του Πάσχα, ονομάζεται “Τεσσαρακοστή” και είναι 40 ημέρες.
Τα παλιά χρόνια όλοι οι άνθρωποι νήστευαν και τα φαγητά της Τεσσαρακοστής ήταν τα άγρια χόρτα όπως π.χ. αποτελούν τα πρώιμα άγρια ραδίκια, οι ασκολύμπροι, οι τζόχοι, οι χοιρομουρίδες, το σταμναγκάθι, οι ραπανίδες, οι χοχλιοί που τους μαγείρευαν με πολλές συνταγές, τα βραστά όσπρια κλπ., ενώ τα μεσάνυχτα μετά την Ανάσταση ως πρώτο φαγητό έτρωγαν σούπα από βραστό κοτόπουλο. Η μαγειρίτσα καθιερώθηκε πολύ αργότερα. Όσοι νηστεύουν όλη την περίοδο πρέπει για λόγους υγείας να προτιμούν τη σούπα από κοτόπουλο.
Οι γιαγιάδες μας, λοιπόν, άρχιζαν τις προετοιμασίες από τη βαγιοβδομάδα φτιάχνοντας πρώτα τα κουλουράκια για να είναι ελεύθερες τη Μεγάλη Εβδομάδα να πηγαίνουν στην Εκκλησία.
Όμως, την Μεγάλη Πέμπτη μετά από το λαδερό φαγητό ήταν προγραμματισμένες δύο δουλειές: Το βάψιμο των αυγών και το ζύμωμα στα τσουρέκια στρογγυλά και σε πλεξούδες. Έβαφαν τ’ αυγά κόκκινα με φυσική βαφή χρησιμοποιώντας π.χ. φύλλα από κρεμμύδι, γουλιά από παντζάρι, καρότα και λουλούδια από κόκκινες κυρίως παπαρούνες. Εκείνα τα χρόνια χρησιμοποιούσαν τσουκάλι πήλινο ρίχνοντας μέσα τ’ αυγά με λίγο ξύδι για να γίνεται έντονο το κόκκινο χρώμα τους», τονίζοντας ότι «το κόκκινο αυγό συμβολίζει το Τάφο του Χριστού (επειδή μέσα του έχει ζωή) και το τσούγκρισμα που κάνουμε συμβολίζει το σπάσιμο του Άδη που από εκεί μέσα βγήκε η ζωή και η Ανάσταση. Το κόκκινο χρώμα του αυγού συμβολίζει την Νίκη του θανάτου γι’ αυτό και στις Εκκλησίες από την Ανάσταση και μέχρι της Αναλήψεως κρεμάνε κόκκινες κορδέλες, ενώ των άλλων εορτών για τους Αγίου κρεμούν κορδέλες με χρώματα μπλε και άσπρο».
ΚΟΚΚΙΝΑ ΑΒΓΑ
Ο ίδιος αναφέρθηκε στην παράδοση για τα κόκκινα αυγά τονίζοντας ότι «όταν ανέβαζαν τον Χριστό να τον σταυρώσουν στον Γολγοθά, μία Εβραιοπούλα μάζευε τα αυγά από το κοτέτσι της. Ο μεγάλος θόρυβος των στρατιωτών και του όχλου την βγάζει έντρομη από το κοτέτσι. Η πρώτη γυναίκα που συνάντησε στον δρόμο της ήταν μια από τις κρυφές μαθήτριες του Χριστού. Φοβισμένη τη ρωτά, τι συμβαίνει για να πάρει την απάντηση: “Τον Ναζωραίο ανεβάζουν στον Γολγοθά να τον σταυρώσουν αλλά την 3η ημέρα θα αναστηθεί”. Δεν το πιστεύω αυτό που λες της είπε, εκτός και αν τα αυγά που κρατώ στην ποδιά μου τα δω κόκκινα. Ρίχνοντας αμέσως το βλέμμα της στα αυγά διαπίστωσε ότι όλα είχαν γίνει κόκκινα. Αμέσως αγκάλιασε την κρυφή μαθήτρια και της ζήτησε να μάθει περισσότερα για τον Χριστό και να γίνει κι εκείνη μαθήτριά του”.
ΚΟΥΛΟΥΡΕΣ – ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙΑ
Για τις κουλούρες και τα κουλουράκια είπε: «Tα τσουρέκια ως κουλούρες επειδή είναι στρογγυλές συμβολίζουν τη γη και το αυγό που βάζουμε στο κέντρο τους συμβολίζει τον Τάφο του Χριστού, ενώ σε άλλη μορφή με πλεξούδα συμβολίζουν τον Λάζαρο που αναστήθηκε έξι ημέρες πριν από τον Χριστό. Για το ψήσιμο του αρνιού το Πάσχα διευκρίνισε: «Στην Κρήτη δεν σούβλιζαν αρνί το Πάσχα. Το έθιμο αυτό μας το έφεραν στο νησί άνθρωποι της Πελοποννήσου και της Ρούμελης που παντρεύτηκαν γυναίκες από την Κρήτη. Για το Πάσχα σφάζαμε ένα ρίφι ή αρνί και το μαγειρεύαμε κυρίως στο φούρνο με ξύλα μέσα σε λαμαρίνες που είχαμε βάλει κλιματόβεργες βάζοντας πατάτες και αγκινάρες που είναι η εποχή τους και υπήρχαν σε αφθονία. Μέρη από το ρίφι ή το αρνί, όπως ο λαιμός και το κεφάλι, μαγειρευόταν βραστά και με το ζουμί έφτιαχναν πιλάφι».
Αμέσως μετά επισκεφθήκαμε δύο νοικοκυριά του ίδιου χωριού όπου μας μίλησαν για την παραδοσιακή προετοιμασία που εξακολουθεί να τηρείται από γενιά σε γενιά στο χωριό και την περιοχή όπως την εξιστόρησε ο λαογράφος χωριανός τους.