Στην οικονομία κάθε απόφαση, κάθε νέος θεσμός ή κάθε νέος νόμος επιφέρουν εκτός από τα προφανή αποτελέσματα και άλλα μη προφανή. Στο άρθρο αυτό θα ασχοληθούμε με τη φορολογία.
Πληρώνοντας φόρους είναι προφανές ότι το κράτος συγκεντρώνει χρήματα για να πληρώνει τις δαπάνες του. Ποιο όμως είναι το επίπεδο των δαπανών του κράτους το οποίο θα μπορούν να πληρώνουν μέσω των φόρων οι πολίτες και παράλληλα να έχουν μια στοιχειώδη διαβίωση; Τα ίδια ποσοστά φόρων μπορούν να πληρώσουν οι Έλληνες με τους Βέλγους ή Γερμανούς φορολογούμενους;
Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό θα πρέπει να δούμε ποιο είναι το επίπεδο των φόρων που μπορούν να πληρώσουν συνολικά οι πολίτες, με βάση τη δομή της οικονομίας μας, ώστε να προσαρμοστούν ανάλογα και οι δαπάνες του κράτους.
Στο παρελθόν οι δαπάνες του κράτους αυξάνονταν χωρίς να εξετάζεται η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών, διότι η διαφορά καλυπτόταν από κρατικό δανεισμό, δηλαδή τα γνωστά μας ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού. Τώρα, όμως δεν είναι δυνατόν πλέον να δανειζόμαστε για να καλύψουμε ελλείμματα. Μπορούμε να δανειζόμαστε μόνο για να αποπληρώνουμε παλιά δάνεια που λήγουν.
Όπως εμφανίζεται στον παρακάτω πίνακα, το έτος 2000 οι δαπάνες λειτουργίας του κράτους (γενική κυβέρνηση) ήταν 63,6 δισ., δηλαδή 47,1% του Α.Ε.Π. Μέχρι το 2009 οι δαπάνες διπλασιάστηκαν από 63,6 δισ σε 124,6 δισ. και έφτασαν στο 54% του Α.Ε.Π. Ένα μεγάλο μέρος των επιπλέον δαπανών προερχόταν από δανεισμό (το 2009 για παράδειγμα το κράτος δανείστηκε 36 δισ. για να καλύψει το έλλειμμα εκείνης της χρονιάς). Το 2012 μετά από τρία χρόνια προσπάθειας μείωσης των κρατικών δαπανών, το κόστος λειτουργίας εξακολουθούσε να είναι 54,8% του Α.Ε.Π. Μόνο το 2013 είδαμε μια μείωση των δαπανών στο 48,8% του Α.Ε.Π. Δηλαδή, θα πρέπει κατά μέσο όρο περίπου το μισό εισόδημά μας, μέσω της φορολογίας να δίνεται υποχρεωτικά στο κράτος για να καλύψει τα έξοδα του.
Το κόστος λειτουργίας του κράτους μας υπερβαίνει αντίστοιχα κόστη λειτουργίας αρκετών Ευρωπαϊκών κρατών και πλησιάζει άλλων πιο προηγμένων κρατών.
Πρόσφατα μάλιστα προτείνεται ότι θα πρέπει η φορολόγηση να αυξηθεί ακόμα κατά 5% επί του Α.Ε.Π. για να φθάσει τα ευρωπαϊκά επίπεδα, δηλαδή ακόμα κατά 10 δισ. Και για να καταλάβουμε τη σημασία του ποσού αυτού, αρκεί να σκεφτούμε ότι 10 δισ. επί πλέον φόροι, ισοδυναμούν με το φόρο ακινήτων μέσω της ΔΕΗ (το γνωστό χαράτσι) πέντε ετών!!
Οι φορολογούμενοι έχουν ήδη «αποστραγγιστεί» κατά την τελευταία τετραετία με την πληρωμή νέων φόρων για να πληρώνονται εκείνες οι κρατικές δαπάνες που μέχρι πρόσφατα καλύπτονταν από δανεισμό. Δυστυχώς, μόνο τώρα γίνεται κατανοητό πόσο πολύ μας «πονάει» η φορολόγηση για να πληρώνονται δαπάνες που είχαν γίνει στο παρελθόν με δανεικά χρήματα.
Τα προηγμένα Ευρωπαϊκά κράτη με τα οποία συγκρίνουμε το ποσοστό της φορολογίας επί του Α.Ε.Π., έχουν οικονομίες με ισχυρή φοροδοτική ικανότητα καθόσον διαθέτουν τεράστιες πολυεθνικές επιχειρήσεις με μόνιμα και συνεχώς αυξανόμενα κέρδη. Οι περισσότερες δε από αυτές τις χώρες έχουν εύρωστη οικονομία με μόνιμα πλεονάσματα λόγω περισσότερων εξαγωγών από ότι εισαγωγών (και όχι τεράστια εισαγωγικά ελλείμματα όπως έχουμε εμείς -34 δισ. το 2009).
Στη Γερμανία για παράδειγμα το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων και των επιχειρηματιών είναι περίπου 20%, ενώ το υπόλοιπο 80% είναι μισθωτοί. Η Γερμανία έχει μια σταθερή βάση είσπραξης φόρων από τους μισθωτούς και μια πολύ μεγάλη φοροδοτική ικανότητα από τις τεράστιες εξαγωγικές επιχειρήσεις με 260 δισ. εξαγωγικό πλεόνασμα το 2013. Παρά τη μεγάλη φορολογική βάση, τα έξοδα λειτουργίας του γερμανικού κράτους είναι κάτω από το 47% του Α.Ε.Π. της. Στην Ελλάδα το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων και των επιχειρήσεων κυμαίνεται μεταξύ 55% – 60%.
Ας δούμε, λοιπόν, τη φοροδοτική ικανότητα ενός αυτοαπασχολούμενου στη χώρα μας στο παρακάτω παράδειγμα κάποιου, ο οποίος δεν πληρώνει ενοίκιο γιατί έχει το σπίτι του ως έδρα της επιχείρησής του.
Έστω ότι τα ετήσια έσοδα είναι 12.300 €.
Πληρωμή για Φ.Π.Α. 2.300 € (10.000 x 23%).
Υπόλοιπο 10.000 €.
Πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών στον Ο.Α.Ε.Ε. 3.000 €.
Τηλεφωνικά – συνδρομές και κ.λπ. έξοδα 1.000 €.
Υπόλοιπο καθαρό κέρδος 6.000 €.
Πληρωμή φόρου εισοδήματος 1.560 € (6.000 x 26%).
Πληρωμή προκαταβολής για την επόμενη χρονιά 858 € (1.560 x 55%).
Τέλος επιτηδεύματος 650 €.
Υπόλοιπο 2.932 € (6.000 – 1.560 – 858 – 650).
Το μηνιαίο καθαρό ποσό για να ζήσει τον εαυτό του ή την οικογένεια του είναι 244 € (2.932/12).
Άρα, πληρώνει 8.368 €, δηλαδή το 68% των εσόδων του προς το κράτος!!!! (2.300+3.000+1.560+858+650).
Παραπάνω από τα 3/4 του ποσοστού των αυτοαπασχολούμενων και μικροεπιχειρήσεων αντιμετωπίζουν την παραπάνω ή παρόμοια κατάσταση. Τι φοροδοτική δυνατότητα έχουν αυτές οι μικροεπιχειρήσεις; Άρα ποιες επιχειρήσεις θα πληρώνουν φόρους για να καλύψουν τις υπέρογκες δαπάνες του κράτους μας;
Το συμπέρασμα είναι ότι θα πρέπει να μειωθούν οι δαπάνες του κράτους πολύ κάτω από το 40% του Α.Ε.Π. διότι εμείς δεν έχουμε φορολογική βάση ούτε μεγάλες επιχειρήσεις με φοροδοτική ικανότητα όπως οι προηγμένες εξαγωγικές χώρες. Και επειδή δεν μπορεί το κράτος να δανείζεται πλέον, κάθε δαπάνη που θα κάνει, θα την πληρώνουν εξ εξολοκλήρου οι φορολογούμενοι.
Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι το προϊόν της σύλληψης της φοροδιαφυγής θα πρέπει να διατεθεί για να ελαφρυνθούν οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι μικροεπιχειρηματίες του παραπάνω παραδείγματος, ώστε να μειωθεί η φορολογία τους κάτω από το σημερινό 68%. Επ’ ουδενί λόγο όμως δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί, για να διατηρήσει το κράτος τα έξοδα του στο 48,8% του Α.Ε.Π. Θα πρέπει σταδιακά, όσο συλλαμβάνεται η φοροδιαφυγή, να μειώνονται οι κρατικές δαπάνες για να μειωθεί συνολικά και η φορολογία των πολιτών.
Το μη προφανές είναι ότι όσο το κράτος αυξάνει τις δαπάνες του για να ευθυγραμμιστεί με τις ευρωπαϊκές χώρες, τόσο ο φορολογούμενος θα εξαθλιώνεται φορολογικά διότι δεν έχουμε την ίδια φορολογική βάση και την ίδια φοροδοτική ικανότητα που έχουν οι μισθωτοί και οι επιχειρήσεις των χωρών με τις οποίες μας συγκρίνουν.
Με λίγα λόγια, όποιος μας υπόσχεται ότι θα μειώσει τους φόρους πρέπει να μας εξηγήσει ποιες δαπάνες του κράτους θα μειώσει. Διότι εάν μειώνονται οι φόροι με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, τότε απλά γίνεται δικαιότερη η κατανομή των βαρών. Δεν μειώνονται όμως οι κρατικές δαπάνες, οι οποίες είναι ήδη υψηλές με βάση τη δομή της οικονομίας μας.
Επίσης το μη προφανές είναι ότι κάθε δαπάνη του κράτους στερεί αντίστοιχα χρήματα από τον ήδη εξαθλιωμένο φορολογούμενο που ήδη έχει μειωμένο βιοτικό επίπεδο.
Συνολικά για την οικονομία, το μη προφανές, είναι ότι το υπερβολικό κόστος λειτουργίας του κράτους ως ποσοστό του Α.Ε.Π., λόγω της μειωμένης φοροδοτικής δυνατότητας της χώρας, έχει οδηγήσει στα παρακάτω φαινόμενα:
1. Οι επιχειρήσεις και οι πολίτες φοροδιαφεύγουν (παράνομα) γιατί δεν μπορούν να επιβιώσουν.
2. Φοροαποφεύγουν (νομότυπα) δηλώνοντας τα εισοδήματα σε άλλες χώρες, φορολογικά καταφύγια κ.λπ.
3. Οι επιχειρήσεις μεταφέρουν την πραγματική παραγωγική τους δραστηριότητα σε άλλες χώρες.
4. Οι μικροεπιχειρήσεις κλείνουν κάτω από το βάρος της φορολογίας και αυξάνεται η ανεργία.
Ενα άλλο μη προφανές είναι ότι κάθε μόνιμη δαπάνη του κράτους με δανεικά, αργά η γρήγορα θα μεταφερθεί στον φορολογούμενο, ο οποίος θα πρέπει να πληρώνει αυτή τη μόνιμη δαπάνη από εδώ και στο εξής, συν τα δάνεια για τις παρελθούσες πληρωμές της δαπάνης, συν τους τόκους των δανείων.
Κάθε υπόσχεση που μας δίνουν οι πολιτικοί για να μας “λαο-πλανίσουν” και πάλι για να μας πάρουν τη ψήφο μας, κρύβει πολλαπλάσια δεινά που δυστυχώς δεν είναι προφανή.